Pages

01 May 2008

Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας: Μια κριτική προσέγγιση




Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας: Μια κριτική προσέγγιση



του Ηρακλή Οικονόμου

Δημοσιεύτηκε σε Monthly Review – Μηνιαία Επιθεώρηση, Νο. 41, Μάιος 2008.

Εισαγωγή

Ένα από τα χαρακτηριστικά του κυρίαρχου μοντέλου ανάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), όπως αυτό εκφράζεται από το σύνολο του γνωστικού αντικειμένου των «Ευρωπαϊκών Σπουδών», είναι η απουσία κριτικού αναστοχασμού πάνω στο περιεχόμενο και τη λογική των πολιτικών της. Ένα πεδίο όπου αυτή η απουσία καθίσταται εμφανέστατη είναι η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΕΠΑΑ), ορισμένη ως ‘όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης και της σταδιακής διαμόρφωσης μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, που δύναται να οδηγήσει σε μια κοινή άμυνα’.[i] Η απουσία οποιασδήποτε ριζοσπαστικής και κριτικής συμβολής στη μελέτη αυτής της πολιτικής είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Σε μεγάλο βαθμό, ο επιστημονικός λόγος για την ΕΠΑΑ έχει άκριτα υιοθετήσει τους στρατηγικούς στόχους της ΕΠΑΑ και έχει αναχθεί σε συλλογική συνείδηση αυτής της πολιτικής, παρουσιάζοντας συνεπώς μικρή μόνο αναλυτική αξία. Για τον Μαρξ, «όπως η άποψή μας για ένα άτομο δεν βασίζεται σε αυτά που νομίζει για τον εαυτό του, έτσι και εμείς δεν μπορούμε να κρίνουμε…μια περίοδο μετασχηματισμού από την ίδια τη συνείδησή της».[ii] Δεν μπορούμε να κρίνουμε την ΕΠΑΑ από τον λόγο που παράγουν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί στήριξής της· αντίθετα, μοναδικά κριτήρια ανάλυσής της πρέπει να αποτελούν η ουσία και οι συνέπειες αυτής της πολιτικής, απογυμνωμένες από το ιδεολογικό τους περίβλημα. Το παρών άρθρο φιλοδοξεί να αποτελέσει μια μικρή μόνο συμβολή προς την κατεύθυνση αυτή.

Ορίζοντας την ΕΠΑΑ πέρα από την κυρίαρχη ρητορική

Η κυρίαρχη θεώρηση της ΕΠΑΑ έχει ως αφετηρία μια ξεκάθαρη κανονιστική θέση: ότι αυτή η πολιτική είναι κατά βάση θετική και ορθή. Επιμέρους προβλήματα και αδυναμίες μπορεί να υπάρχουν, αλλά στόχος πρέπει να είναι η επίλυση αυτών των προβλημάτων, και όχι η απόρριψη του πλαισίου στο οποίο υπάγονται. Αυτή η θεώρηση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επιλυτική προβλημάτων (problem-solving) ή απλά πραγματιστική. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο των Διεθνών Σχέσεων Ρόμπερτ Κοξ, η επιλυτική θεωρία λαμβάνει ως δεδομένες και αποδέχεται τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις εξουσίας, καθώς και τους θεσμούς που τις στηρίζουν.[iii] Σε αυτή την καθεστωτική λογική θεώρησης των κοινωνικών επιστημών, ο Κοξ αντιπαραβάλλει την κριτική θεωρία, ως έναν τρόπο σκέψης και ανάλυσης που θέτει σε αμφισβήτηση το συνολικό υλικό, θεσμικό και ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται το υπό εξέταση φαινόμενο.

Σε πλήρη στοίχιση με την επιλυτική θεωρία – και παρά τις όποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις – οι επικρατούσες ερμηνείες της ΕΠΑΑ ακολουθούν μια κοινή αφήγηση: Η κρίση στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ’90 και η επέμβαση των ΗΠΑ στη Βοσνία αποκάλυψε την αδυναμία της ΕΕ να δρα ως ένα συνεκτικό υποκείμενο ασφαλείας. Η επίγνωση αυτής της πραγματικότητας από το Ηνωμένο Βασίλειο οδήγησε στην αλλαγή της πολιτικής του και στη διασύνδεσή του με τη Γαλλία, που κορυφώθηκε τον Δεκέμβριο του 1998 στη συμφωνία του Σαιν-Μαλό για τη δημιουργία της ΕΠΑΑ. Ο πόλεμος του ΝΑΤΟ εναντίον της Γιουγκοσλαβίας το 1999 κατέδειξε την έλλειψη μιας επαρκούς στρατιωτικής δυνατότητας της ΕΕ, συγκρινόμενη με την πανίσχυρη πολεμική μηχανή των ΗΠΑ που ηγήθηκε των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, η μεταβαλλόμενη φύση της ασφάλειας ανάγκασε την ΕΕ να εστιάσει την προσοχή της όχι στην εδαφική άμυνα, αλλά στη διαχείριση συγκρούσεων και στην προβολή ειρήνης και σταθερότητας στο εξωτερικό. Συνεπώς, η ΕΕ ήταν υποχρεωμένη να αναπτύξει μια αυτόνομη δυνατότητα στρατιωτικής δράσης μέσω της ΕΠΑΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, μια ευρωπαϊκή πολιτική εξοπλισμών ήταν αναγκαία για να προμηθεύσει την Ένωση με τα απαραίτητα στρατιωτικά εργαλεία ανάληψης μιας τέτοιας δράσης.

