Pages

20 May 2012

Και την αριστερή πίτα ολόκληρη, και τον ευρωπαϊστή σκύλο χορτάτο;

  


 

Και την αριστερή πίτα ολόκληρη, και τον ευρωπαϊστή σκύλο χορτάτο;
 
ΣΥΡΙΖΑ και Ευρώπη
 
 

του Ηρακλή Οικονόμου

(Στάλθηκε προς δημοσίευση σε περιοδικό τον Μάιο του 2012 αλλά δεν δημοσιεύτηκε λόγω έλλειψης χώρου).



Κοινά συμφέροντα και λάθος συνταγές

Μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, ακολούθησε μία ομοβροντία δηλώσεων προβεβλημένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ με κοινό παρονομαστή την ιδέα ότι το ελληνικό πρόβλημα απαιτεί πρωτίστως μία συναινετική αλλαγή της ασκούμενης πολιτικής λιτότητας από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Είτε από βλακεία, είτε από άγνοια, οι ευρωπαίοι εταίροι μας υποτίθεται ότι αρμενίζουν στραβά· αυτό που απαιτείται είναι μία αναλυτική ενημέρωση, μία φιλική κουβέντα, μία διαπραγμάτευση έστω, που θα φέρει τον καπετάνιο στα συγκαλά του. Εξάλλου, είναι προς το συμφέρον όλων το ευρωπαϊκό καράβι να βρει τη ρότα του: «Το θέμα είναι να πείσουμε εταίρους και δανειστές ότι είναι προς το κοινό συμφέρον να αλλάξουμε την πολιτική λιτότητας».[i] Το ίδιο λογικό σχήμα επαναλαμβάνεται: «Εμείς θέλουμε να πείσουμε τους Ευρωπαίους εταίρους μας ότι ακολουθούν μια λάθος συνταγή. … Να κάτσουμε στο τραπέζι να κουβεντιάσουμε για ένα άλλο πρόγραμμα για το καλό όλων μας».[ii]Και κορυφώνεται στην επιστολή του Αλέξη Τσίπρα προς τους ηγέτες των ευρωπαϊκών οργάνων, η οποία ξένισε με τον συμφιλιωτικό της τόνο: «Είναι βαθιά η πίστη μας ότι το πρόβλημα της κρίσης είναι ευρωπαϊκό, και άρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να βρεθεί η λύση».[iii]

Η παραπομπή της λύσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο μαρτυρά μία συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχέση εθνικού-ευρωπαϊκού, που αντανακλάται στην αντλημένη από τη φιλελεύθερη θεωρία διεθνών σχέσεων έννοια της αλληλεξάρτησης.[iv]Στην έννοια της εξάρτησης υπάρχει το στοιχείο της εξουσίας και της επιβολής, όπου κάποιος κάνει κάτι που ορίζεται και επιβάλλεται από κάποιον άλλο. Αντίθετα, η αλληλεξάρτηση αντανακλά μία συναινετική αντίληψη της πολιτικής που βασίζεται εννοιολογικά σε μία υποτιθέμενη κοινότητα συμφερόντων. Αυτήν την κοινότητα δεν την αντιλαμβάνονται πάντα όλοι οι δρώντες – όμως ευτυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εδώ για να τους την υπενθυμίσει. Έτσι, η σχέση Ελλάδας-ΕΕ προσδιορίζεται ως «δομική αλληλεξάρτηση»: «Εμείς δεν μιλάμε για μονομερείς ενέργειες. Αντιθέτως, αναγνωρίζουμε ότι έχουμε μια δομική αλληλεξάρτηση στην ΕΕ και γι’ αυτό δεν μιλούμε για μονομερείς ενέργειες αλλά για επαναδιαπραγμάτευση των πάντων, εκτός και αν υποχρεωθούμε σε μονομερείς ενέργειες».[v]

Εδώ γεννιέται το εξής ερώτημα: πώς μπορεί η παύση πληρωμών και η διαγραφή χρέους να γίνει πολυμερώς; Πώς πείθεις τον πιστωτή σου να παραιτηθεί απ’ όσα του χρωστάς, χωρίς τίμημα για σένα; Αφενός, ο ΣΥΡΙΖΑ διαφώνησε με το PSI και με τη μεγάλη απώλεια πόρων των ασφαλιστικών ταμείων που προέκυψε μέσα από την «πολυμερή» συμφωνία διαγραφής μέρους του ελληνικού χρέους. Αφετέρου, διαλαλεί ότι θα αποφύγει τις μονομερείς ενέργειες. Η ιστορία δείχνει ότι η πολυμερής διαγραφή χρέους προσφέρεται ως «καρότο» σε μία απόλυτα ελεγχόμενη τοπική ελίτ, όπως στην περίπτωση της μεταπολεμικής Γερμανίας ή του μετα-Σαντάμ Ιράκ. Κάθε διαγραφή χρέους που υπήρξε μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος απεμπλοκής από διεθνείς δομές εξάρτησης έγινε μονομερώς από τον χρεώστη, όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ της ανεξαρτησίας, ή της μετεπαναστατικής Κούβας.

Τα πράγματα γίνονται ακόμα δυσκολότερα όταν στο τραπέζι μπαίνει το σύνθημα της «παραγωγικής ανασυγκρότησης». Ο Γιάννης Δραγασάκης επισημαίνει ότι «δεν μπορεί να είμαστε στο ευρώ χωρίς καμία βιομηχανία, χωρίς παραγωγική βάση … Το διακύβευμα δεν είναι μέσα ή έξω από το ευρώ, αλλά η “επανένταξη” στο ευρώ με όρους ισοτιμίας και αξιοπρέπειας».[vi]Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα λογικό σφάλμα· πώς μπορούμε να επανενταχθούμε στο ευρώ με όρους ισοτιμίας όταν η συμμετοχή μας στην ίδια την ΕΕ εγγυάται την παραγωγική αποσάθρωση και την αδυναμία οικοδόμησης μιας έστω και υποτυπώδους παραγωγικής βάσης; Το διακύβευμα, με όρους παραγωγικής ανασυγκρότησης, δεν είναι μέσα ή έξω από το ευρώ, αλλά μέσα ή έξω από την ΕΕ.

