Pages

02 June 2008

Γιατί δεν υπάρχει ευρωπαϊκή άμυνα;





Γιατί δεν υπάρχει ευρωπαϊκή άμυνα;
 
 
 
του Ηρακλή Οικονόμου
 
Δημοσιεύτηκε σε Monthly Review – Μηνιαία Επιθεώρηση, Νο. 42 (107), Ιούνιος 2008, σελ. 117-119.

 

“Οι διεθνείς σχέσεις προηγούνται ή έπονται (λογικά) των θεμελιωδών κοινωνικών σχέσεων; Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι έπονται”.[i]
Αντόνιο Γκράμσι
 

Η ευρωπαϊκή άμυνα δεν υπάρχει. Για την ακρίβεια, υπάρχει περισσότερο ως ρητορικό και ιδεολογικό σχήμα, και λιγότερο ως συνεκτικό στοιχείο της υλικής πραγματικότητας. Αυτή η διαπίστωση δεν υπονοεί ότι δεν υπάρχουν σπέρματα ενός ευρωπαϊκού συστήματος άμυνας, αλλά ότι τα πραγματικά κρίσιμα ζητήματα αμυντικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) συνεχίζουν σε τελευταία ανάλυση να κρίνονται σε εθνικό επίπεδο, χωρίς να μπορεί το οποιοδήποτε υπερεθνικό ή διακυβερνητικό όργανο να τα επηρεάσει οριστικά. Ένα μόνο επίκαιρο παράδειγμα αρκεί για να καταδειχθεί αυτή η θέση: η εγκατάσταση του συστήματος Εθνικής Αντιπυραυλικής Άμυνας των ΗΠΑ σε κράτη-μέλη της ΕΕ. Πολλοί, ανάμεσα στους οποίους και η ριζοσπαστική αριστερά στην Ελλάδα, έχουν αναφερθεί στις επικίνδυνες συνέπειες αυτού του εγχειρήματος. Αυτό που συχνά περνάει στα ψιλά είναι ότι αυτή τη στιγμή έχει ξεκινήσει μια διαδικασία τεράστιας σημασίας για την άμυνα ολόκληρης της Ευρώπης χωρίς να μπορεί η ΕΕ να κάνει το οτιδήποτε γι’ αυτό. Απέναντι σε ένα φαινόμενο αντίστοιχης σημασίας με την εγκατάσταση πυρηνικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς τη δεκαετία του’80 στην Ευρώπη, κανένας δεν αμφισβητεί – παρά τις ρητορείες και τις διακηρύξεις για την Ευρωπαϊκή «άμυνα» και «ασφάλεια» – το δικαίωμα της Τσεχίας και της Πολωνίας να βάλουν φωτιά στα ανατολικά σύνορα της Ένωσης.
 
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που εξηγούν αυτή την επίμονη επιβίωση του έθνους-κράτους στο στρατιωτικό πεδίο. Καταρχήν, μεγάλο ρόλο παίζει η ιστορία, οι διαφορετικές ιστορικές καταβολές, παραδόσεις και εμπειρίες. Στην πολιτική άμυνας και ασφάλειας, η ιστορία δε μετριέται με μέρες αλλά με δεκαετίες, και η ΕΈ θα κλείσει μόλις την πρώτη της φέτος το Δεκέμβρη, δέκα χρόνια μετά την Γαλλο-Βρετανική σύνοδο του Σεν-Μαλό που αποτελεί την ανεπίσημη αφετηρία μιας ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας. Καμία ρητορική διακήρυξη και καμία ομαδική φωτογραφία χαμογελαστών ηγετών δεν μπορεί να κρύψει τις μεγάλες ιστορικές διαφορές ανάμεσα στα κράτη-μέλη, οι οποίες μετουσιώνονται σε διαφορές κουλτούρας. Ο όρος «κουλτούρα» έχει εδώ δύο έννοιες: τη γενική, ως ένα σύνολο καθιερωμένων προτύπων και συμπεριφορών, και τη ειδική σε σχέση με την άμυνα, ως «στρατηγική κουλτούρα». Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για την πρώτη έννοια: είναι εμφανώς δύσκολο να συντονισθούν 26 οντότητες (η Δανία δεν συμμετέχει σε ζητήματα άμυνας) που είναι φορείς διαφορετικών γλωσσών, διαφορετικών εθνικών αφηγήσεων, και διαφορετικών συστημάτων αξιών. Οι διαφορές στη στρατηγική κουλτούρα είναι ακόμα σημαντικότερες: τα κράτη-μέλη έχουν διαφορετικές προσλήψεις εχθρού / φίλου, διαφορετικές αντιλήψεις περί του τι συνιστά απειλή, διαφορετικές τακτικές διεξαγωγής μάχης, κλπ. Ιστορία και κουλτούρα λοιπόν συνηγορούν απόλυτα στη μη ύπαρξη ευρωπαϊκής άμυνας.
 