Για να εκπληρώσει το ρόλο της ως ηγεμονική ιδεολογία, δηλαδή ως ιδεολογία που νομιμοποιεί τα συμφέροντα και τις προτιμήσεις των κυρίαρχων τάξεων εξασφαλίζοντας την κοινωνική συναίνεση, αυτή η αφήγηση παραβλέπει επιδεικτικά κάποιες πτυχές του προβλήματος: Η «αποτυχία» της ΕΕ στη Γιουγκοσλαβία είναι αποτυχία μόνο αν θεωρηθεί ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δεν εξυπηρέτησε τα συμφέροντα της ΕΕ, πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο. Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η ΕΕ «απέτυχε», αυτή η αποτυχία ήταν πολιτική και όχι στρατιωτική, και οφείλεται σε πολιτικούς και όχι στρατιωτικούς παράγοντες. Το πρόβλημα με την παρουσία της ΕΕ στο Κόσοβο δεν ήταν η οποιαδήποτε στρατηγική της αδυναμία κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων, αλλά η συναίνεσή της στην πολιτική επιλογή των ΗΠΑ για την έναρξη αυτών των επιχειρήσεων. Εξάλλου, η διασύνδεση ανάμεσα στην ασφάλεια της ΕΕ και στην επέμβαση της π.χ. στο Κογκό, είναι ασαφής. Έκανε πιο ασφαλή την ΕΕ και τους πολίτες της η συνδρομή της ΕΕ στην εκπαίδευση αστυνομικών στη Γεωργία και στο Ιράκ; Επιπλέον, η επίκληση της ανάγκης αυτονόμησης της ΕΕ από τις ΗΠΑ είναι το λιγότερο υποκριτική, όταν προέρχεται από τους ίδιους μηχανισμούς που συντηρούν και αναπαράγουν τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και τους στενότατους υπερατλαντικούς πολιτικο-στρατιωτικούς δεσμούς.

Με άλλα λόγια, η κυρίαρχη ρητορική τείνει να α-πολιτικοποιήσει την γέννηση και εφαρμογή της ΕΠΑΑ, παρουσιάζοντας την περίπου ως μια αναγκαιότητα που επιβλήθηκε εκ των συνθηκών στην ΕΕ για να προσφέρει τις αγαθές υπηρεσίες σταθερότητας και ασφάλειας τόσο στο εσωτερικό της, όσο και στην εξωτερική της περιφέρεια. Στο πλαίσιο αυτής της α-πολιτικοποιημένης και από-ιδεολογικοποιημένης εκδοχής της ΕΠΑΑ, οι αναλυτές της – ακόμα και αυτοί που μιλούν εξ’ ονόματος ενός αριστερού αξιακού πεδίου – αγνοούν ή παραβλέπουν τρία βασικά χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικής: 1) τον προσανατολισμό της προς την κτήση και βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της ΕΕ· 2) την σαφώς οριοθετημένη και μερική μόνο αυτονομία της ως προς τις ΗΠΑ· και 3) την ξεκάθαρη έμφασή της στην προβολή ισχύος προς το εξωτερικό της ΕΕ. Ας δούμε ξεχωριστά το καθένα από αυτά τα χαρακτηριστικά και τις συνέπειές του ως προς το τι πραγματικά είναι και που στοχεύει η ΕΠΑΑ.

ΕΠΑΑ και ανάπτυξη στρατιωτικών δυνατοτήτων

Από την έναρξη των προσπαθειών οικοδόμησης μιας ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας, οι συζητήσεις γύρω από αυτήν έδωσαν έμφαση στην ανάγκη ανάπτυξης των στρατιωτικών δυνατοτήτων της ΕΕ. Αυτή η έμφαση βασίστηκε πάνω σε δύο ρητορικά σχήματα: το «χάσμα δυνατοτήτων-προσδοκιών» και το «χάσμα υπερ-Ατλαντικών δυνατοτήτων».[iv]Σύμφωνα με το πρώτο σχήμα, η ΕΕ είναι υποχρεωμένη να αναπτύξει στρατιωτικές δυνατότητες ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πολιτών της για έναν αυξημένο διεθνή ρόλο ειρήνης και σταθερότητας. Σύμφωνα με το δεύτερο, η ανάπτυξη ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων είναι επιβεβλημένη εξαιτίας της αμερικάνικης στρατιωτικής υπεροχής και των προβλημάτων που θα δημιουργούσε στην Ατλαντική συμμαχία η αδυναμία ανταπόκρισης της Ευρώπης σε αυτήν. Παρά τη διαφορετική αφετηρία τους (Ευρωπαϊστική του πρώτου, υπερ-Ατλαντική του δεύτερου), και τα δύο αυτά επιχειρήματα συμφωνούν ως προς την ανάγκη ποσοτικής και ποιοτικής επέκτασης των στρατιωτικών μέσων και δυνατοτήτων της ΕΕ. Γι’ αυτό, και τα δύο αυτά επιχειρήματα λειτούργησαν έτσι ώστε να διευκολυνθεί η νομιμοποίηση της στρατιωτικής διάστασης της ΕΠΑΑ στην κοινή γνώμη.

