Pages

13 April 2008

Ευρώπη, Αμερική, Αριστερά



Ευρώπη, Αμερική, Αριστερά

 

του Ηρακλή Οικονόμου

(Δημοσιεύτηκε σε Ενθέματα, Η Κυριακάτικη Αυγή, 13 Απριλίου 2008, σελ. 31)
 

Ένας από τους πλέον διαδεδομένους κοινούς τόπους μέσα στο ΣΥΝ είναι η αντίθεση στον Ατλαντισμό και η υποστήριξη μιας αυτόνομης Ευρώπης – αντίβαρο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ). Η επίκληση της Αμερικάνικης ισχύος και της ανάγκης εξισορρόπησής της μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) είναι ένα πάγιο χαρακτηριστικό του κομματικού λόγου επί διεθνών και ευρωπαϊκών θεμάτων. Η συλλογιστική αυτή είναι κοινή στις δύο μεγαλύτερες πτέρυγες μέσα στο ΣΥΝ. Η «ανανεωτική», προτείνει τη συνέχιση της πολιτικής ολοκλήρωσης της ΕΕ μέσω της ομοσπονδιοποίησης, ως μόνο αντίδοτο στην κυριαρχία του Ατλαντισμού. Η «αριστερή», προτείνει την άσκηση πίεσης προς την ΕΕ και τη μεταρρύθμισή της, για τη διόρθωση αυτής της τάσης ενσωμάτωσης στα Ατλαντικά σχέδια. Άμεση συνέπεια αυτής της εσωκομματικής συναίνεσης είναι η υποκατάσταση της κριτικής προς την ΕΕ με την κριτική προς τις ΗΠΑ, ή προς μία ΕΕ που υποτίθεται ότι λειτουργεί ως υποχείριο των ΗΠΑ. Η ίδια συλλογιστική υπονοεί ότι, εάν ένα μαγικό χέρι έδιωχνε το φάντασμα του Ατλαντισμού που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, τότε η ενωμένη Ευρώπη θα είχε έναν αγαθό και προοδευτικό ρόλο στα διεθνή πράγματα. Η αντίληψη αυτή είναι λανθασμένη, και το σύντομο αυτό σημείωμα θα προσπαθήσει να καταδείξει τους λόγους για τους οποίους ο ΣΥΝ θα πρέπει να εγκαταλείψει το κυρίαρχο αυτό μοντέλο ερμηνείας της ΕΕ και των υπερ-ατλαντικών σχέσεων.
 
Καταρχήν, η έμφαση στη διάσταση του Ατλαντισμού δεν μπορεί να ερμηνεύσει περιπτώσεις όπου η αυτόνομη δράση της ΕΕ από μόνη της είναι προβληματική. Ας πάρουμε το παράδειγμα της στρατιωτικοποίησης της Ευρώπης. Από το 1999 μέχρι σήμερα, η ΕΕ έχει προωθήσει σωρεία μέτρων για τη στήριξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων, που κορυφώθηκαν στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Οργανισμού το 2004. Το σκεπτικό αυτών των πρωτοβουλιών είναι η ενίσχυση της ΕΕ στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ ως προς την παραγωγή και διάθεση στρατιωτικού εξοπλισμού. Αυτός ο φαινομενικά πολιτικο-στρατιωτικός ανταγωνισμός αντανακλά τον προϋπάρχοντα ανταγωνισμό ανάμεσα σε αντίπαλα στρατιωτικο-βιομηχανικά κεφάλαια. Τι έχει να αντιπαραθέσει η καθ’ ημάς Αριστερά σε αυτές τις εξελίξεις, πέρα από μια παρωχημένη ρητορική επίκληση της αυτονομίας της Ευρώπης, δηλαδή του στόχου στο όνομα του οποίου λαμβάνουν χώρα αυτές οι εξελίξεις;
 
