Ποιός εξέλεξε τους τραπεζίτες; Κεφάλαιο και αντίσταση σε μία εποχή υπερεθνικής τεχνοκρατικής πολιτικής
Μία συνέντευξη με τον Καθηγητή Stephen Gill
τη συνέντευξη έλαβε και μετέφρασε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Iskra, 17 Δεκεμβρίου 2011).
Ο Stephen Gill είναι Διακεκριμένος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο York του Τορόντο, στον Καναδά. Θεωρείται πρωτοπόρος της μαρξιστικής θεωρίας Διεθνών Σχέσεων, συμβάλλοντας στην επεξεργασία του νέο-γκραμσιανού παραδείγματος που εισήγαγε τις ιδέες και τα εργαλεία του Antonio Gramsci στην ανάλυση της διεθνούς πολιτικής. Δεδομένης της ερευνητικής του ενασχόλησης με την Τριμερή Επιτροπή και τη συνεργασία ανάμεσα σε διαφορετικές μερίδες της αστικής τάξης παγκοσμίως, τον προσκαλέσαμε σε μία μακροσκελή συνέντευξη με αφορμή την ανάδειξη του Λουκά Παπαδήμου και του Mario Monti, επιφανών μελών της Επιτροπής, στους πρωθυπουργικούς θώκους της Ελλάδας και της Ιταλίας αντίστοιχα. Η κουβέντα φωτίζει έναν υλιστικό τρόπο θεώρησης αυτής της ανάδειξης, μακριά από μηχανιστικές υπερ-απλουστεύσεις.
Το βιβλίο σας Αμερικανική Ηγεμονία και η Τριμερής Επιτροπή (1) παραμένει μία σημαντική συνεισφορά προς μία υλιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων. Ποιά ερεθίσματα σας οδήγησαν να εμπλακείτε με την Τριμερή Επιτροπή ως πεδίο μελέτης;
Το πεδίο μελέτης μου δεν ήταν τόσο η Τριμερής Επιτροπή, αλλά η φύση της παγκόσμιας εξουσίας και η χρήση της στη διαμόρφωση μιας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, ένα πεδίο που συνδύαζε την κοινωνιολογία, την πολιτική θεωρία, την πολιτική οικονομία και τις διεθνείς σχέσεις, και επικαλείτο ό,τι ο C. Wright Mills όρισε ως «κοινωνιολογική θεώρηση» του κόσμου. Υπό αυτήν την έννοια, η μελέτη βασίζεται σε βιβλία όπως το Η Ελίτ Εξουσίας που εστίασε στις ΗΠΑ. Το έργο μου είναι μία μορφή κοινωνικής θεωρίας που θίγει το πώς οι εθνικές δομές εξουσίας σχετίζονται με, διαμορφώνουν, και διαμορφώνονται από, παγκόσμιες σχέσεις εξουσίας. Ό,τι μελέτησα είναι απλώς ένας άλλος τρόπος ενασχόλησης σε ένα σύγχρονο πλαίσιο με το ερώτημα του πώς οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους μέσα σε συνθήκες που δεν έχουν κατ’ ανάγκη επιλέξει οι ίδιοι. Συγκεκριμένα, επεδίωξα να προσδιορίσω εκείνες τις συνθήκες και το δυναμικό για προοδευτικό κοινωνικό μετασχηματισμό μέσα στο πλαίσιο της φύσης της πολιτικής προς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αναζήτησα μία μέθοδο για να αναλύσω το ερώτημα αυτό ρεαλιστικά. Έτσι, στο έργο μου χρησιμοποιώ μία πιο συνειδητά ιστορικο-υλιστική οπτική σε σχέση με τον Wright Mills, με επιρροές από τη σκέψη του Gramsci, του Marx, του Braudel και του Polanyi. Αυτή η προσέγγιση μου επέτρεψε να συμπεριλάβω ερωτήματα που άπτονται της ταξικής συνείδησης και του πώς οι υπερεθνικές δυνάμεις αναμόρφωναν την παγκόσμια πολιτική.
Η μελέτη της Τριμερούς Επιτροπής ήταν υπό αυτήν την έννοια απλώς το μέσο για την επίτευξη ενός στόχου – οι δυνάμεις της άρχουσας τάξης χρησιμοποιούν πολλά διαφορετικά θεσμικά πλαίσια, κάποια απ’ αυτά δημόσια και πολλά απ’ αυτά ιδιωτικά για να ασκήσουν επιρροή στην παγκόσμια πολιτική. Αυτό που η μελέτη της Τριμερούς Επιτροπής μου αποκάλυψε πραγματικά ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι εθνικές δομές εξουσίας συμπλέκονταν με έναν πολύ σύνθετο τρόπο σε μία υπερεθνική βάση, στη βάση μιας ουσιαστικά υπερατλαντικής άρχουσας τάξης που επέκτεινε την επιρροή της παγκοσμίως, και στην περίπτωση της Τριμερούς Επιτροπής κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ενσωμάτωνε και την Ιαπωνία.
