Εξοπλισμοί, ιδέες, και η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας
Μεταφράζοντας τις απειλές σε κέρδη
του Ηρακλή Οικονόμου
Δημοσιεύτηκε σε Ουτοπία, τεύχος 88, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2010, σελ. 139-152.
Εισαγωγή
Παρόλο που η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας (ΕΣΑ) έχει τύχει της εκτενούς προσοχής των μελετητών της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΕΠΑΑ), η συγκεκριμένη επίδρασή της επί των στρατιωτικο-βιομηχανικών ζητημάτων έχει ως επί το πλείστον αγνοηθεί. Ποιες υπήρξαν οι συνέπειες της υιοθέτησης της ΕΣΑ τον Δεκέμβριο του 2003 για τη σύσταση μιας στρατιωτικο-βιομηχανικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ); Πώς και γιατί έχει χρησιμοποιηθεί η ΕΣΑ από την ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων και τους πολιτικούς εκφραστές της ως μέσον προώθησης μεταρρυθμίσεων στο πεδίο της πολιτικής εξοπλισμών; Αντανακλά η εκμετάλλευσή της από την ευρωπαϊκή στρατιωτική βιομηχανία κάποιες βαθύτερες πολιτικο-οικονομικές λειτουργίες που τροφοδοτούν την ιδεολογική διάσταση της Στρατηγικής, και, αν ναι, ποιες είναι αυτές; Το άρθρο ισχυρίζεται ότι, με το να προσδιορίζει βασικές “απειλές” προς την ΕΕ και να προτείνει τρόπους αντιμετώπισής τους, η Στρατηγική παρέχει ένα χρησιμότατο εργαλείο στις άρχουσες τάξεις για την προώθηση και νομιμοποίηση μιας πολιτικής εξοπλισμών υπέρ της βιομηχανίας όπλων. Εμπειρικά, η ανάλυση εστιάζει σε συγκεκριμένες χρήσεις της ΕΣΑ από τους αξιωματούχους της ΕΕ και το στρατιωτικο-βιομηχανικό κεφάλαιο. Θεωρητικά, η εργασία υπογραμμίζει την εγκυρότητα μιας ιστορικο-υλιστικής ερμηνείας της σχέσης ανάμεσα στον ηγεμονικό λόγο περί ΕΠΑΑ και τα πανευρωπαϊκά, διεθνοποιημένα στρατιωτικο-βιομηχανικά συμφέροντα.
Ο κύριος λόγος για τον οποίο η στρατιωτικοποίηση της ΕΕ δεν έχει τύχει της προσοχής της διεθνούς θεωρίας είναι η ανάδυση και η παγίωση του κονστρουκτιβιστικού παραδείγματος. Το αποτέλεσμα υπήρξε η κυριάρχηση της ανάλυσης της ευρωπαϊκής ασφάλειας από ιδεαλιστικές (με τη φιλοσοφική, όχι την κανονιστική έννοια) προσεγγίσεις που αναγνωρίζουν την πρωτοκαθεδρία ιδεατών παραγόντων, όπως αξίες, κανόνες και ταυτότητες, στο σχηματισμό της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο κονστρουκτιβισμός έχει αναχθεί σε ηγεμονικό παράδειγμα των σπουδών ευρωπαϊκής ασφαλείας. Η κύρια θέση του άρθρου είναι ότι, στην περίπτωση της πολιτικής εξοπλισμών της ΕΕ, οι ιδεατοί παράγοντες εδράζονται σε μια υλική διαδικασία παραγωγής, η οποία καθορίζει σε τελική ανάλυση τον προσανατολισμό και τη λειτουργία αυτών των παραγόντων. Οι κυρίαρχες ιδέες σε αυτό το πεδίο πολιτικής δεν είναι αυτόνομες αλλά αντανακλούν προϋπάρχουσες σχέσεις εξουσίας ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις, υπό την ηγεμονία του ευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού κεφαλαίου. Η διττή ιδεολογία της στρατιωτικοποίησης και της ανταγωνιστικότητας που κατευθύνει την πολιτική εξοπλισμών της ΕΕ προέκυψε ως ένα συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα, ιδεολογικά τροφοδοτημένο από τη δημοσίευση της ΕΣΑ. Η σημασία της ΕΣΑ δεν βρίσκεται στον υποτιθέμενο τρόπο με τον οποίο συγκροτεί τα συμφέροντα, αλλά αντίθετα στον τρόπο με τον οποίο ταξικές σχέσεις και ταξικά ορισμένα συμφέροντα παράγουν και αναπαράγουν συγκεκριμένες ιδέες μέσω βαθιά πολιτικών διαδικασιών.