Αυτή η διάσταση δεν άργησε να μετακινηθεί από το χώρο της θεωρίας στο χώρο της πράξης. Στη Σύνοδο του Σαιν-Μαλό το 1998, η Γαλλική και η Βρετανική κυβέρνηση διακήρυξαν ότι ‘η Ένωση θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα για αυτόνομη δράση, υποστηριζόμενη από αξιόπιστες στρατιωτικές δυνάμεις, τα μέσα για να αποφασίσει τη χρήση τους, και την ετοιμότητα να πράξει ακολούθως’.[v] Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολονίας το 1999 υιοθέτησε την Αγγλο-Γαλλική διακήρυξη, σε μια πρώτη δημόσια εκδήλωση της βούλησης για την ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων. Στη συνέχεια, η Σύνοδος του Ελσίνκι διευθέτησε τις τελικές λεπτομέρειες για την ίδρυση των βασικών στρατιωτικών θεσμών της ΕΕ και υιοθέτησε τον «Στόχο-Προμετωπίδα» (Headline Goal). Σύμφωνα με τον τελευταίο, η ΕΕ θα αποκτούσε έως το 2003 τη δυνατότητα αποστολής μιας Ευρωπαϊκής Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης με 50.000-60.000 στρατιώτες, μέσα σε 60 ημέρες και για μια περίοδο τουλάχιστον ενός έτους. Το 2001, η Σύνοδος του Λάακεν κήρυξε την ΕΠΑΑ καταρχήν επιχειρησιακή και παρουσίασε το Σχέδιο Δράσης Ευρωπαϊκών Δυνατοτήτων (European Capabilities Action Plan) για την κάλυψη των ελλειμμάτων σε εξοπλισμό και δυνατότητες.

Τον Ιούνιο του 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αντικατέστησε τον «Στόχο-Προμετωπίδα» με τον «Στόχο-Προμετωπίδα 2010». Ο σχεδιασμός του βασίστηκε στην ιδέα των «Ομάδων Μάχης» (Battlegroups), δυνάμεων ταχείας αντίδρασης μεγέθους 1.500 στρατιωτών η καθεμία μαζί με υποστήριξη μάχης, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα ανάπτυξης μέσα σε 10 ημέρες μετά από τη λήψη απόφασης για την έναρξη μιας επιχείρησης. Η ΕΕ δεσμεύτηκε να αναπτύξει τη δυνατότητα ταυτόχρονης ανάληψης δύο στρατιωτικών επιχειρήσεων ομάδων μάχης έως το 2007. Ο «Στόχος-Προμετωπίδα 2010» όρισε κάποιους φιλόδοξους στόχους, όπως η ίδρυση του Πολιτικο-Στρατιωτικού Πυρήνα εντός του Στρατιωτικού Επιτελείου της ΕΕ, η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Οργανισμού, η λειτουργία του Ενιαίου Πυρήνα Συντονισμού Στρατηγικών Μεταφορών, η ανάπτυξη 13 ομάδων μάχης ταχείας αντίδρασης, η διαθεσιμότητα ενός αεροπλανοφόρου, ο εκσυγχρονισμός του τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού και η  βελτίωση της πολυεθνικής στρατιωτικής εκπαίδευσης. Κάποιοι από αυτούς τους στόχους έχουν ήδη υλοποιηθεί ενώ άλλοι έχουν ως τελικό χρονοδιάγραμμα υλοποίησης το 2010. Όλοι πάντως αναφέρονται στην ανάπτυξη και εφαρμογή προωθημένων στρατιωτικών δυνατοτήτων στο πλαίσιο της ΕΠΑΑ.

Η ανάπτυξη αυτών των δυνατοτήτων συμβαδίζει με την υποστήριξη των παραγωγών αυτών των δυνατοτήτων, δηλαδή της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων. Η ανάλυση αυτής της πτυχής υπερβαίνει τα όρια του παρόντος άρθρου. Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι η ΕΠΑΑ έχει διευκολύνει τη νομιμοποίηση μεταρρυθμίσεων υπέρ των εταιρειών παραγωγής όπλων στην Ευρώπη που μερικά μόνο χρόνια πριν θα φάνταζαν εξωπραγματικές. Αναφέρουμε περιληπτικά τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Οργανισμού, του βασικού θεσμού διαχείρισης των στρατιωτικο-βιομηχανικών ζητημάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο οποίος ιδρύθηκε το 2004 στο όνομα της ανάπτυξης των δυνατοτήτων της ΕΠΑΑ. Επίσης, χαρακτηριστική είναι η σταδιακή διείσδυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε θέματα ελέγχου της αγοράς στρατιωτικού εξοπλισμού – ενός πεδίου που εξαιρείται από τους κανόνες της Κοινής Αγοράς – με επίκληση της ανάγκης ενίσχυσης της κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας. Τέλος, η ύπαρξη της ΕΠΑΑ άνοιξε το δρόμο για την έγκριση κοινοτικών χρηματοδοτικών μηχανισμών υπέρ του ευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού κεφαλαίου, όπως το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Έρευνας για την Ασφάλεια που προβλήθηκε στην κοινή γνώμη ως ένα ακόμα εργαλείο στήριξης των δυνατοτήτων άμυνας και ασφάλειας της ΕΕ.