Εξίσου σημαντική είναι και η επίδραση παραγόντων που ανάγονται στη σφαίρα της πολιτικής οικονομίας, και συγκεκριμένα η ελλιπής διεθνοποίηση του κεφαλαίου. Παρά το πλήθος συγχωνεύσεων και εξαγορών, παρά την Κοινή Αγορά, και το Ευρώ, δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί μέσα στην ΕΕ εκείνο το ενιαίο ταξικό υποκείμενο – δηλαδή μια ευρωπαϊκή υπερεθνική αστική τάξη – τα συμφέροντα του οποίου θα κληθεί να υπηρετήσει μια κοινή ευρωπαϊκή άμυνα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων, όπου ακόμα και ένα πρότυπο βιομηχανικής διεθνοποίησης όπως η Γαλλο-Γερμανο-Ισπανική EADS έχει συναντήσει ουκ ολίγα προβλήματα από «ασυμφωνίες χαρακτήρων», δηλαδή εθνικές-ταξικές ασυμφωνίες ανάμεσα στη Γαλλική και τη Γερμανική της συνιστώσα. Επίσης, βρίσκεται σε πλήρη ισχύ το φαινόμενο που η Έλλεν Γουντ ονομάζει «αναντιστοιχία των οικονομικών και πολιτικών μορφών του καπιταλισμού».[ii] Την ίδια στιγμή που οι τάσεις της – ελλιπούς έστω – οικονομικής διεθνοποίησης θέτουν στην ημερήσια διάταξη την ανάγκη υπέρβασης του έθνους-κράτους ως πρωταρχική μορφή οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων – συμπεριλαμβανομένων και των σχέσεων πολιτικο-στρατιωτικής εξουσίας – το έθνος-κράτος παραμένει ισχυρότατο και παρουσιάζει μεγάλο βαθμό αδράνειας.
 
Τέλος, ο συνδυασμός κουλτούρας και πολιτικής οικονομίας ενσωματώνεται σε ένα τρίτο παράγοντα αδυναμίας σύστασης μιας Ευρωπαϊκής άμυνας: τον παράγοντα ΗΠΑ. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν διαφορετικά πλέγματα συμφερόντων και συνεπώς διαφορετικές οπτικές αναφορικά με τις ΗΠΑ. Από τη μία, η περίφημη «ειδική σχέση» των ΗΠΑ με το Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχει ουσιαστικά και με κάθε άλλη χώρα της ΕΕ σε πολιτικο-στρατιωτικό επίπεδο. Από την άλλη, υπάρχουν τεράστιες διαβαθμίσεις σε αυτό το φαινόμενο· αλλιώς αντιλαμβάνεται την ανάγκη ύπαρξης Ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ η Γαλλία, και αλλιώς οι χώρες της Βαλτικής. Αυτό το πραγματικό χάσμα, το οποίο εκδηλώθηκε σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια την περίοδο πριν τον πόλεμο του Ιράκ – ποιος θυμάται άραγε την κατάπτυστη επιστολή υποστήριξης των σχεδίων των ΗΠΑ από 8 κράτη-μέλη της ΕΕ στις 30 Ιανουαρίου 2003; – λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την οικοδόμηση μιας κοινής Ευρωπαϊκής άμυνας αφού δεν υπάρχει ζήτημα τοπικής και περιφερειακής ασφάλειας στο οποίο δεν εμπλέκεται με τον ένα ή άλλο τρόπο η άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
 
Εκτός όμως από γενεσιουργό αιτία, οι ΗΠΑ είναι και οι ευνοημένοι αποδέκτες των συνεπειών αυτής της κατάστασης. Παραμένουν στην καρδιά της Ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας, τόσο μέσω της ύπαρξης και επέκτασης του ΝΑΤΟ, όσο και μέσω ενός πλέγματος στενότατων διμερών σχέσεων με κάθε χώρα της Ένωσης. Έτσι, η Τσεχία και η Πολωνία μπορούν ανενόχλητες να υποδέχονται τις πρώτες εγκαταστάσεις του συστήματος Εθνικής Αντιπυραυλικής Άμυνας των ΗΠΑ, δυναμιτίζοντας τις σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία. Έτσι, η Βουλγαρία και η Ρουμανία μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες παραμονής και επέκτασης μεγάλων βάσεων των ΗΠΑ στο έδαφός τους, υποσκάπτοντας κάθε έννοια Ευρωπαϊκής άμυνας – για να μη μιλήσουμε για τη Σούδα. Έτσι, η Πολωνία μπορεί να κάνει τη δική της αγορά του αιώνα με μαχητικά F-16, την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή που γίνεται δεκτή στην ΕΕ και στην Ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας. Έτσι, πολιτικοί όπως ο Μπαρόσο μπορούν να υποδέχονται τον πρόεδρο Μπους στις Κανάριες Νήσους λίγο πριν τον πόλεμο του Ιράκ, και να προάγονται μετά στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ως επιβράβευση των αγαθών υπηρεσιών τους.
 
Συνεπάγεται η απουσία Ευρωπαϊκής άμυνας την απουσία οποιασδήποτε στρατιωτικής δραστηριότητας από την πλευρά της ΕΕ; Προφανώς και όχι. Την ίδια στιγμή που η απουσία μιας Ευρωπαϊκής άμυνας καθίσταται εμφανέστατη, αναδύεται με μεγάλη ταχύτητα μια νέα διάσταση στρατιωτικοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαμορφώνεται δηλαδή ένα ευρωπαϊκό παράδοξο, της στρατιωτικοποίησης δίχως άμυνα. Το φαινόμενο αυτό αγγίζει πολιτικές, θεσμικές, νομικές, ιδεολογικές και κοινωνικο-οικονομικές πτυχές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οδηγώντας π.χ. στη διεξαγωγή πολυάριθμων αποστολών προβολής ισχύος, στη δημιουργία νέων θεσμών όπως ο Ευρωπαϊκός Αμυντικός Οργανισμός και στον αναπροσανατολισμό της κοινοτικής χρηματοδότησης τομέων όπως η έρευνα και η τεχνολογία. Αλλά για το πολυσύνθετο αυτό ζήτημα θα επανέλθουμε σε επόμενο σημείωμα.
 
Βιβλιογραφικές πηγές διαθέσιμες μόνο στην έντυπη έκδοση.