Ιδέες και συμφέροντα: πέρα από την πλάνη του κονστρουκτιβισμού
Δεδομένου ότι ο κονστρουκτιβισμός έχει πολλές εκδοχές, συζητείται εδώ ως ιδεότυπος ενός ευρύτατου παραδείγματος της ιδεαλιστικής θεωρίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο όρος “ιδεαλισμός” ορίζεται ως η αντίληψη σύμφωνα με την οποία «η βαθιά δομή της κοινωνίας αποτελείται από ιδέες παρά από υλικές δυνάμεις».[1] Για τον ιδεαλισμό, η κοινωνική πραγματικότητα σχηματίζεται κυρίως ως αποτέλεσμα της κοινωνικής συνείδησης. Οι υλικές δυνάμεις είναι δευτερεύουσες, «στο βαθμό που οι ίδιες συγκροτούνται μέσω ιδιαίτερων νοημάτων από τους δρώντες».[2] Η κονστρουκτιβιστική θεωρία βασίζεται σε τρεις κύριες προτάσεις: Πρώτον, υποθέτει ότι οι ιδέες και οι νόρμες προηγούνται οντολογικά των υλικών δομών, ως προς τη διαμόρφωση της συλλογικής συμπεριφοράς των πολιτικών δρώντων. Σύμφωνα με τον Αλεξάντερ Γουεντ, «οι δομές της ανθρώπινης συσχέτισης καθορίζονται πρωταρχικά από κοινές ιδέες, παρά από υλικές δυνάμεις».[3] Δεύτερον, ισχυρίζεται ότι τα συμφέροντα ενημερώνονται από ταυτότητες, και φέρουν ένα δια-υποκειμενικό νόημα, διαμορφωμένο από ιδεατές – γνωστικές κατανοήσεις της πραγματικότητας. Τρίτον, προτάσσει την αμοιβαία σύσταση φορέων και δομών. Οι αξίες, οι νόρμες και οι ιδέες επηρεάζουν βαθιά τις ταυτότητες και τις ενέργειες των φορέων, ενώ την ίδια ώρα οι ενέργειες των δρώντων παρέχουν τη βάση για τη διατήρηση και τον μετασχηματισμό αυτών των ιδεατών δομών. Για τον κονστρουκτιβισμό, οι υλικοί πόροι είναι ενσωματωμένοι σε συγκεκριμένες δομές κοινωνικής γνώσης και πρόσληψης, οι οποίες ορίζουν το νόημα που αποδίδεται σε αυτούς.[4]
Στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν την ανάδυση της ΕΠΑΑ, οι κονστρουκτιβιστές εστιάζουν στην κοινωνικοποίηση, ως μια «διαδικασία μέσω της οποίας δι-υποκειμενικά μοιρασμένες κατανοήσεις της πολιτικής συνεργασίας παρέχουν κώδικες που δύνανται να χρησιμοποιηθούν από διπλωμάτες όταν αυτοί διεξάγουν εξωτερική πολιτική».[5] Με άλλα λόγια, οι ομοιότητες στις προσλήψεις και στους σκοπούς ασφαλείας παράγονται από τη συνεχή και καθημερινή αλληλεπίδραση σε ιδεατό και ρητορικό επίπεδο. Μέσω αυτής της διαδικασίας, οι Ευρωπαϊκοί δρώντες ασφαλείας έχουν δημιουργήσει ένα σετ προσμονών που περιλαμβάνουν κοινές δράσεις και συμφέροντα, βασισμένα σε κοινές αντιλήψεις και κατανοήσεις.[6] Επίσης, οι κονστρουκτιβιστικές ερμηνείες δίνουν έμφαση στην έννοια του λόγου, ο οποίος συχνά εξομοιώνεται με τη γλώσσα. Η κύρια σημασία του έγκειται στη συμβολή του στη δημιουργία ταυτοτήτων. Στο πλαίσιο της ΕΠΑΑ, ιδιαίτερα δημοφιλής είναι ο ισχυρισμός ότι ο λόγος συνέβαλλε τα μέγιστα στο μετασχηματισμό των ταυτοτήτων σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής των κρατών-μελών. Σύμφωνα με τον Λάρσεν, «οι λόγοι κατασκευάζουν ταυτότητες και υποκείμενα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο».[7] Συνεπώς, δεν είναι παράδοξο ότι αποδίδει την έναρξη της διαδικασίας στρατιωτικοποίησης της ΕΕ στην κυριαρχία ενός συγκεκριμένου λόγου.
Η κονστρουκτιβιστική προσέγγιση σε ζητήματα ευρωπαϊκής ασφάλειας καταλήγει να είναι περιγραφική και ταυτολογική. Ο κονστρουκτιβισμός υποθέτει ότι ένας φορέας κατασκευάζει την ταυτότητά του μέσω του λόγου και της διάδρασης, και τα συμφέροντά του μέσω της ταυτότητας. Σε τελευταία ανάλυση, δηλαδή, ο λόγος παράγει συμφέροντα. Εάν ισχύει κάτι τέτοιο, τι παράγει αρχικά τον λόγο και τη διάδραση, εάν και οι ταυτότητες, και τα συμφέροντα είναι παράγωγα του λόγου; Η μόνη αληθοφανής απάντηση θα ήταν ότι συγκεκριμένες αυτό-προσλήψεις της ταυτότητας ή συνειδητές επιδιώξεις ηγεμονικών πολιτικο-οικονομικών συμφερόντων αποτελούν τις βασικές γεννήτριες παραγωγής λόγου. Και οι δύο πιθανές απαντήσεις, όμως, οδηγούν στην ταυτολογία, καθώς ο λόγος καταλήγει να είναι η αιτία και το αποτέλεσμα των δύο άλλων παραγόντων. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί η ταυτολογία είναι να αποφευχθεί και η ερμηνεία του τι παράγει τον κυρίαρχο λόγο και την κυρίαρχη ιδεολογία καταρχήν, και αυτό ακριβώς κάνει ο κονστρουκτιβισμός. Ένας τρόπος ανάλυσης όπου το εξηγητέο συνιστά ταυτόχρονα και το εξηγούν είναι προφανώς προβληματικός. Με άλλα λόγια, οι κονστρουκτιβιστές μπορούν να γίνουν αποδέκτες της ίδιας κριτικής που ο Μαρξ εξαπέλυσε στους Χεγκελιανούς ιδεαλιστές το 1845, οι οποίοι «αποσπούν τις ιδέες της άρχουσας τάξης από την ίδια την άρχουσα τάξη και τους αποδίδουν μια ανεξάρτητη ύπαρξη(…)χωρίς να νοιάζονται(…)για τις συνθήκες παραγωγής και τους παραγωγούς αυτών των ιδεών».[8]