ΕΠΑΑ και υπερατλαντικές σχέσεις

Η ΕΠΑΑ μπορεί να ειδωθεί μέσα από το πρίσμα δύο διαφορετικών αναγνώσεων. Η πρώτη δίνει έμφαση στη συμπληρωματικότητα μεταξύ αυτής της πολιτικής και των αντίστοιχων πρωτοβουλιών πολιτικο-στρατιωτικής επέκτασης του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Η δεύτερη ανάγνωση εστιάζει στην ανταγωνιστική διάσταση της υπερ-Ατλαντικής σχέσης και στο στοιχείο της στρατηγικής αυτονομίας που – ρητορικά ή πρακτικά –  η ΕΕ επιδιώκει να κατακτήσει έναντι των ΗΠΑ. Και οι δύο αυτές θεωρήσεις είναι μερικές και αποσπασματικές. Ο χαρακτήρας της ΕΠΑΑ είναι διττός: από τη μία εξόπλισε την ΕΕ με εκείνους τους θεσμικούς και στρατιωτικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν την ανάληψη τυπικά αυτόνομης στρατιωτικής δράσης, ενώ από την άλλη δεν έθεσε σε απείλησε την παρουσία του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στα ευρωπαϊκά πράγματα. Με άλλα λόγια, η ΕΠΑΑ εκφράζει τις επεκτατικές τάσεις της ΕΕ και των ισχυρότερων κρατών-μελών της, χωρίς να αμφισβητεί την πολιτικο-στρατιωτική ηγεμονία του Ατλαντισμού στην Ευρώπη. Οι δύο πόλοι της αυτονομίας και της εξάρτησης δεν είναι αντιθετικοί, ούτε αλληλοαποκλείονται, αλλά αντίθετα συνυπάρχουν και αλληλοτροφοδοτούνται.

Οι ΗΠΑ δεν ήταν a priori αντίθετες στην οικοδόμηση της ΕΠΑΑ, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η διαδικασία δεν θα έθετε σε αμφισβήτηση την πρωτοκαθεδρία του ΝΑΤΟ στη δομή του ευρωπαϊκού συστήματος «άμυνας» και ασφάλειας. Τον Δεκέμβριο του 1998, η τότε Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μαντλίν Ολμπράιτ εισηγήθηκε με δημόσια παρέμβασή της την οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής, υπό τρεις όρους. Η ΕΕ θα έπρεπε να αποφύγει: α) την αποσύνδεση των διαδικασιών λήψης αποφάσεών της ΕΠΑΑ από τις αντίστοιχες διαδικασίες του ΝΑΤΟ· β) την παράλληλη επικάλυψη του σχεδιασμού δυνάμεων, των δομών διοίκησης και των μηχανισμών προμηθειών· και γ) την άσκηση διακρίσεων έναντι ευρωπαϊκών μελών του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της ΕΕ.[vi] Ο Τζωρτζ Ρόμπερτσον, πρώην Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, προσέθεσε ένα άρωμα Ατλαντικής συναίνεσης με τις δικές του τρεις αρχές που θα έπρεπε να ακολουθήσει η ΕΠΑΑ: α) βελτίωση των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων· β) συμπερίληψη όλων των συμμάχων· και γ) ενότητα και μη διαιρετότητα της υπερ-Ατλαντικής ασφάλειας.[vii]