Γιατί τα δύο κράτη μέλη της Ευρ. Ένωσης που πλήττονται περισσότερο από τη χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση χρέους (Ελλάδα και Ιταλία) αποτελούν το πεδίο μετάβασης της πολιτικής ηγεσίας από την κομματική πολιτική στην τεχνοκρατική πολιτική των τραπεζιτών;
Είναι βεβαίως αλήθεια ότι οι νέοι πρωθυπουργοί τόσο της Ιταλίας όσο και της Ελλάδας είναι τραπεζίτες, με στενές σχέσεις τόσο με ιδιωτικές όσο και με κεντρικές τράπεζες, καθώς και με την Goldman Sachs. O Mario Monti κατείχε θέση ανώτερου συμβούλου στην Goldman Sachs και ο Λουκάς Παπαδήμος, πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, βρισκόταν στην Τράπεζα της Ελλάδος όταν η Goldman Sachs βοήθησε την Ελλάδα να διαχειριστεί τη μετάβαση στην Ευρωζώνη. Γνωρίζουμε πλέον ότι η Goldman – ίσως η ισχυρότερη ιδιωτική τράπεζα στον κόσμο – βοήθησε την Ελλάδα να καμουφλάρει την πραγματική χρηματοοικονομική της θέση πριν από την είσοδο στο Ευρώ μέσω σύνθετων χρηματοπιστωτικών παραγώγων. Τόσο ο Monti όσο και ο Παπαδήμος είναι μέρος ενός δικτύου ιδιωτικών και κεντρικών τραπεζιτών που γνωρίζονται καλά και που έχουν αναμειχθεί στην, και συχνά κερδίσει από την, νεοφιλελεύθερη εποχή του χρηματοπιστωτικοποιημένου καπιταλισμού. Όλως τυχαίως, ο νέος Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Mario Draghi κατείχε επίσης σημαντικές θέσεις στην Goldman Sachs, ενώ βρέθηκε και στο Υπουργείο Οικονομικών και την Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας. Είναι επίσης πασίγνωστο ότι η Goldman προσφέρει συνήθως τον Υπουργό Οικονομικών και άλλους κρίσιμους αξιωματούχους του χρηματοπιστωτικού τομέα στις κυβερνήσεις των ΗΠΑ.
Άρα, υπό μία έννοια έχετε εν μέρει δίκιο ότι έχει υπάρξει μία μετάβαση από την πολιτική των κομμάτων στην πολιτική των τραπεζιτών στις δύο αυτές χώρες. Όμως, κατά την άποψή μου τα ακόμα σημαντικότερα ερωτήματα είναι τι είδους τραπεζίτες είναι αυτοί, και τι είδους πολιτικές εφαρμόζονται ως αντίδραση στην κρίση;
Τρία από τα βασικά πολιτικά κόμματα της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης και της άκρας δεξιάς (που πλέον βρίσκεται στην κυβέρνηση για πρώτη φορά μετά τη Χούντα), έχουν προσφέρει τα μέλη του νέου υπουργικού συμβουλίου. Η ελληνική αριστερά και το κομμουνιστικό κόμμα έχουν αρνηθεί να συνεργαστούν και βρίσκονται εκτός κυβέρνησης. Άρα, αυτή δεν είναι μία κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» με την έννοια των συμμαχιών που απαντούσαν στην κρίση της δεκαετίας του ’30 σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Πάντως, πρέπει να θυμόμαστε ότι στη δεκαετία του ’30 αυτές οι κυβερνήσεις επεδίωξαν επίσης να εφαρμόσουν την χρηματοπιστωτική ορθοδοξία της εποχής, που συνίστατο στη θυσία των συμφερόντων των εργαζομένων υπέρ της προστασίας του διεθνούς χρυσού κανόνα – το αντίστοιχο με την προστασία του Ευρώ σήμερα.
Αφετέρου, στην Ιταλία ο Mario Monti κατάφερα να κάνει κάτι που οι δυνάμεις της ιταλικής αριστεράς στάθηκαν ανίκανες να κάνουν εδώ και χρόνια, δηλαδή να διώξει από την κυβέρνηση τον Berlusconi και τους υποστηρικτές του (στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι νεοφασίστες του υπουργικού του συμβουλίου). Στη θέση τους, ο Monti τοποθέτησε ένα υπουργικό συμβούλιο αυτοαποκαλούμενων ανεξάρτητων. Δεν τους γνωρίζω όλους, αλλά πολλοί έχουν ακαδημαϊκούς δεσμούς (ανάμεσα σε άλλα, με ένα πανεπιστήμιο που ίδρυσε ο Σύνδεσμος Ιταλών Βιομηχάνων), και όπως πολλοί άλλοι «τεχνοκράτες» (όπως ο πρωθυπουργός Παπαδήμος) έχουν θητεύσει στα νεοφιλελεύθερα οικονομικά. Τα άτομα αυτά έχουν παρουσιαστεί ως ανεξάρτητοι τεχνοκράτες χωρίς δεσμούς με τις κύριες πολιτικές δυνάμεις στη χώρα. Το νέο ιταλικό υπουργικό συμβούλιο αντανακλά πρωτίστως τα συμφέροντα των επιχειρήσεων και των τραπεζών (τόσο των ιδιωτικών τραπεζών όσο και της Παγκόσμιας Τράπεζας), καθώς και της Καθολικής Εκκλησίας, της οποίας η επιρροή μπορεί να γίνει αισθητή στα υπουργεία υγείας και παιδείας. Αυτό αποτελεί και μία αναγνώριση του ρόλου της Εκκλησίας στην κριτική έναντι της ηθικής και της συμπεριφοράς του Berlusconi.
Αξίζει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις των τελευταίων 30 ετών είναι η εμφάνιση των «ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών», που υποτίθεται ότι είναι ελεύθερες από την επιρροή των εκλεγμένων κυβερνήσεων και των λαϊκών-δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων. Όμως, στην πράξη, όπως δείχνουν ξεκάθαρα και οι Monti και Παπαδήμος, το ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αντιπροσωπεύεται σε βάθος στα κύρια ζητήματα της χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής πολιτικής, ενώ καταστατικά αποκλείεται εν πολλοίς η ευρύτερη δημοκρατική ευθύνη. Αυτή είναι μία από τις «τεχνοκρατικές» συνέπειες των Συμφωνιών του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας, συνέπειες που θα ενταθούν αν οι πρόσφατες προτάσεις μέτρων ισχυροποίησης του ρόλου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έναντι της δημοσιονομικής πολιτικής γίνουν αποδεκτές από τα κράτη-μέλη. Κάτι τέτοιο θα μεταφέρει την κυριαρχία επί της δημοσιονομικής πολιτικής στους ευρωπαϊκούς θεσμούς σε μη εκλεγμένα άτομα και σε θεσμούς που δεν είναι υπόλογοι στο λαό.