Στις ευρωπαϊκές σπουδές, η αφετηρία μιας αντίστοιχης κριτικής στον κονστρουκτιβισμό, σε συνομιλία μαζί του, βρίσκεται στο ρεύμα του νεο-Γραμσιανισμού, της μόνης εκδοχής της μαρξιστικής θεωρίας με μια ανερχόμενη παρουσία στον τομέα της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής. Πυρήνας του είναι η έννοια των “κοινωνικών δυνάμεων”, δηλαδή τάξεων ή ταξικών μερίδων διαμορφωμένων στη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής, οι οποίες φέρουν συγκεκριμένα συμφέροντα.[9] Η έννοια του “ιστορικού μπλοκ” είναι κεντρική στο νέο-Γκραμσιανό πλαίσιο. Στην απλούστερη μορφή του, ένα ιστορικό μπλοκ μπορεί να οριστεί ως μια «συμμαχία τάξεων ή ταξικών μερίδων, η οποία επιχειρεί να εγκαθιδρύσει μια συγκεκριμένη μορφή κράτους και / ή παγκόσμιας τάξης πραγμάτων».[10] Σύμφωνα με τον Γκράμσι, ένα ιστορικό μπλοκ ενσωματώνει τόσο υλικά όσο και ιδεολογικά στοιχεία: «δομές και εποικοδομήματα σχηματίζουν ένα ιστορικό μπλοκ».[11] Συμπεριλαμβάνοντας το στοιχείο της ιδεολογίας μέσα στο ιστορικό μπλοκ, ο νέο-Γκραμσιανισμός αποφεύγει την κατηγορία του οικονομικού αναγωγισμού, ενώ υποστηρίζοντας τη διαλεκτική σύνδεση του εποικοδομήματος από τη βάση αποφεύγει την κατηγορία του πλουραλισμού. Ένα ιστορικό μπλοκ μπορεί να είναι και δι-εθνικό ως προς τη σύσταση και λειτουργία του. Άρα, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ανάδυση μιας νέας στρατιωτικο-βιομηχανικής τάξης πραγμάτων στο επίπεδο της ΕΕ ανταποκρίνεται στην κυριαρχία ενός δι-εθνικού ιστορικού μπλοκ, στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται το διεθνοποιημένο στρατιωτικο-βιομηχανικό κεφάλαιο. Η έννοια του “ιστορικού μπλοκ” είναι αλληλένδετη με τον άλλο εννοιολογικό κρίκο του νέο-Γκραμσιανισμού, την “ηγεμονία”, η οποία βασίζεται σε υλικές, θεσμικούς και ιδεολογικούς άξονες και υποδηλώνει έναν τύπο εξουσίας που βασίζεται τόσο στην επιβολή όσο και στη συναίνεση, και υπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης μέσω της φαινομενικής υπέρβασής τους με αιτιάσεις παγκοσμιότητας και κοινού νου.[12] Η ηγεμονία μιας κοινωνικής τάξης είναι η βάση και η προϋπόθεση της εγκαθίδρυσης ενός ιστορικού μπλοκ. Όμως, η εξουσία του ιστορικού μπλοκ δεν εδραιώνεται μόνο στο υλικό επίπεδο. Οι ιδεατοί και θεσμικοί παράγοντες είναι επίσης σημαντικοί για τη διατήρηση αυτής της εξουσίας. Ο Μπαστιάν Φαν Άπελντοορν συμπεραίνει ορθά ότι υπάρχει μια στέρεα διασύνδεση ανάμεσα στις ιδέες και τις κοινωνικές δυνάμεις ορισμένες ταξικά, καθώς οι ιδέες παράγονται σε ένα δεδομένο πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και αντανακλούν τις προτιμήσεις και τις πρακτικές αυτών των δυνάμεων.[13]
Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής εξοπλιστικής συνεργασίας, μια ιστορικο-υλιστική προσέγγιση εστιάζει στους τρόπους με τους οποίους η ηγεμονική ταξική δύναμη – στην περίπτωσή μας το διεθνοποιημένο στρατιωτικο-βιομηχανικό κεφάλαιο – κινητοποιεί όλους τους διαθέσιμους ιδεατούς πόρους και παράγει ιδεολογία ώστε να εξασφαλίσει τη δημόσια νομιμοποίηση και καλύτερους όρους υλοποίησης ενός συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος, από κοινού με το πολιτικο-στρατιωτικό προσωπικό της ΕΕ. Το έργο των “ειδικών”, των διανοουμένων και των δεξαμενών σκέψης είναι κεντρικής σημασίας σε ένα θεωρητικό πλαίσιο που τονίζει τις πολλαπλές χρήσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας για τη διασπορά και τη διατήρηση των ηγεμονικών ισχυρισμών και συμφερόντων του κυρίαρχου ιστορικού μπλοκ. Το πρωταρχικό συμφέρον στο στρατιωτικο-βιομηχανικό χώρο είναι η συντήρηση της κερδοφορίας (σε συνθήκες πτώσης του μέσου ποσοστού του κέρδους) και της ανταγωνιστικότητας μέσω μιας εκτεταμένης στρατιωτικοποίησης της ΕΕ.[14] Η ακόλουθη ενότητα φωτίζει τις αλληλένδετες διαστάσεις της αναπαραγωγής και της χειραγώγησης των μηνυμάτων της Στρατηγικής για την προώθηση και νομιμοποίηση μιας εξοπλιστικής πολιτικής για την ΕΕ.
