Σιωπές και αντιφάσεις του “αριστερού ευρωπαϊσμού”
του Ηρακλή Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε σε Ενθέματα, Η Κυριακάτικη Αυγή, 13 Ιανουαρίου 2008, σελ. 27).
Αφορμή για την παρούσα παρέμβαση αποτέλεσε το άρθρο του Απόστολου Στραγαλινού (Α.Σ.), ‘Η Συνθήκη της Λισαβόνας και η ευρωπαϊκή οικοδόμηση’.[1] Διαβάζοντάς το κάποιος, είναι δύσκολο να μην προσέξει τις ομοιότητες του με την επίσημη ρητορική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς την ανάγκη προώθησης της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Πράγματι, μια επίσκεψή στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.)[2] επιβεβαιώνει ότι οι θέσεις του άρθρου απηχούν στενά τις αντίστοιχες θέσεις της Ε.Ε. Η σημασία του συγκεκριμένου άρθρου όμως βρίσκεται αλλού: στο ότι αντανακλά όλες τις σιωπές και τις αντιφάσεις του ιδεολογικού μορφώματος του ‘αριστερού ευρωπαϊσμού’ ως συστατικού στοιχείου της πολιτικής ταυτότητας του ΣΥΝ. Το παρών σημείωμα παρουσιάζει εν συντομία τις σημαντικότερες από αυτές, σκιαγραφώντας πρώτα το περιεχόμενο της συγκεκριμένης έννοιας.
Καταρχήν, η έννοια του αριστερού ευρωπαϊσμού είναι ένας νεολογισμός που σπανίως συναντάται στη διεθνή βιβλιογραφία· ο όρος χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στα πλαίσια του κομματικού λόγου του ΣΥΝ. Αυτό σημαίνει ότι ο αριστερός ευρωπαϊσμός δεν πρέπει να αναφέρεται ως κάτι το αυτονόητο, ως κομμάτι του ‘κοινού νου’. Με μεγάλη δόση αφαίρεσης, θα μπορούσαν να δοθούν δύο αποκλίνοντες ορισμοί του όρου: α) η υποστήριξη από την αριστερά της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, και β) η υποστήριξη από της αριστερά της πάλης εναντίον του νεοφιλελευθερισμού και της οικοδόμησης ενός εναλλακτικού πολιτικο-οικονομικού συστήματος σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Ας επικεντρωθούμε στην εκδοχή (α). Παράλληλα με την κριτική υποστήριξη προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οι εκφραστές αυτής της εκδοχής επικαλούνται το όραμα μιας οικολογικής και δημοκρατικής Ευρώπης, η οποία μπορεί να αναδυθεί μέσα από τη σημερινή Ε.Ε., αρκεί να αλλάξουν οι συσχετισμοί, ή, όπως λέει και ο Α.Σ., «το υφιστάμενο ιδεολογικοπολιτικό ευρωπαϊκό balance of power». Όμως, όπως δείχνει και το άρθρο του, η προάσπιση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και του φεντεραλιστικού οράματος μπαίνει συχνά πάνω από αριστερές ρητορείες και προϋποθέσεις. Ταυτόχρονα, η ηγεμονία της εκδοχής (α) του αριστερού ευρωπαϊσμού μέσα στο ΣΥΝ έχει αποτρέψει τη συστηματική ανάδειξη των κρίσιμων αποσιωπήσεων και αντιφάσεων αυτού του ιδεολογικού σχήματος.
Ας δούμε μερικές από αυτές:
Πρώτον, αποσιωπάται το ότι το δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε. δεν είναι ένα απλό θεσμικό φαινόμενο, το οποίο μπορεί να λυθεί με την α ή β θεσμική μεταρρύθμιση· είναι ένα ζήτημα εξουσίας. Το δημοκρατικό έλλειμμα είναι πρωτίστως πολιτικο-οικονομικό, με την έννοια ότι ο πυρήνας της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και οι αποφάσεις της βρίσκονται δομικά πέρα και έξω από τον έλεγχο των λαών της Ευρώπης. Η ενίσχυση του ρόλου του Ευρωκοινοβουλίου στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της Ε.Ε. αποτελεί μια ακίνδυνη εξέλιξη για την αστική εξουσία, καθώς δεν θίγει τις πηγές και τις επιδιώξεις της. Το δημοκρατικό έλλειμμα γεννιέται στο χώρο της παραγωγής, όχι των θεσμών, και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο διαμεσολαβείται από τις διαφορές ισχύος και ανάπτυξης ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Ο περιορισμός του δικαιώματος άσκησης βέτο εκφράζει αυτή την πραγματικότητα. Εξάλλου, η πάγια συναίνεση ανάμεσα σε φιλελεύθερους, συντηρητικούς και σοσιαλδημοκράτες έχει εγγυηθεί την ουσιαστική και τυπική συμπόρευση του Ευρωκοινοβουλίου με τις βασικές επιλογές του σκληρού πυρήνα της Ε.Ε.