Αυτό που και τα δύο νέα υπουργικά συμβούλια σε Ελλάδα και Ιταλία φαίνεται να έχουν κοινό είναι η πρόθεσή τους να επιχειρήσουν να εφαρμόσουν τις ορθόδοξες χρηματοοικονομικές πολιτικές που έχουν συμφωνηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και μέχρι ενός σημείου με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (και άρα με τα κύρια μέλη του όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, και βασικές πιστώτριες χώρες όπως η Ιαπωνία και σταδιακά η Κίνα). Όπως γνωρίζει πλέον ο ελληνικός λαός, αυτό σημαίνει δεσμεύσεις εκ μέρους της νέας κυβέρνησης για την εφαρμογή μέτρων λιτότητας με τη μορφή συγκεκριμένων βάρβαρων περικοπών δαπανών στο δημόσιο τομέα, περικοπών στις συντάξεις, ιδιωτικοποιήσεις, και αντιδραστικές αυξήσεις φόρων (και καλύτερη συλλογή τους). Αυτό υποτίθεται ότι έρχεται ως αντάλλαγμα για την διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους, ώστε η Ελλάδα να μην προκαλέσει σημαντικότερα, πανευρωπαϊκά προβλήματα με μία πιθανή χρεωκοπία της, καθώς απειλείται η ρευστότητα πολλών τραπεζών σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτό που δεν φαίνεται να τίθεται στο τραπέζι είναι η πιθανότητα η Ελλάδα να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη και να επιστρέψει στη δραχμή, επιλέγοντας την υποτίμηση ώστε να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της και να απορροφήσει τη βαθιά ύφεση που οι ορθόδοξες πολιτικές θα εντείνουν αναμφίβολα. Στην πραγματικότητα, όλα τα μέτρα που έχουν προταθεί οριοθετούνται από την θεώρηση που διέπει τις περισσότερες αντιδράσεις στην παγκόσμια κρίση χρέους από το 2008 και μετά. Ποτέ δεν συζητήθηκαν δημοσίως οι πραγματικές εναλλακτικές πολιτικές, είτε σε εθνικό είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως π.χ. η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου που θα επέβαλλε κοινωνικά, οικολογικά και δημοκρατικά κριτήρια στη διαμόρφωση των χρηματοπιστωτικών πολιτικών και στους μηχανισμούς διαχείρισης κρίσεων με τρόπους που να αμφισβητεί την αντιδημοκρατική εξουσία των τραπεζιτών, οι οποίοι βλέπουν την κρίση ως ευκαιρία για την εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης και την προστασία των χρηματοπιστωτικών συμφερόντων. Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα, συνεπώς, είναι το κατά πόσο η στρατηγική που χρησιμοποιήθηκε εν πολλοίς τα τελευταία 30 χρόνια μπορεί να συνεχίσει να είναι επιτυχής, εφόσον η αντίσταση σ’ αυτή πρόκειται να ενταθεί.
Η συμμετοχή των Monti και Παπαδήμου στην Τριμερή Επιτροπή αποτελεί σύμπτωση, ή συνδέεται με μία συνεχιζόμενη πολιτική επιρροή της οργάνωσης στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού;
Όταν εκπονούσα την έρευνα για το βιβλίο μου πάνω στην Τριμερή Επιτροπή, ένας από τους αρχικούς, βασικούς χρηματοδότες της, το Ίδρυμα Ford, σημείωσε σε μία έκθεσή του ότι η Επιτροπή λειτουργούσε ως ένας θεσμός για την προετοιμασία μελλοντικών ηγετών. Έτσι, η ιδιότητα του μέλους αυτών των δύο στην Επιτροπή μάλλον δεν είναι σύμπτωση, εφόσον οι πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες συνδέονται θέλουν να δουν συγκεκριμένες λύσεις να αναδύονται από τις αντίστοιχες κρίσεις χρέους της Ιταλίας και της Ελλάδας με τρόπους που να προστατεύουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η Τριμερής Επιτροπή είναι μία ιδιωτική οργάνωση που είναι εγγεγραμμένο ως φιλανθρωπικό ίδρυμα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως, στην πραγματικότητα είναι ένα είδος υπερεθνικού πολιτικού κόμματος των κυρίαρχων καπιταλιστικών συμφερόντων, και πολλά από τα μέλη της αντλούνται από τους κυρίαρχους θεσμούς στην πολιτική κοινωνία και την κοινωνία των πολιτών, στις διάφορες χώρες-μέλη. Όταν ιδρύθηκε, η Επιτροπή ήταν πολύ αμφιλεγόμενη και έλαβε τεράστια δημοσιότητα και δημόσια κριτική τόσο από τα αριστερά όσο κι από τα δεξιά του πολιτικού φάσματος, καθώς και από εθνικιστές, αλλά συνέχισε τη λειτουργία της. Αν κοιτάξετε στον κατάλογο των μελών της, θα δείτε ότι πολλοί σημαίνοντες πολιτικοί έχουν υπάρξει μέλη της (π.χ. ο Πρόεδρος Clinton, ο Αντιπρόεδρος Cheney), και σίγουρα συνεχίζει να αντανακλά ένα ισχυρότατο σύνολο αλληλεπικαλυπτόμενων δικτύων επιρροής. Θα έλεγα ότι η επίδρασή της δεν είναι κατ’ ανάγκη άμεση, υπό την έννοια της «πολιτικής επιρροής» σε συγκεκριμένα ζητήματα, αλλά συνίσταται περισσότερο στη διατύπωση των στρατηγικών αντιδράσεων που θεωρούνται πολιτικά επιτρεπτές ή δυνατές, για παράδειγμα σε καταστάσεις κρίσης.