Από τις απειλές στα κέρδη: η Στρατηγική ως ταξικό πολιτικό εργαλείο
Γραμμένη από τον Ρόμπερτ Κούπερ, Γενικό Διευθυντή πολιτικο-στρατιωτικών υποθέσεων του Συμβουλίου, και υιοθετημένη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Δεκέμβριο του 2003, η Στρατηγική υπήρξε η πρώτη χειροπιαστή σύνοψη των προτεραιοτήτων και των ανησυχιών της ΕΕ στον τομέα της ασφάλειας. Αφού εντοπίσει πέντε κύριες απειλές στην ασφάλεια της ΕΕ – τρομοκρατία, διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής, περιφερειακές απειλές, αποτυχημένα κράτη και οργανωμένο έγκλημα-, η ΕΣΑ συστήνει μια πιο ενεργή πολιτική, οικονομική και στρατιωτική εμπλοκή με τις πιθανές γεωγραφικές πηγές αυτών των απειλών, καλώντας σε προβολή ισχύος κάτω από τη σημαία της “προληπτικής εμπλοκής”.[15] Χρησιμοποιώντας ως προμετωπίδα την “αποτελεσματική πολυμέρεια”, η ΕΣΑ νομιμοποίησε την προληπτική δράση ως εργαλείο εξωτερικής παρέμβασης της ΕΕ.[16] Η δυνατότητα διεξαγωγής επεμβάσεων με στενό χρονικό ορίζοντα και ευρείες δυνάμεις είναι ένα εγγενές στοιχείο της στρατηγικής κουλτούρας που εγγράφεται στην ΕΠΑΑ, καθώς η χρήση στρατιωτικών εργαλείων προβάλλεται ως λύση για την επαναφορά της τάξης σε “αποτυχημένα κράτη”.[17] Στο πλαίσιο της ΕΣΑ, η προβολή ισχύος και η στρατιωτικοποίηση είναι δύο αλληλοτροφοδοτούμενες τάσεις. Η Στρατηγική αποτέλεσε αντανάκλαση αυτής της τάσης, ισχυριζόμενη ότι «για να μετασχηματίσουμε τις ένοπλες δυνάμεις μας ώστε να γίνουν πιο ευέλικτες και ευκίνητες, και για να τους επιτρέψουμε να αντιμετωπίσουν τις νέες απειλές, απαιτούνται περισσότεροι πόροι για την άμυνα και πιο αποτελεσματική χρήση αυτών των πόρων».[18] Η έμφαση στην ανάπτυξη στρατιωτικών δυνατοτήτων είναι η άμεση συνέπεια της ΕΣΑ για την πολιτική “άμυνας” της ΕΕ.[19] Ορισμένες δεξαμενές σκέψης προχώρησαν ακόμα και σε προτάσεις ορισμού κριτηρίων για τις στρατιωτικές δαπάνες: «η υλοποίηση των αποστολών τύπου ΕΣΑ προϋποθέτει ότι κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ θα δαπανά τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ για την άμυνα».[20] Για όλους αυτούς τους λόγους, η ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων καλωσόρισε τη δημοσίευση της ΕΣΑ και έσπευσε να τη συμπεριλάβει σε κείμενά της.[21]
Η ΕΣΑ είναι απαραίτητη για τη ρητορική κατασκευή της αναγκαιότητας προώθησης μιας στρατιωτικο-βιομηχανικής πολιτικής, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πλήθος επίσημων εγγράφων προερχόμενων από την Ευρ. Επιτροπή, το Ευρ. Κοινοβούλιο και τον Ευρωπαϊκό Αμυντικό Οργανισμό (ΕΑΟ) αναπαράγουν τις απειλές στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και τις ανάγκες που προκύπτουν από αυτές τις απειλές, όπως ορίζονται από την ΕΣΑ.[22]Η Στρατηγική έχει αναχθεί σε ισχυρότατο όπλο στα χέρια εκείνων των δυνάμεων που προσδοκούν μια μεγαλύτερη εμπλοκή της ΕΕ στα στρατιωτικά ζητήματα. Συγκεκριμένα, η ΕΣΑ: α) αντιπροσωπεύει την πρώτη συνεκτική και ξεκάθαρη άρθρωση των προσλήψεων ασφάλειας ολόκληρης της ΕΕ, β) ενέχει ένα στοιχείο επείγοντος, αφού οι πανταχού παρούσες απειλές είναι έτοιμες να υποσκάψουν ανά πάσα στιγμή την ασφάλεια της ΕΕ και των πολιτών της, γ) διευρύνει τις αποστολές, τα καθήκοντα και τον γενικό προσανατολισμό της ΕΠΑΑ προς την προβολή ισχύος, και δ) προσφέρει νομιμοποίηση και ένα τεχνοκρατικό «άρωμα» κοινού νου σε πρακτικές που είναι βαθύτατα πολιτικοποιημένες και μπορούν εν δυνάμει να γεννήσουν αρνητικές λαϊκές αντιδράσεις. Αυτά τα τέσσερα στοιχεία, η αντιπροσωπευτικότητα όλης της ΕΕ, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η διεύρυνση του προσανατολισμού, και το τεχνοκρατικό πέπλο, κινητοποιήθηκαν για να ανοίξει ο δρόμος σε αποφάσεις της ΕΕ που στοχεύουν στην προώθηση της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων. Η διατήρηση της κερδοφορίας απαιτεί επιπλέον πόρους για στρατιωτικές δαπάνες και αυτοί οι πόροι, όπως επισημαίνει εμφατικά μια έκθεση του RAND, «μπορεί να δικαιολογηθούν μέσω μιας επαναξιολόγησης μιας νέας σειράς απειλών ασφαλείας και απροόπτων όχι μόνο στα Βαλκάνια, αλλά και σε περιοχές που ενδιαφέρουν την ΕΕ και βρίσκονται γεωγραφικά μακριά από την Ευρώπη».[23] Η Στρατηγική όχι μόνο κωδικοποίησε αυτές τις νέες “απειλές”, αλλά και όρισε ότι τα στρατιωτικά μέτρα εναντίον τους πρέπει να διατηρούν μια διευρυμένη γεωγραφική ακτίνα δράσης.