Η τελική διευθέτηση του ζητήματος της χρήσης Νατοϊκών μέσων για τις ανάγκες της ΕΠΑΑ μέσω της συμφωνίας «Berlin Plus» σίγουρα δεν άφησε απογοητευμένες τις ΗΠΑ και τους στενούς Ευρωπαίους συμμάχους τους. Το σχετικό πλαίσιο οριστικοποιήθηκε στη συμφωνία των Βρυξελλών τον Δεκέμβριο του 2002 και τέθηκε σε εφαρμογή τον Μάρτιο του 2003. Χάρη σε αυτή τη συμφωνία, η ΕΕ απέκτησε πρόσβαση στα μέσα σχεδιασμού, διοίκησης και μάχης του ΝΑΤΟ για την υποστήριξη επιχειρήσεων που δεν περιλαμβάνουν τη συμμετοχή της συμμαχίας.[viii]Όμως, αυτή η σύνδεση ΝΑΤΟ – ΕΕ δεν σημαίνει ότι τυπικά η Ένωση δεν μπορεί να διεξάγει επιχειρήσεις δίχως την έγκριση των ΗΠΑ. Αντίθετα, η Ευρωπαϊκή Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης και οι Ομάδες Μάχης μπορούν να ειδωθούν ως τα σπέρματα ενός εν δυνάμει ευρωπαϊκού στρατού, διακριτού από τις Νατοϊκές δυνάμεις. Υπάρχουν τέσσερα τουλάχιστον χαρακτηριστικά των Ομάδων Μάχης της ΕΕ που επιβεβαιώνουν μια τέτοια διαπίστωση: α) βρίσκονται σε κατάσταση διαρκούς ετοιμότητας· β) οι σχετικές δομές λήψης αποφάσεων είναι αυτόνομες από το ΝΑΤΟ· γ) μπορούν μετά από απόφαση της ΕΕ να συνεισφέρουν στη Δύναμη Αντίδρασης του ΝΑΤΟ καθώς και να ενισχυθούν από αυτήν· και δ) για τη λειτουργία τους δεν απαιτείται η συμμετοχή όλων των μελών της ΕΕ.[ix]

Επιπλέον, το στοιχείο του ανταγωνισμού ανάμεσα στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ ήταν εμφανές ήδη από τα πρώτα βήματα της ΕΠΑΑ. Για παράδειγμα, η δημιουργία της Νατοϊκής Δύναμης Αντίδρασης που προήλθε από μια πρόταση των ΗΠΑ το 2002, ακολούθησε χρονικά το στήσιμο των δομών και των αρχών λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης. Αντίστοιχα, η αναγγελία του «Στόχου-Προμετωπίδας» τον Δεκέμβριο του 1999 ήρθε μόλις λίγους μήνες μετά τον ορισμό της Πρωτοβουλίας Αμυντικών Δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ τον ίδιο χρόνο. Η Πρωτοβουλία στόχευε στη προώθηση της δια-λειτουργικότητας ανάμεσα στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, δηλαδή της στενότερης σύνδεσης τους με τις ΗΠΑ σε συνθήκες ανάπτυξης αυτόνομων ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων. Επίσης, δεν είναι τυχαίος ο συγχρονισμός της επέκτασης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά· η διεύρυνση της ΕΕ το 2004 ολοκληρώθηκε μόλις ένα μήνα αφότου εφτά χώρες της πρώην ανατολικής Ευρώπης είχαν γίνει δεκτές ως πλήρη μέλη του ΝΑΤΟ. Τέλος, χαρακτηριστικό υπήρξε το θέμα ίδρυσης αυτόνομου στρατηγείου, όπως είχαν ζητήσει δημόσια οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου στη συνάντηση του Τερφούρεν τον Απρίλιο του 2003. Η αντίδραση των ΗΠΑ και των ενδο-ευρωπαϊκών φερέφωνών τους απέτρεψε προς στιγμή αυτή την εξέλιξη, προωθώντας τη στενότερη διασύνδεση των μηχανισμών σχεδιασμού του ΝΑΤΟ και της ΕΠΑΑ. Τελικά, η ΕΕ απέκτησε τη δική της αυτόνομη δυνατότητα στρατηγικού σχεδιασμού μέσω της ίδρυσης του Πολιτικο-Στρατιωτικού Πυρήνα το 2005.

Αυτονομία και ηγεμονία, Ευρωπαϊσμός και Ατλαντισμός, είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Έχει ορθά επισημανθεί ότι κατά την ανάπτυξη της ΕΠΑΑ, οι Ευρωπαϊστές δεν αντιτέθηκαν επί της αρχής στην ανάμιξη του ΝΑΤΟ στα θέματα ασφάλειας και άμυνας της ΕΕ, και οι Ατλαντιστές δεν αντιτέθηκαν στην κτήση ενός βαθμού στρατηγικής αυτονομίας εκ μέρους της ΕΕ.[x] Και αν η Ένωση έχει κατακτήσει ένα σημαντικό βαθμό αυτόνομης λειτουργίας της ΕΠΑΑ, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η ΕΠΑΑ πολύ λίγο συνδέεται με την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια. Το ΝΑΤΟ παραμένει η καρδιά του ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας και το μακρύ χέρι των ΗΠΑ στους εθνικούς αμυντικούς μηχανισμούς, τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά. Παρά την ΕΠΑΑ, η Ένωση συνεχίζει να εμφανίζει τεράστιες αδυναμίες συντονισμού των εθνικών πολιτικών στο πεδίο της άμυνας. Για παράδειγμα, καμία ΕΠΑΑ δεν μπορεί να αποτρέψει την Τσεχία και την Ουγγαρία από το να προσφέρουν στέγη και φιλοξενία στην ευρωπαϊκή επέκταση του συστήματος Εθνικής Πυραυλικής Άμυνας των ΗΠΑ, ή την Πολωνία από το να αγοράζει μαχητικά F-16 αμερικάνικης κατασκευής τη χρονιά εισδοχής της στην ΕΕ.