Τα πρώτα μέλη της Επιτροπής όταν ιδρύθηκε το 1973 αντλήθηκαν από τις αποκαλούμενες «τριμερείς» χώρες – τις ΗΠΑ και τον Καναδά, τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πριν την προς ανατολάς διεύρυνση) και την Ιαπωνία. Πλέον, τα μέλη προέρχονται απ’ όλους τους πόλους συσσώρευσης στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Φυσικά, είναι επίσης σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η Τριμερής Επιτροπή δεν είναι ένας δημοκρατικός θεσμός, εφόσον τα μέλη της εμπλέκονται με την Επιτροπή σε προσωπική βάση και επιλέγονται, αντί να εκλέγονται, με βάση την περιουσία, την πολιτική σημασία και τη θεσμική και πολιτιστική επιρροή τους. Οι επεξεργασίες τους συνδέονται ιδιαίτερα με τη διακυβέρνηση των εθνικών, περιφερειακών και παγκόσμιων οικονομικών δραστηριοτήτων και των ζητημάτων γεωπολιτικής και ασφάλειας. Ευρύτερα, καλλιεργούν ένα συγκεκριμένο είδος παγκόσμιας τάξης που διάκειται φιλικά προς τα κυρίαρχα επιχειρηματικά συμφέροντα. Φυσικά, υπάρχουν πολλές διαφωνίες και διαφορές απόψεων ανάμεσα στα μέλη, που βασίζονται στα διαφορετικά γεωγραφικά, τομεακά και, σε ένα βαθμό, φιλελεύθερα, συντηρητικά ή σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά συμφέροντα «του κέντρου» που αντιπροσωπεύουν. Πάντως, υπάρχει μία ευρεία συναίνεση υπέρ πολιτικών που γενικά επιδιώκουν να συντηρήσουν τα «κεντρώα» έργα μιας νεοφιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, υπέρ της ανάπτυξης που βασίζεται στο σύστημα της ελεύθερης επιχείρησης, και υπέρ των δυνάμεων της παγκόσμιας αγοράς ως τους βασικούς διαμορφωτές διακυβέρνησης στην παγκόσμια κοινωνία.
Από τις δύο προσωπικότητες, ο Mario Monti ασκεί σαφέστατα μεγαλύτερη επιρροή, εφόσον είναι ο Ευρωπαίος Επικεφαλής της Τριμερούς Επιτροπής, που σημαίνει ότι είναι ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς στην Ευρώπη, αν όχι στον κόσμο, και ότι έχει εξαιρετικά καλές διασυνδέσεις με τους ομολόγους του στην Ευρώπη και τον Ειρηνικό. Ο Monti είναι επίσης τακτικός συμμέτοχος στις ετήσιες και πολύ πιο μυστικές και επιλεκτικές Συναντήσεις Bilderberg, άρα είναι μέλος του ενδότερου κύκλου των παγκόσμιων αστικών τάξεων. Οι Συναντήσεις Bilderberg ξεκίνησαν το 1954 και αρχικά ήταν υπό την προεδρία του Πρίγκηπα Bernhardt της Ολλανδίας. Στόχος ήταν η προώθηση του ευρωπαϊκού προγράμματος υπό το φως του Ψυχρού Πολέμου και η εμβάθυνση των υπερατλαντικών σχέσεων ως μέσω συντήρησης της δυτικής κυριαρχίας στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων υπό αμερικανική ηγεσία. Η στάση της Bilderberg ήταν, φυσικά, βασισμένη στη συνεχή της αντίθεση στον κομμουνισμό από τη σύστασή της και δώθε.
Ο Λουκάς Παπαδήμος έχει υπάρξει μέλος της Τριμερούς Επιτροπής από το 1998, και αυτό του έδωσε αρκετό χρόνο για να επεκτείνει τα δίκτυά του και να αποκτήσει κάποια επιρροή στο συγκεκριμένο φόρουμ. Όλες αυτές οι συναθροίσεις – εκ των οποίων η πιο ανοιχτή και μεγάλη είναι το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας – συγκεντρώνουν επιλεγμένους ηγέτες από εταιρείες, μέσα ενημέρωσης, πανεπιστήμια, τις τέχνες και τον κόσμο των διασημοτήτων από διαφορετικές χώρες με σκοπό την παραγωγή μιας συναίνεσης σε κοινά σχέδια, όπως η οικονομική ολοκλήρωση σε ευρωπαϊκή, υπερατλαντική και παγκόσμια κλίμακα, καθώς και τη συμμετοχή σε συλλογικές στρατηγικές διαχείρισης κρίσεων. Φυσικά, οι εθνικοί πολιτικοί ηγέτες που εμπλέκονται δεν είναι σίγουρο ότι καταφέρνουν πάντα να μεταφέρουν μία τέτοια στρατηγική συναίνεση απευθείας στις δικές τους πολιτικές. Πάντως, ένα από τα χαρακτηριστικά της τρέχουσας φάσης του νεοφιλελευθερισμού είναι η ομοιότητα των πολιτικών που χαρακτηρίζουν τις αντιδράσεις στην κρίση.