Ο ορισμός κοινών απειλών που πέτυχε η ΕΣΑ συνιστά προϋπόθεση για τον ορισμό κοινών προδιαγραφών για τις ξεχωριστές εθνικές στρατιωτικές δυνάμεις και τα οπλικά τους συστήματα. Η εναρμόνιση των προδιαγραφών ανάμεσα σε μερικές πολύ ετερογενείς εθνικές αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού είναι κλειδί για την επιβίωση της βιομηχανίας όπλων σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. Αυτή η εναρμόνιση προκύπτει μόνο μέσα από μια προηγούμενη συμφωνία γύρω από τη φύση των απειλών και τα μέσα αντιμετώπισής τους. Η ΕΣΑ παρέχει και τα δύο: οι απειλές ταυτοποιήθηκαν και αποτιμήθηκαν, και τα μέσα πολιτικής και στρατιωτικήςαντιμετώπισής τους συζητήθηκαν σε ένα πρώτο επίπεδο. Η “ανάγκη” αυτή είχε προταθεί από την ίδια τη βιομηχανία: «υπάρχει ανάγκη συμφωνίας στις απειλές, τις αποστολές και τις απαιτούμενες δυνατότητες πρώτα, η οποία θα επιτρέψει τη σύγκλιση στις λειτουργικές απαιτήσεις για συγκεκριμένες εφαρμογές».[24] Χωρίς αμφιβολία, ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς μέχρι τα κράτη-μέλη να επιτύχουν κοινή αντιμετώπιση των αναγκών τους για στρατιωτικές δυνατότητες στην πράξη. Η ΕΣΑ υπήρξε ένα πρώτο βήμα που σηματοδότησε τόσο την σταδιακή αλλαγή των στάσεων και αντιλήψεων στο πολιτικο-στρατιωτικό προσωπικό της ΕΕ και των κρατών-μελών, όσο και την υιοθέτηση της ανάγκης της βιομηχανίας για κοινές αποτιμήσεις απειλών που οδηγούν στον εναρμονισμό και την τυποποίηση των τεχνικών απαιτήσεων.
Η ΕΣΑ και το ιδεολογικό της μήνυμα έχουν χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα από δρώντες της ΕΕ για την προώθηση μιας πολιτικής εξοπλισμών υπέρ της βιομηχανίας όπλων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο Σβεν Μπίσκοπ διακρίνει σε αυτές τις προσπάθειες μια τάση «έξυπνης, τακτικής χρήσης της ΕΣΑ» από θεσμούς της ΕΕ και κράτη-μέλη εξίσου.[25] Η λίστα είναι πραγματικά εντυπωσιακή, τόσο σε σχέση με το μέγεθός της, όσο και σε σχέση με το βάθος των αιτημάτων που προτάσσονται και νομιμοποιούνται μέσω της Στρατηγικής.
Το 2005, η Έκθεση της Ομάδας Ειδικών για το Διάστημα και την Ασφάλεια, την οποία συνέστησε η Ευρ. Επιτροπή, βασίστηκε εξ’ ολοκλήρου στην ΕΣΑ για την αποτίμηση των απειλών και την υποτιθέμενη ανάγκη άμεσης ανάληψης πρωτοβουλιών για την ενίσχυση των διαστημικών δυνατοτήτων της Ένωσης.[26] Οι συστάσεις της Έκθεσης περιελάμβαναν την εγκαθίδρυση ενός φόρουμ βιομηχάνων και τελικών χρηστών και τη διασύνδεση των δραστηριοτήτων αυτού του φόρουμ με τον ΕΑΟ, ενώ επεκτείνονταν στην προώθηση της συνεργασίας σε επίπεδο ΕΕ για δραστηριότητες όπως η προστασία των κριτικών υποδομών, η διαλειτουργικότητα των υπάρχοντων συστημάτων, η συνοριακή προστασία και η παρακολούθηση της Γης από το διάστημα.[27] Το κύριο μοτίβο της Έκθεσης, βασισμένο στις προτάσεις της ΕΣΑ, ήταν η ανάπτυξη δυνατοτήτων, με επίκληση της ανάγκης ενίσχυσης της χρηματοδότησης για την ανάπτυξη των εφαρμογών ασφαλείας της διαστημικής τεχνολογίας. Η ρητορική της ΕΣΑ υιοθετήθηκε άκριτα από την Ομάδα Ειδικών: «Ενεργητικής πολιτικές είναι αναγκαίες για να αντισταθμίσουν δυναμικές απειλές, με την ικανότητα προληπτικής εμπλοκής».[28]Και η βιομηχανία έσπευσε να ακολουθήσει το βηματισμό των ειδικών της Επιτροπής: «Το διάστημα (τηλεπικοινωνίες, πλοήγηση, και αναγνωριστικοί δορυφόροι) είναι απαραίτητο για να επιτευχθούν οι κύριοι στόχοι ασφάλειας που βρίσκονται διατυπωμένοι στη Στρατηγική Ασφάλειας της ΕΕ».[29]
Μια όμοια χειραγώγηση των μηνυμάτων της ΕΣΑ είναι εμφανής στην Έκθεση της Ομάδας Προσωπικοτήτων στο πεδίο της Έρευνας Ασφάλειας που οργανώθηκε με πρωτοβουλία της Ευρ. Επιτροπής και δημοσιεύτηκε το 2004. Ξανά, αναπαράχθηκαν οι πέντε απειλές, μαζί με το συμπέρασμα ότι «εφόσον οι τωρινές απειλές αγνοούν τα εθνικά σύνορα και μπορούν να πλήξουν τα Ευρωπαϊκά συμφέροντα κατ’ οίκον και στο εξωτερικό, η διάκριση ανάμεσα σε εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια γίνεται ολοένα και περισσότερο μη ευκρινής».[30] Αντλώντας από την ιδεολογική ασπίδα της ΕΣΑ, οι προτάσεις της Ομάδας Προσωπικοτήτων ήταν ιδιαίτερα φιλόδοξες και περιελάμβαναν τη θέσπιση ενός προϋπολογισμού 1 δισεκατομμυρίου Ευρώ ετησίως και την εγκαθίδρυση μιας Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Έρευνα Ασφάλειας με τη συμμετοχή των Ευρωπαίων κατασκευαστών όπλων, για τον καθορισμό μιας στρατηγικής ατζέντας έρευνας για την ασφάλεια στο μέλλον.[31] Αυτές οι προσπάθειες ευοδώθηκαν τελικά με τη συμπερίληψη της έρευνας ασφάλειας στο 7οΠρόγραμμα Πλαίσιο, με χρονικό ορίζοντα την περίοδο 2007-2013.