Δεύτερον, αποσιωπάται το χάσμα ανάμεσα σε διακηρύξεις και πρακτικές της Ε.Ε., ιδιαίτερα σε σχέση με ζητήματα κοινωνικής πολιτικής, δικαιωμάτων, και ό,τι παραδοσιακά έχει αποτελέσει αντικείμενο διεκδίκησης της αριστεράς. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι στην ουσία της ενοποίηση εκείνων των πολιτικών που έχει ανάγκη το υπερεθνικό κεφάλαιο ώστε να παγιώσει την εξουσία του και την ανταγωνιστικότητά του πέρα από τους περιορισμούς του έθνους-κράτους. Η γενικόλογη και αόριστη υιοθέτηση π.χ. του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση από τη Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν συνιστά ενοποίηση, ούτε κατάκτηση, στο βαθμό που δεν καθορίζει κανένα συγκεκριμένο ποσοτικό ή ποιοτικό χαρακτηριστικό αυτού του μέτρου. Κάθε εθνική κυβέρνηση είναι ελεύθερη να διαμορφώσει η ίδια τους κανόνες, οι οποίοι φυσικά τείνουν να εξισωθούν πανευρωπαϊκά προς τα κάτω. Αντίθετα, οι κανόνες της κοινής αγοράς προς όφελος του υπερεθνικού κεφαλαίου είναι δεσμευτικοί και ιδιαίτερα λεπτομερείς, με ένα γιγαντιαίο νομικό και θεσμικό εποικοδόμημα να τους στηρίζει.
Τρίτον, αποσιωπάται ότι η Ε.Ε. είναι τη δεδομένη στιγμή το βασικό πεδίο μέσα στο οποίο λαμβάνονται και εφαρμόζονται αποφάσεις που έχουν σοβαρότατο και αρνητικό αντίκτυπο στο συσχετισμό δυνάμεων κεφαλαίου-εργασίας, σε βάρος της εργασίας. Επιπλέον, αποσιωπάται το ότι η Ε.Ε. δεν είναι μόνο πεδίο, αλλά και υποκείμενο, ένας δρων οργανισμός του οποίου οι κύριες γραμμές δράσης εκφράζουν ταξικά συμφέροντα ριζικά αντίθετα προς τα συμφέροντα που καλείται να υποστηρίξει η αριστερά. Ιδιωτικοποιήσεις, στρατηγική της Λισσαβόνας, εργασιακή απορύθμιση, αγοραιοποίηση της εκπαίδευσης, περικοπή του κράτους πρόνοιας, ένταση της εσωτερικής καταστολής και περιστολής ελευθεριών και δικαιωμάτων· όλα αυτά είναι απτά φαινόμενα που έχουν παγιωθεί μέσω αποφάσεων σε επίπεδο Ε.Ε. Επιτάχυνση της ολοκλήρωσης σημαίνει επιτάχυνση και εμβάθυνση των φαινομένων αυτών, στα οποία υποτίθεται ότι η αριστερά εναντιώνεται. Το να ισχυριστούμε ότι τα φαινόμενα αυτά είναι απλά μια περιστασιακή έκφραση μιας αρνητικής ισορροπίας δυνάμεων σημαίνει ότι διαγράφουμε όλη τη συνεισφορά του μαρξισμού στην κατανόηση των εγγενών, δομικών χαρακτηριστικών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, από τον Λένιν μέχρι τον Πουλαντζά και από τον Μαντέλ μέχρι τον Καρτσέντι.
Ως προς τις αντιφάσεις, ας αναφερθούμε στην κυριότερη: στο ότι η εκδοχή (α) του αριστερού ευρωπαϊσμού δεν είναι ούτε αριστερή, ούτε ευρωπαϊστική. Δεν είναι αριστερή, στο βαθμό που αδυνατεί να θίξει θεωρητικά και πρακτικά τις κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης που βρίσκονται στην καρδιά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όπως δείχνει και το άρθρο του Α.Σ., η επιχειρηματολογία αυτού του ρεύματος ταυτίζεται με τον Ευρωπαϊκό φεντεραλισμό. Η άκριτη υιοθέτηση των επιλογών του υπερεθνικού κεφαλαίου και των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών καθώς και η επίκληση της δήθεν ανάγκης επιτάχυνσης της εφαρμογής αυτών των επιλογών δεν χρειάζονται αριστερά πρόσημα. Άλλοι φορείς έξω από τον ΣΥΝ μπορούν με περισσότερη συνέπεια και συνέχεια να εφαρμόσουν ένα φεντεραλιστικό όραμα, εάν αυτός είναι ο λόγος ύπαρξης της αριστεράς!