Ποιες εθνικές ή υπερεθνικές κοινωνικές δυνάμεις εκπροσωπούνται από τους συγκεκριμένους ηγέτες; Με άλλα λόγια, η τοποθέτηση των Monti και Παπαδήμου αντανακλά μία «τριμερή» απόπειρα επίλυσης της κρίσης νομιμοποίησης, μία ευρωπαϊκή απόπειρα, ή απλώς μία επιλογή των αντίστοιχων εθνικών αστικών τάξεων;
Νομίζω ότι και οι δύο αυτές προσωπικότητες αντανακλούν τις κυρίαρχες μορφές χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που κέρδισαν τα περισσότερα από τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση των εθνικών και παγκόσμιων οικονομιών, από την εποχή των κρίσεων χρέους του Τρίτου Κόσμου στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Υπό αυτήν την έννοια, λειτουργούν ταυτόχρονα και στα τρία επίπεδα που σημειώνετε, αν και για να πράξουν κάτι τέτοιο χρειάζονται να έχουν μία βάση στην πολιτική της δικής τους χώρας. Ξανά, σε κάθε μία από τις κρίσεις χρέους και τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις, συμπεριλαμβανομένης και της αποκαλούμενης και ασιατικής χρηματοπιστωτικής κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του ’90, αυτές οι κυρίαρχες δυνάμεις χρησιμοποίησαν την κρίση ως ευκαιρία να βαθύνουν και να επεκτείνουν τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, και να ανασχέσουν την ισχύ της εργασίας και της αριστεράς. Στην περίοδο αυτή, οι δυνάμεις της αποκαλούμενης Συναίνεσης της Ουάσιγκτον που αντιπροσωπεύει τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία είδαν αυτήν τη συναίνεση να εφαρμόζεται στη Χιλή του Pinochet, στη Ρωσία του Yeltsin, και σε ολόκληρο τον Τρίτο Κόσμο και την Ανατολική Ευρώπη, με τη βοήθεια τεχνοκρατών που είχαν συνήθως σπουδάσει σε αγγλο-αμερικανικές σχολές μακροοικονομίας και πολιτικών επιστημών.
Ως προς το ζήτημα της νομιμοποίησης, η στρατηγική είναι να αντιμετωπίζεται η αμφισβήτηση σε τέτοια ζητήματα μέσω της απόσπασης του «οικονομικού» από το «πολιτικό», του «δημόσιου» από το «ιδιωτικό», με αποτέλεσμα στο νεοφιλελεύθερο λόγο βασικοί δημόσιοι θεσμοί όπως οι κεντρικές τράπεζες να παρουσιάζονται ως μη πολιτικοί ή ως πέρα από την πολιτική, ως θεσμοί που λειτουργούν μόνο στην οικονομική σφαίρα. Πρακτικά, βεβαίως, αυτές οι πολιτικές αφορούν ένα συνδυασμό δημόσιας και ιδιωτικής εξουσίας και έχουν βαθιές επιδράσεις πάνω σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, διανομής και οικονομικής αποδοτικότητας, τα που είναι όλα βαθύτατα πολιτικά.
Γενικότερα, πώς αποτιμάτε την τάση εξάλειψης του «πολιτικού» στη σημερινή εποχή κρίσης; Αποτελεί αυτή η τάση μία ένδειξη αδυναμίας εκ μέρους της αστικής τάξης, που δείχνει την έλλειψη εμπιστοσύνης της προς το καθιερωμένο πολιτικό προσωπικό, ή μία επίδειξη δύναμης, που εξασφαλίζει ακόμα πιο άμεσα τα συμφέροντά της;
Αντιδρώντας στις χρηματοπιστωτικές κρίσεις και κρίσεις χρέους από τη δεκαετία του ’80, οι πολιτικοί ηγέτες του G8 συχνά α) προσέτρεξαν στις καθόλου άγιες συμμαχίες τους με αυταρχικές και δικτατορικές δυνάμεις, ιδιαίτερα σε μεγάλο μέρος του Τρίτου Κόσμου· β) επεδίωξαν να διατηρήσουν συνθήκες από-πολιτικοποίησης και πολιτικής απάθειας, και όπου προέκυψε ανάγκη γ) να διοχετεύσουν και να ενσωματώσουν μορφές αντίστασης. Η απομάκρυνση του πολιτικού, όπως το θέτεις, υπήρξε βασικό στοιχείο της ανόδου του νεοφιλελευθερισμού – που αντανακλάστηκε στην αγαπημένη φράση της πρώην βρετανίδας πρωθυπουργού Thatcher σχετικά με τις πολιτικές που εκπροσωπούσε με στόχο το ξερίζωμα του σοσιαλισμού: Δεν Υπάρχει Καμία Εναλλακτική (TINA). Ο ευρύτερος λόγος ήταν η περίφημη ρήση του Francis Fukuyama ότι με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης είχαμε φτάσει στο τέλος της ιστορίας, και ότι η μόνη βιώσιμη πολιτική στο μέλλον θα ήταν μία φιλελεύθερη πολιτική.