ΕΠΑΑ και προβολή ισχύος

Η λέξη «άμυνα» στον όρο «Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας» είναι παραπλανητικός, καθώς αναφέρεται σε μια πολιτική που ως βασικό στόχο θέτει την προβολή στρατιωτικής ισχύος στην εξωτερική περιφέρεια της ΕΕ. Η επίσημη λίστα των αποστολών που οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μπορεί να κληθούν να πραγματοποιήσουν είναι ενδεικτική. Αρχικά, οι «Αποστολές του Πέτερσμπεργκ» περιελάμβαναν: ανθρωπιστικές αποστολές και αποστολές διάσωσης, αποστολές διατήρησης ειρήνης, και αποστολές με χρήση δυνάμεων μάχης για τη διαχείριση κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής ειρήνης. Προφανώς, αυτές οι αποστολές αντανακλούσαν την απουσία οποιασδήποτε εδαφικής απειλής προς την ΕΕ, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση της ψυχροπολεμικής ορθοδοξίας περί Σοβιετικής απειλής.[xi] Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας πρόσθεσε τρεις επιπλέον αποστολές στο μενού της ΕΠΑΑ: κοινές αποστολές αφοπλισμού, αποστολές υποστήριξης προς τρίτες χώρες για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και αποστολές μεταρρύθμισης του τομέα ασφάλειας τρίτων χωρών.[xii] Οι έξι συνολικά αποστολές στη φαρέτρα του «Ευρωστρατού» αποτύπωσαν την τάση προώθησης ξένων επεμβάσεων εκ μέρους της ΕΕ, με τη χρήση στρατιωτικών και πολιτικών-αστυνομικών μέσων. Και φυσικά αυτή η τάση δεν χαράχθηκε μόνο στη θεωρία αλλά και στην πράξη.

Τέσσερις στρατιωτικές επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων διεξήχθησαν κάτω από την ομπρέλα της ΕΠΑΑ. Η πρώτη, «Επιχείρηση Κονκόρντια» άρχισε τον Ιανουάριο του 2003 και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Στόχος της ήταν η αντικατάσταση των Νατοϊκών δυνάμεων που ήταν εγκατεστημένες στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας από δυνάμεις της ΕΕ. Της επιχείρησης ηγήθηκε ο υποδιοικητής των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, ενώ το επιχειρησιακό στρατηγείο είχε εγκατασταθεί στο Ανώτατο Στρατηγείο των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ευρώπη. Η δεύτερη επιχείρηση στα Βαλκάνια με τον κωδικό «Αλθέα» που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2004, αφορούσε και αυτή την αντικατάσταση Νατοϊκών δυνάμεων – στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη – από δυνάμεις της ΕΕ. Και αυτή η επιχείρηση υπαγόταν στη συμφωνία Berlin-plus για τη χρήση μέσων του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, η «Επιχείρηση Άρτεμις» στη Δημοκρατία του Κονγκό υπό την ηγεσία της Γαλλίας ήταν η πρώτη, τελείως αυτόνομη επιχείρηση της ΕΠΑΑ. Η επιχείρηση, που ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2003, είχε μάλλον πολιτική παρά στρατιωτική σημασία· αν και μικρή σε μέγεθος, ήταν η πρώτη στην οποία δεν αναμείχθηκαν δυνάμεις και μέσα του ΝΑΤΟ. Τέλος, το 2006 υπήρξε άλλη μία στρατιωτική επιχείρηση στο Κονγκό για την υποστήριξη της αποστολής του ΟΗΕ κατά την περίοδο των τοπικών εκλογών.

Πολύς λόγος έχει γίνει για τις μη στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΠΑΑ, οι οποίες συχνά προβάλλονται ως ενδείξεις καλών προθέσεων και μη στρατιωτικής εμπλοκής της Ευρώπης. Όμως, η διάκριση ανάμεσα σε στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα προβολής ισχύος είναι δευτερεύουσα· το κύριο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις πρωτοβουλίες της ΕΠΑΑ είναι η προβολή ισχύος, είτε με στρατιωτικά, είτε με πολιτικά μέσα. Έτσι, οι πέντε αστυνομικές αποστολές που έχει ολοκληρώσει η ΕΕ, στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, στη FYROM (δύο), στο Κονγκό και στα Παλαιστινιακά Εδάφη υπάγονται στο ίδιο πλαίσιο πολιτικής, την προβολή ισχύος, άσχετα εάν δεν αφορούσαν τη χρήση στρατιωτικών μέσων. Εξάλλου, κάποιες από αυτές τις αποστολές ήρθαν ως συνέχεια προηγούμενων στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η αστυνομική αποστολή στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη αποφασίστηκε ως συμπληρωματική της δύναμη SFOR του ΝΑΤΟ, ενώ και η αστυνομική «Επιχείρηση Πρόξιμα» στη FYROM αποτέλεσε συνέχεια της στρατιωτικής «Επιχείρησης Κονκόρντια». Η ίδια ενότητα της προβολής ισχύος ισχύει και για τις υπόλοιπες πολιτικές επιχειρήσεις της ΕΕ, όπως οι δύο αποστολές «υποστήριξης του κράτους δικαίου» στη Γεωργία και στο Ιράκ, το 2004 και 2005 αντίστοιχα, ή η αποστολή παρατηρητών για την ειρηνευτική συμφωνία στο Άτσεχ της Ινδονησίας το 2005-2006. Η συμμετοχή στη μεταρρύθμιση του εθνικού συστήματος δικαίου και στην εκπαίδευση των οργάνων ασφαλείας δεν είναι στοιχεία ξεκομμένα από το ευρύτερο πλαίσιο της προβολής ισχύος. Η σταθεροποίηση της εξουσίας μιας κοινωνικής ομάδας αλλά και ενός εθνικού ή υπερεθνικού σχηματισμού, απαιτεί όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και πολιτικά μέσα. Και αυτός ο στόχος σταθεροποίησης της εξουσίας είναι εμφανής στη δράση της ΕΠΑΑ, πολύ περισσότερο από την οποιαδήποτε επίκληση στην ασφάλεια του ευρωπαίου πολίτη, η οποία μάλλον δεν εξαρτάται από τις εκλογές στο Κονγκό και την επίλυση της σύγκρουσης στο Άτσεχ.