Ο ΕΑΟ, το βασικό κανάλι προώθησης μιας πολιτικής εξοπλισμών της Ε.Ε., και ο πρώην Γενικός Διευθυντής του Νικ Γουίτνεϊ, υπήρξαν πρωτοπόροι στη χρήση της ΕΣΑ ως ένα ρητορικό εργαλείο. Παρατηρήστε τα ακόλουθα αποσπάσματα:
Ήδη έχουμε μια Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, και μια Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας, η οποία ορίζει ξεκάθαρα το νόημα και το σκοπό της ΕΠΑΑ. Ο ΕΑΟ υπάρχει ώστε να επιτρέψει στην Ευρώπη να πράξει εκείνα τα πράγματα που ορίζονται στη Στρατηγική Ασφάλειας. Αλλά η Στρατηγική Ασφάλειας καταδεικνύει ότι, εάν η Ευρώπη πρόκειται να αναλάβει το δικό της μερίδιο της παγκόσμιας ευθύνης για την ασφάλεια, θα χρειαστεί τα εργαλεία για τη δουλειά.[32]
Ο ΕΑΟ είναι ένα παιδί της ΕΠΑΑ (…) Έχουμε αναλάβει, αν θέλετε, να εργαστούμε ώστε να εξασφαλίσουμε τη διαθεσιμότητα των εργαλείων που απαιτούνται για να φέρουμε σε πέρας την αποστολή μας – την αποστολή που περιγράφεται στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας.[33]
Η σωστή αφετηρία για να αρχίσουμε είναι αυτό το έγγραφο – η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας (…). Αν δεν το έχετε ήδη διαβάσει, σας το συστήνω. (…) Λοιπόν, μια ισχυρή αμυντική βιομηχανία και μια ισχυρή τεχνολογική βάση στην Ευρώπη δεν συνιστούν μόνο έναν βασικό παράγοντα της Ευρωπαϊκής οικονομίας – είναι επίσης και ένα απαραίτητο στήριγμα της ικανότητας της Ευρώπης να δρα αποτελεσματικά σε παγκόσμιο επίπεδο, και να περιφρουρεί την προστασία και την ασφάλεια των πολιτών μας.[34]
Καταρχήν, είναι ξεκάθαρο πολιτικό και οικονομικό γεγονός ότι η ύπαρξη υγιών αμυντικών βιομηχανιών σε όλη την Ευρώπη συνιστά ένα βασικό στήριγμα της επιθυμίας της Ευρώπης να επενδύσει σε, και να χρησιμοποιήσει, αποτελεσματικές ένοπλες δυνάμεις. Η άμυνα έχει σημασία, – και έχει σημασία για εσωτερικούς, ενδογενείς λόγους καθώς και για τους λόγους που παρουσιάζονται τόσο καλά στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας.[35]
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι ομάδες ειδικών επί των εξοπλιστικών ζητημάτων που έχει συστήσει (οι οποίες αποτελούνται κυρίως από εκπροσώπους της βιομηχανίας όπλων) υπήρξαν εξίσου ενθουσιώδεις στη χρήση της ΕΣΑ για να υπενθυμίσουν στο κοινό τις απειλές και τους στόχους που ορίζονται εκεί.
Η ασφάλεια στην Ευρώπη είναι προϋπόθεση της ευημερίας και της ασφάλειας. Η Στρατηγική Ασφάλειας ‘Μια ασφαλής Ευρώπη σε έναν καλύτερο κόσμο’ που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υποδεικνύει την ανάγκη για μια περιεκτική στρατηγική ασφάλειας η οποία θα ενσωματώνει τόσο πολιτικά όσο και αμυντικά μέτρα ασφάλειας.[36]
Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η απειλή μιας ευρείας κλίμακας στρατιωτικής επίθεσης έχει υποχωρήσει και αντικατασταθεί από νέες απειλές, διακινδυνεύσεις και τρωτότητες. Όλες αυτές παρουσιάστηκαν στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας (…) και περιλαμβάνουν το οργανωμένο έγκλημα, την τρομοκρατία, την κατάρρευση του κράτους, τις περιφερειακές συγκρούσεις και τη διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής.[37]
Η θεωρητική σύζευξη της εσωτερικής και της εξωτερικής ασφάλειας συμπληρώνει τον προσανατολισμό προς την εξωτερική επέμβαση. Η ΕΣΑ αντιπροσωπεύει αυτόν το μετασχηματισμό σε επίπεδο λόγου, καθώς όλες οι απειλές που αναφέρονται εκεί εμπεριέχουν – σε διαφορετικό βαθμό η κάθε μία – μια εσωτερική και μια εξωτερική διάσταση, σύμφωνα και με την ίδια τη Στρατηγική. Η ΕΣΑ υπήρξε η πρώτη συντεταγμένη καταγραφή του προσανατολισμού της ΕΠΑΑ, εισάγοντας την τελευταία και επίσημα στο πεδίο της εσωτερικής ασφάλειας. Το γεγονός αυτό έχει τεράστιες συνέπειες, όχι μόνο για το πολιτικό σύστημα της ΕΕ και την επιχειρούμενη σύζευξη πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας, αλλά και για την πολιτική εξοπλισμών της ΕΕ και την ενδυνάμωση της στρατιωτικής έρευνας με ‘πολιτικές’ πηγές χρηματοδότησης.