Μέχρι το 2008, τουλάχιστον στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, φαινόταν ότι αυτή η οπτική είχε γίνει κυρίαρχη, αν όχι ηγεμονική. Αυτό φυσικά ίσχυε πολύ λιγότερο στη Λατινική Αμερική, όπου μετά από πολλές δεκαετίες λιτότητας επιβεβλημένης από νεοφιλελεύθερους τεχνοκράτες, νέες δυνάμεις άρχισαν να δημιουργούν τον Σοσιαλισμό του 21ου Αιώνα, αντανακλώντας μία γενικότερη αφύπνιση της αριστεράς και προοδευτικών δυνάμεων που απαρτίζονται από ιθαγενείς, την αγροτιά, βιομηχανικούς εργάτες, διανοητές και ανθρώπους που αναζητούν μία νέα πολιτική. Μέχρι την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε από τη Wall Street το 2008 και το συνεχιζόμενο βάθεμα των κοινωνικών και οικολογικών κρίσεων καθώς και των κρίσεων της ηθικής – ό,τι αποκαλώ στο πρόσφατο έργο μου «παγκόσμια οργανική κρίση» – η απομάκρυνση του πολιτικού όπως το θέτεις υπήρξε ένδειξη ισχύος εκ μέρους της αστικής τάξης, και ένδειξη αδυναμίας εκ μέρους των αριστερών.
Εν μέσω αυτής της κατάστασης, οι ηγέτες του G8 συνεχίζουν να αρνούνται την ευθύνη τους για τις κρίσεις και ισχυρίζονται ότι έχουν την «ειδική γνώση» να σταθεροποιήσουν και να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη, και να δαμάσουν τις κρίσεις συσσώρευσης – ένας ισχυρισμός που πλέον αμφισβητείται ευρύτατα. Πράγματι, ενώ απασχολούνται με τη διάσωση του καπιταλισμού, οι πολιτικές τους τείνουν να χειροτερεύουν απλώς τις θεμελιώδεις κρίσεις της ευημερίας, του βιοτικού επιπέδου και της κοινωνικής αναπαραγωγής που πλήττουν την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού, π.χ. παγκόσμιες κρίσεις υγείας, τροφίμων, ενέργειας, και περιβάλλοντος. Αυτό που επιδιώκουν να σταθεροποιήσουν είναι αδύνατον να συντηρηθεί: μία συγκεκριμένη μορφή και ένα μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης, το οποίο αποκαλώ «πολιτισμό της αγοράς»: μία έντασης ενέργειας, καταναλωτική, ατομικιστική μορφή ανάπτυξης κυριαρχούμενης από τις εταιρείες, που συναντάται στις ΗΠΑ και που αντιγράφηκε λιγότερο ή περισσότερο σε όλο τον κόσμο. Τέτοιες πρακτικές έχουν υπηρετήσει τη διατήρηση των προνομίων μιας παγκόσμιας πλουτοκρατίας δισεκατομμυριούχων, ενώ η ανισότητα βαθαίνει σε επίπεδα που παρατηρήθηκαν μόλις πριν τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του ’30.
Στο έργο σας, όπως π.χ. στο βιβλίο Ισχύς και Αντίσταση στη Νέα Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων (2), κυρίαρχη θέση έχει η αναζήτηση τρόπων ανάπτυξης ενός νέου συλλογικού υποκειμένου. Τι ευκαιρίες βλέπετε για την ανάπτυξη αντι-ηγεμονικών δυνάμεων, δεδομένης της μετάφρασης της οικονομικής κρίσης σε μία πολιτική κρίση; Ποιος είναι ο δρόμος προς τα εμπρός γι’ αυτές τις δυνάμεις;
Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα και φυσικά οι αγώνες στην Ελλάδα είναι ενδεικτικοί του τι κρίνεται εδώ. Οι λεπτομέρειες αυτών των αγώνων είναι πολύ γνωστές στους αναγνώστες σας, συνεπώς δεν θα επεκταθώ εδώ.
Πάντως, σε πολλά μέρη του κόσμου, η φόρμουλα νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης του αυταρχισμού και/ή της ελεγχόμενης εκλογικής δημοκρατίας / αποπολιτικοποίησης μέσω της τεχνοκρατίας συναντά ολοένα και περισσότερη λαϊκή πίεση από τα κάτω. Ό,τι αναδύεται είναι, βεβαίως, σύνθετο και ανισόμετρο, και πρέπει να αναγνωσθεί με προσοχή. Πολλές κοινότητες, τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο, γεύονται την αρπαγή της ιδιοκτησίας τους και την εντεινόμενη εκμετάλλευση, ενώ άλλοι είναι ακόμα σχετικά προστατευμένοι από μία τέτοια καταπίεση: οι εργαζόμενοι σε πολλές χώρες της Ευρώπης είναι σχετικά προστατευμένοι από τις συνέπειες της κρίσης συσσώρευσης, π.χ. στη Γερμανία, την Ολλανδία, τις σκανδιναβικές χώρες. Αλλού στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, αφενός υπάρχει μία άνοδος του δεξιού λαϊκισμού και της αντίδρασης, π.χ. το κίνημα του Tea Party στις ΗΠΑ· αφετέρου, όπως έχουν σημειώσει πολλοί, παρά τις μαζικές διαμαρτυρίες και τα επεισόδια στην Ελλάδα και την Ισπανία, λίγα πράγματα έχουν προέλθει από την αριστερά στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές οικονομίες – τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα.