Η ιδεολογική και «ηθική» δικαιολόγηση της προβολής ισχύος έχει κατά καιρούς δοθεί με τον πιο ευθύ και ξεκάθαρο τρόπο από αξιωματούχους που βρίσκονται στην καρδιά του θεσμικού μηχανισμού της ΕΠΑΑ. Σύμφωνα με έναν από αυτούς, «η Ευρώπη πρέπει να είναι σε θέση να προβάλλει και να προασπιστεί τα θεμελιώδη συμφέροντα και τις κοινές αξίες της».[xiii]Στο ίδιο πνεύμα, η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας συμπέρανε ότι «χρειαζόμαστε να αναπτύξουμε μια στρατηγική κουλτούρα που θα ενθαρρύνει την πρώιμη, γρήγορη και, όταν αυτό είναι αναγκαίο, στιβαρή επέμβαση».[xiv]Καμία έκπληξη δεν πρέπει να προκαλεί η ξεκάθαρη αυτή διατύπωση· ο Ρόμπερτ Κούπερ, βασικός συγγραφέας της Στρατηγικής τυγχάνει να είναι όχι μόνο ο Γενικός Διευθυντής Εξωτερικών και Πολιτικο-Στρατιωτικών Θεμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά και ένας από τους πιο διάσημους εκφραστές της ευρωπαϊκής επεκτατικότητας, μέσω της θεωρίας του «νέου φιλελεύθερου ιμπεριαλισμού».[xv]

Η κανονιστική θέση που εκφράζεται στη Στρατηγική προϋποθέτει την ενότητατων στρατιωτικών και πολιτικών εργαλείων· και τα δύο είναι επιλεκτικά διαθέσιμα προς χρήση για την προβολή ισχύος στην περιφέρεια της ΕΕ, ή ακόμα και πέρα από αυτή. Η έμφαση στην πολιτική διάσταση της ΕΠΑΑ, κατανοητή για λόγους δημόσιας νομιμοποίησης, δεν μπορεί να κρύψει την πρωταρχική τάση προβολής ισχύος και «εξαγωγής σταθερότητας», δηλαδή εξαγωγής των συμφερόντων της ΕΕ και των ισχυρότερων πολιτικο-οικονομικά κρατών της. Η στρατιωτική και η πολιτική διάσταση της «διαχείρισης κρίσεων» είναι άρρηκτα συνδεδεμένες η μία με την άλλη. Όχι τυχαία, η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας διακήρυξε ότι «περίπου σε κάθε σημαντική επέμβαση, τη στρατιωτική αποδοτικότητα διαδέχθηκε το πολιτικό χάος. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη δυνατότητα συγκέντρωσης όλων των αναγκαίων πολιτικών μέσων για χρήση σε καταστάσεις κρίσης και μετά από αυτές».[xvi]