Αυτή η σύζευξη είναι σημαντική επειδή λαμβάνει χώρα στο επίπεδο της ΕΕ, είναι μέρος μιας πολιτικής που επιδιώκει ανοιχτά τη χρήση στρατιωτικών μέσων για την υλοποίηση των στόχων της, και έχει χειραγωγηθεί από το πολιτικό-στρατιωτικό προσωπικό της ΕΕ για την προώθηση της στρατιωτικοποίησης της ασφάλειας και τη διεύρυνση των στοιχείων που εμπίπτουν στα πεδία της ασφάλειας και της “άμυνας”. Το ζήτημα δεν είναι αν έχουν συγχωνευθεί η εσωτερική και η εξωτερική ασφάλεια∙ η ασφάλεια του κεφαλαίου απαιτούσε πάντα την κινητοποίηση και των δύο πεδίων υπέρ της. Το ζήτημα είναι μάλλον πώς αυτή η συγχώνευση αντικειμενικοποιείται, από-πολιτικοποιείται, και χρησιμοποιείται για την προώθηση νέων μέτρων που επεκτείνουν την πολιτικο-οικονομική εξουσία της στρατιωτικο-βιομηχανικής μερίδας του υπερεθνικού κεφαλαίου, και των εθνικών, δι-εθνικών και υπερεθνικών θεσμικών δομών κυριαρχίας του, μέσω αυξημένης επιτήρησης, ελέγχου και καταναγκασμού. Η σύζευξη των εσωτερικών και εξωτερικών πτυχών της ασφάλειας μέσω της ΕΠΑΑ επέτρεψε τη νομιμοποίηση πρωτοβουλιών όπως το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Έρευνας για την Ασφάλεια, η ουσία του οποίου είναι η χρηματοδότηση της βιομηχανίας όπλων με τη μορφή επιδοτήσεων από την ΕΕ. Η Ευρ. Επιτροπή απέδωσε την αναγκαιότητά του στο γεγονός ότι «η τρομοκρατία έχει οδηγήσει σε ένα ξεθώριασμα των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στην εσωτερική (προσανατολισμένη προς την αστυνομία) και την εξωτερική (στρατιωτική) ασφάλεια».[38]
Οι ιδέες έχουν πράγματι προωθήσει την ανάδυση μιας Ευρωπαϊκής στρατιωτικο-βιομηχανικής πολιτικής. Ιδιαίτερα, η νεοφιλελεύθερη έμφαση στην ανταγωνιστικότητα και η υποτιθέμενη ανάγκη ανάπτυξης στρατιωτικών δυνατοτήτων έχουν παράσχει σημαντική υποστήριξη και νομιμοποίηση σε αυτή την πολιτική. Η ανάγκη ανάπτυξής της “κατασκευάστηκε” επανειλημμένα από τον επίσημα διατυπωμένο λόγο των αρμόδιων θεσμών, υπηρετώντας όμως συγκεκριμένες υλικές αναγκαιότητες. Με άλλα λόγια, οι ιδεατοί/ρητορικοί παράγοντες συνέβαλλαν στην αλλαγή της ευρωπαϊκής εξοπλιστικής πολιτικής, όντας όμως ταυτόχρονα συνέπειες βαθύτερων κοινωνικο-οικονομικών μεταβολών. Η σύνθετη και αντιφατική διαδικασία διαμόρφωσης μιας στρατιωτικο-βιομηχανικής πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ είχε και έχει υλικές ρίζες, και συγκεκριμένα στη διεθνοποίηση της Ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων στη δεκαετία του 1990.[39] Οι ιδέες που συνηγορούν στην προώθηση αυτής της πολιτικής υπήρξαν επιτυχημένες μόνο εξαιτίας των δομικών μεταβολών στο πεδίο της παραγωγής που επέτρεψαν τη θεσμοποιημένη άρθρωση και υλοποίηση αυτών των ιδεών.