Όμως, αν σκεφτούμε παγκόσμια, από το τέλος της δεκαετίας του ’90, μπορούμε να σκιαγραφήσουμε ένα σύνολο κοινών και προοδευτικών προσλήψεων του κόσμου, μορφών οργανωμένης αντίστασης και διαφοροποιημένων αλλά αλληλοσυνδεδεμένων πολιτικών δυναμικών που αναπτύσσονται στον πληθυντικό, με τρόπο όμως ανισόμετρο και εντός μιας ποικιλίας πλαισίων. Αυτά τα αυτό-πραγματώμενα δυναμικά δείχνουν την παγκόσμια ποικιλία των μονοπατιών προς τα εμπρός, και ειδικότερα πρέπει να υπογραμμιστεί πώς αντανακλώνται σε μία ποικιλία ριζοσπαστικά δημοκρατικών πρακτικών. Αμφισβητούν το δόγμα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, και στη θέση του προσφέρουν νέες προσλήψεις της κοινωνίας. Μάλιστα, πολλές από αυτές τις δυνάμεις δείχνουν ότι σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν εκατομμύρια προοδευτικών οργανικών διανοουμένων, με την έννοια που χρησιμοποιεί τον όρο ο Gramsci, οι οποίοι σφυρηλατούν νέα προγράμματα και τα συνδέουν με τη μεταβολή των πραγματικών υλικών και πολιτικών συνθηκών ύπαρξης που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στις καθημερινές τους ζωές. Άλλες εξελίξεις, που λαμβάνουν χώρα για πάνω από μία δεκαετία, όπως το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, μπορεί να εξελιχθούν σε μία πολιτική οργάνωση των αριστερών (στον πληθυντικό), προσανατολισμένη περισσότερο προς τη δράση.
Πρόσφατα, η αποκαλούμενη και αραβική άνοιξη του 2011 αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και καταλύτη για τα Κινήματα Occupy που έχουν επεκταθεί ταχύτατα σε όλο τον κόσμο, και για πρώτη φορά από τη δεκαετία του ’60 ξύπνησε σε μαζική βάση πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς στις Ηνωμένες Πολιτείες Το αξιοσημείωτο αυτών των εξελίξεων είναι ότι έχουν κατακτήσει την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων σε κάθε χώρα όπου έχουν πραγματοποιηθεί καταλήψεις. Αυτό δείχνει ότι η σημερινή νεολαία – και γενικότερα ο πληθυσμός – δεν παρασύρονται από ψεύτικες υποσχέσεις και έχουν αναπτύξει μία ριζοσπαστική πολιτικο-οικονομική οπτική του κόσμου, κατανοώντας τις βαθιές αδικίες του και αντιτιθέμενοι στα αισχρά επίπεδα ανισότητας που έχουν εμφανιστεί.
Αυτές τις αναδυόμενες δυνάμεις τις αποκαλώ «μεταμοντέρνο Ηγεμόνα» (η σύλληψή μου βασίζεται στον Ηγεμόνα του Machiavelli και στον Μοντέρνο Ηγεμόνα του Gramsci). Ο μεταμοντέρνος Ηγεμόνας πρέπει να κατανοηθεί ως ένα ευρύ, πληθυντικό σύνολο δυναμικών και δυνάμεων σε σχηματισμό και σε κίνηση, μία διαδικασία δίχως συγκεκριμένη δομή ηγεσίας ή σταθερή οργανωτική μορφή. Είναι σημαντικό να τονιστεί το πώς αυτή η διαδικασία παράγει καινοτομίες στη σκέψη και στη δράση που συνδέονται άμεσα με τη μεταβολή των συγκεκριμένων πρακτικών της τοπικής, περιφερειακής και παγκόσμιας πολιτικής. Πράγματι, οι δεσμοί ανάμεσα σ’ αυτές τις δυνάμεις αυξάνονται, και συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση νέων εννοιών αλληλεγγύης, δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης καθώς και οικολογικής και οικονομικής αειφορίας.
Ένα καλό παράδειγμα οργανώσεων από τα κάτω που αποτελούν μέρος αυτής της διαδικασίας είναι το Κίνημα Εργατών Χωρίς Γη (MST) στη Βραζιλία, μέλος της ευρύτερης παγκόσμιας οργάνωσης μικροκαλλιεργητών Via Campesina. Το μότο της τελευταίας είναι «οι μικροκαλλιεργητές μπορούν να ταΐσουν τον κόσμο και να ψυχράνουν τον πλανήτη». Τα μέλη του κινήματος υποστηρίζουν μία τοπική, αγρο-οργανική και μικρής κλίμακας αντίληψη περί γεωργίας και δίκαιης κατανομής των τροφίμων, και αντιτίθενται στην κυριαρχία των εταιρειών επί της γεωργίας και της παγκόσμιας αγοράς τροφίμων, ή «τροφίμων από πουθενά». Καταδικάζουν μία παγκόσμια διατροφική τάξη πραγμάτων όπου η παγκόσμια καπιταλιστική αγορά είναι ο νέος επιδιαιτητής της ασιτίας για δισεκατομμύρια ανθρώπους.
Αναδύονται επίσης νέες διαρθρώσεις διακρατικής εξουσίας, όπως η Μπολιβαριανή Εναλλακτική για την Αμερική (ALBA). Αυτές οι διαρθρώσεις απορρίπτουν τον βορειοαμερικανικό και δυτικό ιμπεριαλισμό και τις επεμβάσεις, καθώς και τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, υπέρ νέων μορφών του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» βασισμένων στην περιφερειακή αλληλεγγύη και σε νέες έννοιες στρατιωτικής άμυνας που συνδέονται με εξισωτικές έννοιες ανάπτυξης. Η ALBA αντανακλά μία προσπάθεια να προωθηθούν η κοινωνική δικαιοσύνη, η αναγνώριση των δικαιωμάτων όσων δεν έχουν δικαιώματα (π.χ. των ιθαγενών κοινοτήτων), μια πολιτική ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αναδιανομής, και αγρο-οικολογικών εννοιών διατροφικής αυτάρκειας που συνδέονται με τη Via Campesina.