Το ίδιο ισχύει για μέτρα που ανήκουν στο πεδίο της εσωτερικής ‘ασφάλειας’, δηλαδή της καταστολής του εσωτερικού εχθρού μέσα στην ΕΕ. Όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφασίζουν να μοιραστούν με τις ΗΠΑ όλα τα στοιχεία των Ευρωπαίων αεροπορικών επιβατών, τότε η ΕΕ υποτίθεται ότι είναι έρμαιο του Ατλαντισμού. Τι συμβαίνει όμως όταν η ΕΕ από μόνη της αποφασίζει την παρακολούθηση όλων των τηλεπικοινωνιών μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο; Πώς ερμηνεύεται η οικονομική υποστήριξη που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να παράσχει σε επιχειρήσεις για την ανάπτυξη τεχνολογίας και εφαρμογών για την ασφάλεια, μέσω του 7ου Προγράμματος-Πλαισίου για την Έρευνα; Η Αριστερά, παγιδευμένη στη λογική της αντιπαράθεσης με μια υποτιθέμενα Ατλαντική Ευρώπη, αδυνατεί να αναλύσει αντιδραστικές πολιτικές που εφαρμόζονται όχι κατ’ εντολή των ΗΠΑ και των εδώ συμμάχων τους, αλλά από μία Ευρώπη που ανταγωνίζεται τις ΗΠΑ.
 
Αποκορύφωμα και φυσική συνέπεια αυτής της λογικής αποτελεί η υποστήριξη που ένα κομμάτι του ΣΥΝ παρέχει προς το λεγόμενο Ευρωστρατό, δηλαδή προς τη δημιουργία αυτόνομων ομάδων μάχης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας (ΕΠΑΑ). Παραγνωρίζεται το γεγονός ότι πολλές από τις αποστολές που έχει αναλάβει η Ένωση αποτελούν συνέχεια προηγούμενων αποστολών του ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστική είναι και η στενότατη συνεργασία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ, όπως αυτή αποτυπώθηκε στη συμφωνία Berlin-Plus για τη χρήση Νατοϊκών μέσων από ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις. Παραδόξως, ενώ οι υποστηρικτές ενοχλούνται από την επέμβαση των Αμερικανών στο Ιράκ, δεν φαίνεται να ενοχλούνται από την ανάμιξη των Ευρωπαίων που έχουν αναλάβει την εκπαίδευση των σωμάτων ασφαλείας του Ιράκ. Η ουσία της ΕΠΑΑ, δηλαδή η προβολή ισχύος στην εξωτερική περιφέρεια της Ένωσης και η σταθεροποίηση καθεστώτων ασφαλείας συμβατών με τα συμφέροντα της ΕΕ, μένει συχνά στο απυρόβλητο. Όμως, για την Αριστερά δεν γίνεται να υπάρχουν καλές και κακές στρατιωτικές επεμβάσεις, καλή και κακή προβολή ισχύος, καλοί και κακοί διαμελισμοί κρατών, ανάλογα με το αν αυτοί γίνονται υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ ή της ΕΕ.
 
Οι υποστηρικτές της ΕΠΑΑ αντιτάσσουν δύο επιχειρήματα σε αυτή την κριτική. Σύμφωνα με το πρώτο, ο Ευρωστρατός συνιστά έναν τρόπο εξισορρόπησης των ΗΠΑ στο διεθνές πεδίο. Αυτό είναι ένας πολυδιαφημισμένος μύθος, καθώς η ΕΠΑΑ δεν αναιρεί τους πολλαπλούς πολιτικο-στρατιωτικούς δεσμούς με τους οποίους συνδέονται η Ευρώπη και οι ΗΠΑ. Όλες οι αποστολές της ΕΕ λειτούργησαν και λειτουργούν συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά προς το ΝΑΤΟ. Εξάλλου, ο Ευρωστρατός αποτελείται από εθνικές στρατιωτικές μονάδες. Πιστεύει κάποιος στα σοβαρά ότι χώρες όπως η Βρετανία, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Εσθονία, θα διαθέσουν τα στρατεύματά τους για να αντιπαρατεθούν στρατιωτικά στα σχέδια των ΗΠΑ; Δυστυχώς, η ΕΠΑΑ είναι η εγγύηση για τη συνέχιση της λειτουργίας του ΝΑΤΟ και το αντάλλαγμα που οι ΗΠΑ ήταν διατεθειμένες να διαθέσουν προς την Ευρώπη για τη συνέχιση αυτή. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί στα πλαίσια της ΕΠΑΑ αντανακλούν είτε προϋπάρχουσες Νατοϊκές επιλογές, είτε τάσεις αυτόνομης ευρωπαϊκής στρατιωτικοποίησης που είναι εξίσου αποκρουστική και κατακριτέα με αυτή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
 