Ένα κύμα εξαγορών και συγχωνεύσεων κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 οδήγησε στη διεθνή συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων. Διεθνοποιημένοι γίγαντες όπως η EADS, η Thales, η Finmeccanica και η BAE Systems υπήρξαν οι πυρήνες ενός υπερεθνικού ιστορικού μπλοκ, του οποίου η εξουσία προωθήθηκε όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο ΕΕ. Η ενοποίηση της πολιτικής παρουσίας της βιομηχανίας όπλων κάτω από την Ένωση Ευρωπαϊκών Αεροδιαστημικών και Αμυντικών Βιομηχανιών (ASD) σφράγισε τη δράση αυτού του μπλοκ μέσα στα όργανα της ΕΕ και οδήγησε σε μια ραγδαία τάση στρατιωτικοποίησης της Ένωσης. Αυτή η τάση δεν τροφοδοτήθηκε μόνο από τις βιομηχανίες όπλων, αλλά και από τον ευρύτερο, ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού κοινωνικού σχηματισμού.[40] Κορυφαία στιγμή αυτής της τάσης είναι η ίδρυση του ΕΑΟ το 2004, του πρώτου πανευρωπαϊκού θεσμού για τη διευθέτηση των στρατιωτικο-βιομηχανικών θεμάτων, και η πρωτοφανής μίξη στρατιωτικής και πολιτικής έρευνας υπό την αιγίδα της Ευρ. Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Έρευνας Ασφαλείας.[41]
Η ύπαρξη και ανάπτυξη μιας κοινής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, και η παραγωγή ενός κοινού κειμένου όπως η ΕΣΑ έδωσε στην ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων και τους πολιτικούς της εκπροσώπους το κατάλληλο ιδεολογικό και αξιακό πλαίσιο για την προώθηση των σχεδίων τους. Αυτό το πλαίσιο, όμως, δεν γεννήθηκε αυτόματα, αλλά αποτέλεσε προϊόν μιας οξύτατης ιδεολογικής επίθεσης μέσα από δεξαμενές σκέψεις, ινστιτούτα διεθνών σχέσεων, συλλογικούς και ατομικούς “οργανικούς διανοούμενους” μιας διεθνοποιημένης αστικής τάξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ΕΕ υπήρξε ενεργός μέτοχος σε αυτή την ιδεολογική μάχη, μέσω του Ινστιτούτου Σπουδών Ασφαλείας στο Παρίσι, αλλά και μέσω δεκάδων εκθέσεων που χρηματοδότησε η Ευρ. Επιτροπή για να καταδείξει την υποτιθέμενη τεχνική αναγκαιότητα προώθησης μεταρρυθμίσεων υπέρ της βιομηχανίας όπλων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε αυτές τις εξελίξεις, η Αριστερά δεν κατάφερε ούτε να αρθρώσει έναν εναλλακτικό λόγο, ούτε να αμφισβητήσει τη στρατιωτικοποίηση στην πράξη. Αντίθετα, κάποια κομμάτια της Αριστεράς υποστήριξαν τη στρατιωτικοποίηση στο όνομα ενός δήθεν “αριστερού ευρωπαϊσμού” και του αστικού ιδεώδους της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης σε συνθήκες καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Συνέπεια και αυτής της στάσης είναι η τωρινή κατάσταση, όπου το πολιτικό πρόγραμμα του στρατιωτικο-βιομηχανικού ιστορικού μπλοκ αποτελεί κοινό νου στην ΕΕ και στα κράτη-μέλη.
Συμπέρασμα
Το βασικό επιχείρημα που τέθηκε από το παρόν άρθρο είναι ότι η κονστρουκτιβιστική καμπή στις σπουδές ευρωπαϊκής ασφάλειας δεν παρέχει ικανοποιητική απάντηση στο πρόβλημα της σχέσης των ιδεών με τα υλικά συμφέροντα. Η εμπειρική ανάλυση καταδεικνύει ότι οι ιδεατοί παράγοντες δεν μπορούν να απομονωθούν από τα κυρίαρχα κοινωνικο-οικονομικά συμφέροντα. Η αναπαραγωγή των ιδεών και των διαδικασιών που επιτρέπουν την κυριαρχία ενός πακέτου ιδεών έναντι ενός άλλου στις θεωρήσεις της ευρωπαϊκής ασφάλειας συνδέονται στενότατα με την υπερεθνική πολιτικο-οικονομική εξουσία εντός της ΕΕ. Ενδεικτική αυτής της σύνδεσης είναι η χρήση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ασφαλείας από την ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων και τους θεσμικούς της συμμάχους σε επίπεδο ΕΕ για τη νομιμοποίηση μιας διαδικασίας στρατιωτικοποίησης της Ευρώπης. Υποκρύπτοντας την πρωταρχική ισχύ των καπιταλιστικών συμφερόντων και της δικής τους λειτουργίας αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας, ο κονστρουκτιβισμός απλά συμβάλλει στη νομιμοποίηση αυτών των συμφερόντων και στην από-πολιτικοποίηση της κυριαρχίας τους.
Αντίθετα, ο ιστορικός υλισμός ως εργαλείο ανάλυσης της πραγματικότητας καθίσταται επίκαιρος, θέτοντας τον άξονα “συμφέροντα – ιδέες” πάνω στα πόδια του. Η διατύπωση των Μαρξ και Έγκελς από τη Γερμανική Ιδεολογία παραμένει επίκαιρη:
Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες, δηλαδή η τάξη που είναι η κυρίαρχη υλική δύναμη της κοινωνίας, είναι την ίδια στιγμή η κυρίαρχη διανοητική δύναμη. Η τάξη που έχει στην διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής, έχει την ίδια στιγμή και τον έλεγχο των μέσω της πνευματικής παραγωγής, με συνέπεια, μιλώντας γενικά, οι ιδέες εκείνων που δεν κατέχουν τα μέσα της πνευματικής παραγωγής να υποτάσσονται σε αυτήν. Οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι τίποτε περισσότερο από την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, που γίνονται αντιληπτές ως ιδέες.[42]
Στην περίπτωση της Στρατηγικής Ασφάλειας, μια ιστορικο-υλιστική προσέγγιση δείχνει ότι η ρητορική ασφάλειας της ΕΕ είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τα στρατιωτικο-βιομηχανικά συμφέροντα και με τον ευρωπαϊκό καπιταλιστικό σχηματισμό. Οι ιδέες δεν δημιούργησαν τα ευρωπαϊκά στρατιωτικο-βιομηχανικά συμφέροντα, αλλά συνέβαλαν ώστε οι υποτιθέμενες ή υπαρκτές απειλές να μεταφράζονται σε, και να νομιμοποιούνται ως, καπιταλιστικά κέρδη.
Παραπομπές διαθέσιμες μόνο στην έντυπη έκδοση.