Και δεν είναι ευρωπαϊστική, στο βαθμό που αδυνατεί να επισημάνει την έκρηξη των δια-κρατικών αντιθέσεων μέσα στην Ε.Ε. και τη σύνδεσή τους με τη φύση του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού συνολικά. Προϋπόθεση του ευρωπαϊσμού είναι η αντι-καπιταλιστική κριτική, διότι τα εμπόδια και αδιέξοδα που εμφανίζονται στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης τίθενται από το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, και όχι από κάποια αρνητική ισορροπία δυνάμεων, θεσμική ανεπάρκεια, ή ιδεολογική οπισθοχώρηση. Οι διακρατικές αντιθέσεις μέσα στην Ε.Ε. είναι αντιθέσεις κοινωνικών δυνάμεων με αντικρουόμενα συμφέροντα και στόχους· είναι δηλαδή αντιθέσεις ενδο-ιμπεριαλιστικές σε μια περίοδο διεθνούς όξυνσής τους. Ο χώρος γένεσης αυτών των αντιτιθέμενων δυνάμεων δεν βρίσκεται στους θεσμούς, αλλά στην καπιταλιστική παραγωγή και στη συγκεκριμένη, ατελώς διεθνοποιημένη μορφή της σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Συνεπώς, η ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής αποτελεί αναγκαία – αλλά όχι και ικανή – συνθήκη για την πραγματική ενοποίηση της Ευρώπης.
Υπάρχει πράγματι ανάγκη απόρριψης της θέσης του εθνικού απομονωτισμού και ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ταυτότητας της αριστεράς. Αυτή όμως η ανάγκη δεν προκύπτει επειδή η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με την παρούσα μορφή της είναι κάτι το τόσο προοδευτικό ώστε να το επιζητά και η αριστερά. Αυτή η ανάγκη προκύπτει από το ότι είναι μάλλον αδύνατος ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός στα πλαίσια ενός μόνο εθνικού κράτους. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση διευρύνει τις δυνατότητες συνεργασίας ανάμεσα στις εργατικές τάξεις διαφορετικών εθνικών κρατών και δημιουργεί τους αντικειμενικούς υλικούς όρους διεθνοποίησης της πάλης για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Όμως, αυτός ο μετασχηματισμός δεν περνάει αποκλειστικά μέσα από το Ευρωκοινοβούλιο, ούτε πρέπει η αριστερά να είναι βασιλικότερη του βασιλέως σε σχέση με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Σαφώς και οφείλει να στηρίζει καθετί που διευκολύνει τη διεθνοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση της πάλης της, και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Όμως, η πολιτική ατζέντα που απορρέει από αυτή την παραδοχή είναι ριζικά διαφορετική από την ατζέντα των οργάνων της Ε.Ε., των κυβερνήσεων των κρατών-μελών και του υπερεθνικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό και είναι αναγκαία η άρθρωση ενός κριτικού λόγου απέναντι στη διαδικασία ολοκλήρωσης και στις πολιτικές που τροφοδοτεί. Με δεδομένο τον πολύ αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και τον αντικειμενικό προσανατολισμό της Ε.Ε. υπέρ της καπιταλιστικής ανταγωνιστικότητας, γίνεται εμφανές ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στην παρούσα μορφή της αποτελεί μέρος του προβλήματος της καπιταλιστικής εξουσίας, και όχι μέσο ανατροπής της. Όσο αδιέξοδη και αν είναι η θέση για αποδέσμευση από την Ε.Ε., άλλο τόσο αδιέξοδη είναι η προσκόλληση σε αστικές θέσεις που ευνοούν στην πράξη την ένταση της εξουσίας του υπερεθνικού κεφαλαίου. Απαιτείται μια διαλεκτική υπέρβαση του δίπολου «Ευρωπαϊσμός» / «Ευρωσκεπτικισμός» μέσω της έμφασης στον κύριο στόχο, στην ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού και των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Συμπερασματικά, είναι δυνατή η παραγωγή εκ μέρους της αριστεράς μιας ευρωπαϊκής πολιτικής που να αποστασιοποιείται από τις διαφημιστικές μπροσούρες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η κυρίαρχη εκδοχή του αριστερού ευρωπαϊσμού, όπως εκφράζεται σήμερα από μια μεγάλη μερίδα του κόμματος, εμφανίζεται αδύναμη να αρθρώσει το πρωταρχικό αίτημα: την εγκαθίδρυση εναλλακτικών μορφών πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής εξουσίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η υιοθέτηση της Συνθήκης της Λισσαβόνας δεν αποτελεί δυστυχώς παρά τη λογική συνέπεια αυτής της αδυναμίας. Και η αντικατάσταση της (α) εκδοχής του αριστερού ευρωπαϊσμού από τη (β), δηλαδή από έναν ταξικά προσδιορισμένο αριστερό ευρωπαϊκό διεθνισμό πέρα από τα ιδεολογικά σχήματα του υπερεθνικού κεφαλαίου και των πολιτικών εκφραστών του, φαντάζει πιο επίκαιρη παρά ποτέ.
Σημειώσεις
[1] Α. Στραγαλινός, ‘Η Συνθήκη της Λισαβόνας και η ευρωπαϊκή οικοδόμηση’, Η κυριακάτικη Αυγή – Ενθέματα,23 Δεκεμβρίου 2007, σελ. 27.
[2] http://europa.eu/lisbon_treaty/glance/index_en.htm (πρόσβαση: 27 Δεκεμβρίου 2007)