Σύμφωνα με το δεύτερο επιχείρημα, η Ελλάδα μπορεί να ωφεληθεί μακροπρόθεσμα από την προοπτική κοινής άμυνας των κρατών-μελών της ΕΕ. Όμως, η ΕΠΑΑ δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ορίζεται ως «άμυνα». Η ΕΠΑΑ είναι σαφώς προσανατολισμένη προς την προβολή ισχύος στο εξωτερικό και δεν αφορά την εδαφική άμυνα που ενδιαφέρει την Ελλάδα. Ο Ευρωστρατός υπάρχει για να επεμβαίνει στο Κονγκό και στο Κόσοβο, και όχι σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Συνεπώς, η επίκληση των ελληνικών συμφερόντων στη συζήτηση για την ΕΠΑΑ στερείται νοήματος.
 
Η κύρια πηγή θεωρητικής αδυναμίας των επεξεργασιών του ΣΥΝ ως προς το διεθνή ρόλο της ΕΕ είναι η εγκατάλειψη των επεξεργασιών για τον ιμπεριαλισμό. Για να προληφθούν ειρωνικές αντιδράσεις, υπενθυμίζεται ότι ο όρος «ιμπεριαλισμός» έχει συγκεκριμένη επιστημονική σημασία μέσα στο σώμα της κλασικής και νεότερης Μαρξιστικής θεωρίας, από τις επεξεργασίες του Λένιν μέχρι τις πρωτοποριακές αναλύσεις του Νίκου Πουλαντζά. Η εγκατάλειψη αυτού του σώματος σκέψης είναι αδικαιολόγητη. Η ΕΕ έχει κράτη-μέλη, πολλά εκ των οποίων διαθέτουν ένα πλούσιο παρελθόν επιθετικών πολεμικών επιχειρήσεων και επεμβάσεων. Η ΕΕ δεν μένει ανεπηρέαστη από κράτη-μέλη με επεκτατικές τάσεις και δεν έρχεται σε οξεία αντίθεση με τις σχετικές εθνικές πολιτικές των κρατών-μελών της. Η ΕΕ δεν είναι ούτε κράτος, ούτε ένα αποκλειστικά υπερεθνικό μόρφωμα· ειδικά στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας, οι αποφάσεις λαμβάνονται με διακυβερνητικές – δηλαδή διακρατικές – διαδικασίες, στις οποίες πρωταγωνιστούν κράτη με μακρά παράδοση επεκτατισμού. Είναι τουλάχιστον παράδοξο να ισχυριζόμαστε ότι η Γαλλία λειτουργεί ιμπεριαλιστικά όταν π.χ. διατηρεί στρατεύματα σε πρώην αποικίες της, αλλά προοδευτικά και ειρηνευτικά όταν συμμετέχει σε ευρωπαϊκές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αφρική. Επιπλέον, η οικονομική ολοκλήρωση των επιμέρους εθνικών κεφαλαίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο γεννά τάσεις επέκτασης στην παγκόσμια αγορά που συχνά απαιτούν το μακρύ πολιτικο-στρατιωτικό χέρι όχι μόνο των εθνικών κρατών αλλά και της ΕΕ συνολικά. Εάν πραγματικά εννοούμε ότι η ριζοσπαστική αριστερά αντιπαρατίθεται στις δυνάμεις του εθνικού και υπερεθνικού κεφαλαίου, τότε αυτή η αντιπαράθεση πρέπει να αγκαλιάζει όχι μόνο τις οικονομικές αλλά και τις πολιτικο-στρατιωτικές πτυχές της εξουσίας του. Και η ΕΠΑΑ είναι μία από αυτές.
 
Οι επερχόμενες ευρωεκλογές του 2009 είναι μια ευκαιρία για την περαιτέρω αποσαφήνιση και ριζοσπαστικοποίηση του λόγου του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ επί των ευρωπαϊκών θεμάτων. Η εγκατάλειψη του Ατλαντισμού ως κύριου στόχου της αριστερής κριτικής και η ενσωμάτωση σε αυτήν του πυρήνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή της ίδιας της ΕΕ, συνιστούν προϋποθέσεις αυτής της ριζοσπαστικοποίησης. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να θέλουμε και την πίτα της ευρωπαϊκής «άμυνας» και «ασφάλειας» ολόκληρη, και τον σκύλο του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία χορτάτο.