Μπορούν αυτά τα κινήματα να συνδυαστούν αποτελεσματικά και να οδηγήσουν σε μία αναδόμηση των παγκόσμιων δομών εξουσίας; Αυτό παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα. Πάντως, αυτό που φαίνεται να αντανακλάται στο κίνημα Occupy και σε άλλα κινήματα είναι μία συλλογική προσπάθεια να υιοθετηθούν νέες μορφές γνώσης, τρόποι επικοινωνίας και κουλτούρας που πρακτικά και εννοιολογικά αμφισβητούν τον κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο κοινό νου, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχει εναλλακτική στην αναπτυξιακά προσανατολισμένη και οικολογικά μυωπική νοοτροπία του πολιτισμού της αγοράς. Αυτός ο «κοινός νους» επαναλαμβάνεται και ενισχύεται αδιάλειπτα από τα κυρίαρχα όργανα επικοινωνίας. Αλλά είναι αυτός ο κοινός νους και ένας «ορθός νους»; Αυτό είναι το ερώτημα που τίθεται από τα Κινήματα Occupy (99%), τα οποία συγκεντρώνουν ανθρώπους όλων των ηλικιών, των θρησκειών, των επαγγελμάτων και των πολιτικών πεποιθήσεων, και η απάντησή τους είναι ένα εκκωφαντικό «όχι!».
Ένα τελευταίο σχόλιο γύρω από τη θεωρία. Το 1993, επιμεληθήκατε τον τόμο Γκράμσι, Ιστορικός Υλισμός και Διεθνείς Σχέσεις (3), παρέχοντας στους φοιτητές διεθνών σχέσεων ένα πολύτιμο φάσμα κριτικών εννοιών και εργαλείων. Πώς θα αποτιμούσατε την νέο-Γκραμσιανή στιγμή στη θεωρία Διεθνών Σχέσεων; Έχει πραγματώσει το δυναμικό της;
Όταν ξεκίνησα για πρώτη φορά να μελετώ και να δημοσιεύω στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, ήταν (και ακόμα είναι) ένα πολύ συντηρητικό πεδίο. Τουλάχιστον στη Δύση, κυριαρχείτο από πλαίσια σκέψης που ήταν συνειδητά κατασκευασμένα ώστε να συμβουλεύουν και να σταθεροποιούν τη συγκροτημένη ή εγκαθιδρυμένη εξουσία, καθώς και να αποκλείουν ή να περιθωριοποιούν το Μαρξισμό και άλλα ρεύματα κριτικής σκέψης. Έτσι, ένας από τους στόχους αυτού του συλλογικού τόμου – που βασιζόταν και σε ένα προηγούμενο βιβλίο, Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία: Οπτικές, Προβλήματα και Πολιτικές, που είχα συγγράψει με τον David Law – ήταν παιδαγωγικός. Πίστευα ότι η παιδαγωγική των διεθνών σχέσεων έπρεπε οπωσδήποτε να συμπεριλάβει το πλήρες εύρος των θεωρητικών απόψεων, και μία επαρκή αποτίμηση των δυνατών και αδύνατων σημείων τους. Η περιθωριοποίηση ενός ολόκληρου σώματος σκέψης μου φαινόταν ως μία ανήθικη άρνηση της ικανότητας των ανθρώπινων όντων να μαθαίνουν από – και να ξεχωρίζουν – διάφορες μορφές επιχειρηματολογίας και θεωρίας.
Έχει πραγματώσει το δυναμικό της; Μπορούμε να πούμε ότι η νέο-γκραμσιανή προσέγγιση άσκησε σημαντική επιρροή και, μαζί με άλλες κριτικές οπτικές, διεύρυνε το θεωρητικό εύρος και το ερμηνευτικό βάθος του πεδίου των διεθνών σχέσεων. Όμως, υπό μία έννοια, μία κριτική οπτική του κόσμου πραγματώνει το δυναμικό της αν είναι ικανή όχι μόνο να απομυθοποιήσει και να ασκήσει κριτική στην καθεαυτή άσκηση της εξουσίας και στις κοινωνικές σχέσεις, αλλά και να φανταστεί νέους τρόπους σκέψης για τον κόσμο, και να συνδεθεί μαζί τους οργανικά για να μεταβάλλει τον κοινό νου μιας συγκεκριμένης περιόδου, και τα επιχειρήματα των κύριων στοχαστών που δικαιολογούν μία συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων. Στο βαθμό που οι νέο-γκραμσιανές ιδέες συνδέονται με αυτό που χαρακτήρισα προηγουμένως ως άνοδο ενός μεταμοντέρνου Πρίγκιπα, και με νέα φαντασιακά σχετικά με την κοινωνία, την πολιτική και την ηθική, ή ένα νέο κοινό νου σχετικό με τον κόσμο και την αναδημιουργία του, τότε πράγματι βρίσκονται σε μία διαδικασία ανάπτυξης τρόπων για να πραγματώσουν το δυναμικό τους. Αν και όταν αυτές οι αλλαγές αρχίσουν να επιδρούν πραγματικά και να μεταβάλλουν τις ακραίες αδικίες και τις παράφορες ανισότητες του κόσμου μας, και να αμφισβητούν την μη αειφορία των σημερινών πλαισίων της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, τότε και μόνο τότε θα μπορούμε να πούμε ότι πράγματι το νέο-γκραμσιανό παράδειγμα πραγμάτωσε ένα μέρος του δυναμικού του.
Σημειώσεις
(1) S. Gill, American Hegemony and the Trilateral Commission, Cambridge: Cambridge University Press, 1991.
(2) S. Gill, Power and Resistance in the New World Order, Λονδίνο: Palgrave, 2003.
(3) S. Gill (επιμ.), Gramsci, Historical Materialism and International Relations, Cambridge: Cambridge University Press, 1993.