Επίλογος: Προς μια κριτική προσέγγιση της ΕΠΑΑ

Η εφαρμογή μιας κριτικής, υλιστικής προσέγγισης στο πεδίο της ΕΠΑΑ, όπως πειστικά έχει γίνει από τον Ιταλό θεωρητικό Γκουλιέλμο Καρτσέντι, παραπέμπει στη σύνδεση της οικονομικής και της πολιτικο-στρατιωτικής ενοποίησης.[xvii]Εστιάζοντας στην πολιτική οικονομία των εξοπλισμών, τόσο στην ΕΕ όσο και στις ΗΠΑ, ο Καρτσέντι δείχνει ότι η εξέλιξη της ΕΠΑΑ προς τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού είναι ένα σοβαρό ενδεχόμενο με σημαντικά ωφελήματα για κράτη όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Κινητοποιημένη από την επεκτατική φύση της οικονομικής διεθνοποίησης, η ΕΕ φαίνεται ότι αναπτύσσει – αργά αλλά σταθερά – τις πολιτικο-στρατιωτικές της δυνατότητες σε ένα βαθμό ανάλογο με το οικονομικό της βάρος. Ταυτόχρονα όμως, μια υλιστική θεώρηση της ευρωπαϊκής «αμυντικής» ολοκλήρωσης οφείλει – σύμφωνα και με τον Καρτσέντι – να λάβει υπόψη της τη δυναμική της ανυπέρβλητης και σταθερά αυξανόμενης στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ, καθώς και τις εσωτερικές αντιφάσεις και δια-κρατικές διαφορές εντός της ΕΕ.[xviii] Οι δύο αυτοί παράγοντες καθιστούν αδύνατη κάθε πρόβλεψη ως προς την μελλοντική πορεία και δυναμική της ΕΠΑΑ, χωρίς όμως να μεταβάλλουν την επεκτατική φύση της ΕΕ και της «αμυντικής» της ολοκλήρωσης.

Η παρούσα ανάλυση καταδεικνύει τα κενά στο κυρίαρχο μοντέλο ερμηνείας της ΕΠΑΑ ως μια «φυσιολογική» πρωτοβουλία για τη «φυσιολογική» κάλυψη της «φυσιολογικής» ανάγκης άμυνας και ασφάλειας της Ένωσης. Δεν υπάρχει τίποτε το «φυσιολογικό» στη συγκεκριμένη πολιτική της ΕΕ· η ανάπτυξη της ΕΠΑΑ είναι μια βαθιά πολιτική και αντιφατική εξέλιξη που δεν υπηρετεί κάποιο δήθεν αντικειμενικό συμφέρον της ΕΕ, παρά κυρίως τα πολιτικο-στρατιωτικά συμφέροντα των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο. Και αν η επίσημη ρητορική στήριξης της ΕΠΑΑ από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της ΕΕ (ερευνητικά ινστιτούτα, πανεπιστήμια, κοινοτικά όργανα κλπ) είναι αναμενόμενη, προξενεί μάλλον απορία η απόκρυψη της φύσης αυτής της πολιτικής από κάποιες φωνές εξ αριστερών στην Ελλάδα, στο όνομα της αυτονόμησης της ΕΕ από τις ΗΠΑ. Προφανώς, αυτή η τάση αποτελεί την πρακτική συνέπεια της θεωρητικής αποκοπής ενός μεγάλου κομματιού της εγχώριας και παγκόσμιας αριστεράς από τα δήθεν ξεπερασμένα αναλυτικά εργαλεία της «μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας» και της θεωρίας του «ιμπεριαλισμού».

Συμπερασματικά, το σύντομο αυτό σημείωμα τονίζει την ανάγκη υπέρβασης παρωχημένων ιδεολογικών και ερμηνευτικών σχημάτων, τα οποία παραβλέπουν τη φύση της ευρωπαϊκής «αμυντικής» ολοκλήρωσης ως ένα επεκτατικό πρόγραμμα ενίσχυσης της πολιτικής και στρατιωτικής παρουσίας της ΕΕ στην περιφέρειά της. Η ανάπτυξη εξοπλιστικών δυνατοτήτων και η προβολή πολιτικο-στρατιωτικής ισχύος βρίσκονται στην καρδιά αυτού του εγχειρήματος. Δυστυχώς για τους εξ αριστερών υποστηρικτές μιας αυτόνομης Ευρώπης-αντίβαρο στα σχέδια των ΗΠΑ, η ΕΠΑΑ είναι φορέας των περιορισμών και των αντιφάσεων που η αμερικανική ηγεμονία έχουν επιβάλλει τόσο στα κράτη-μέλη όσο και στον χώρο της ΕΕ συνολικά. Η υποστήριξη της ευρωπαϊκής «αμυντικής» ολοκλήρωσης αποτελεί τον καλύτερο εγγυητή για τη συνέχιση ενός προγράμματος στρατιωτικοποίησης και επεκτατισμού που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε τη στρατηγική αυτονομία από τις ΗΠΑ, αλλά ούτε και την υπεράσπιση της διεθνούς σταθερότητας και ειρήνης. Είναι καιρός το τέλος του Ψυχρού Πολέμου να σημάνει και το τέλος των αριστερών αυταπατών γύρω από τη φύση του ευρωπαϊκού μορφώματος και τη δυνατότητα του να εξισορροπήσει την επιθετικότητα των ΗΠΑ μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής διεθνοποίησης και έντασης των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Προφανώς και μπορούν κάποιοι να ονειρεύονται τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης που μέσω της ΕΠΑΑ θα δρουν αυτόνομα στο διεθνές περιβάλλον. Όμως, μέσα στο παρών κοινωνικο-οικονομικό σύστημα οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης είτε θα είναι φορείς επεκτατισμού και στρατιωτικοποίησης, είτε δεν θα υπάρξουν.


Βιβλιογραφικές πηγές διαθέσιμες μόνο στην έντυπη έκδοση.