Μένει λοιπόν στους σχεδιαστές του οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ να εξηγήσουν πώς μπορεί να ανασυγκροτηθεί παραγωγικά μία χώρα δίχως δική της νομισματική πολιτική, δίχως εθνικοποιημένο σύστημα τραπεζικής πίστης, και δίχως το δικαίωμα της κυβέρνησης να διοχετεύσει παραγωγικούς πόρους σε συγκεκριμένους τομείς μέσω επιδοτήσεων, ενίσχυσης των εξαγωγών, και άλλων παρεμβάσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι το ζήτημα της νομισματικής πολιτικής είναι λυμένο μέσα στο Ευρώ, ότι το τραπεζικό σύστημα θα συνίσταται από ένα δημόσιο πυλώνα και από ιδιωτικές τράπεζες που θα έχουν τύχει δημόσιας εξυγίανσης, και ότι η παραγωγική ανασυγκρότηση μπορεί να λάβει χώρα εντός της ΕΕ. Τι κι αν στους θεμελιώδεις κανόνες της Ένωσης περιλαμβάνεται η ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου, η ελευθερία κίνησης προϊόντων και υπηρεσιών, και βέβαια η «ελεύθερη» αγορά και η παρέμβαση στη σχέση δημόσιας-ιδιωτικής ιδιοκτησίας προς όφελος της δεύτερης;

Με άλλα λόγια, τα ζητήματα της εξόδου από το Ευρώ και την ΕΕ, καθώς και της επεξεργασίας εναλλακτικών μορφών ολοκλήρωσης ανάμεσα στις χώρες που θα αποδεσμεύονται από τον ευρωπαϊκό καπιταλιστικό σχηματισμό, δεν αποτελούν ιδιοτροπία κάποιων ταλιμπάν αντι-ευρωπαϊστών. Αντίθετα, ανακύπτουν αναγκαστικά ως αιτήματα συνυφασμένα με κάθε πρόγραμμα προοδευτικού μετασχηματισμού που ατενίζει πέρα από τον καπιταλιστικό ορίζοντα, όσο «εξανθρωπισμένος» κι αν φαντάζει αυτός. Το Ευρώ και η ΕΕ είναι περιφερειακές δομές αυστηρότατης ταξικής πειθάρχησης υπέρ του διεθνοποιημένου κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαίο που ως μόνο όρο υποστήριξης μιας οποιασδήποτε κυβέρνησης, μετεκλογικά, οι ηγέτες των καθεστωτικών κομμάτων έθεσαν τη συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Δεν το έκαναν επειδή θαυμάζουν το Ατόμιουμ στις Βρυξέλλες, ούτε επειδή γοητεύτηκαν από το χάρισμα του Χέρμαν Βαν Ρομπέι. Η αποδοχή της συμμετοχής στις ευρω-ενωσιακές δομές αποτελεί ουσιαστικά αποδοχή του αδύνατου της υπέρβασης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ωστόσο, το πρόβλημα με τον ευρωπαϊσμό του ΣΥΡΙΖΑ δεν έγκειται στην αποδοχή ή μη αυτών των σχέσεων· είναι αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός να αυτό-προσδιορίζεται ιδεολογικά όπως θέλει. Το πρόβλημα έγκειται στην παράλληλη επίκληση του σοσιαλισμού από μέρους του· και την αριστερή πίτα ολόκληρη, και τον ευρωπαϊστή σκύλο χορτάτο;

Κι άλλο new deal για την Ευρώπη;

Σύμφωνα και με έναν εκ των κορυφαίων παραγωγών πολιτικής μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, ο ρεφορμισμός έχει την τάση να αναζητά «‘εναλλακτικές’ οικονομικές πολιτικές διαχείρισης της (διεθνούς) οικονομίας, και μέτρα ‘δημοκρατικής διεξόδου’ για τον ‘θεσμικό εκδημοκρατισμό’».[vii] Εδώ ο Γιάννης Μηλιός περιγράφει με ακρίβεια – και ορίζει ως ρεφορμιστική – τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της ΕΕ, δώδεκα χρόνια πριν τη συνυπογράψει. Το πρόβλημα με την Ένωση, για τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι ο δομικός χαρακτήρας της ως περιφερειακός μηχανισμός καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, παρά μόνο η ασκούμενη πολιτική διαχείρισής της. Έτσι, και οι προτεινόμενες λύσεις (επαναδιαπραγμάτευση, αλλαγή της πολιτικής λιτότητας, κλπ.) αφορούν τη διαχείριση ενός προφανώς ορθού ή έστω καλοδεχούμενου μηχανισμού. Πόσο πιο ειλικρινής και ακριβής μπορεί να υπάρξει ένας κεϋνσιανός σοσιαλδημοκράτης σε σύγκριση με τον Τσίπρα που δηλώνει ότι: «Σε αυτή την κρίση υπάρχουν δύο δρόμοι που μπορούμε να ακολουθήσουμε. Ο ένας είναι ο δρόμος που ακολούθησε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ του new deal της ρύθμισης. … Η Ευρώπη … αξίζει να ακολουθήσει τον δρόμο που ακολούθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του ’30».[viii]

Δυστυχώς, η στάση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι λανθασμένη μόνο με όρους αντικαπιταλιστικής κριτικής, ως ρεφορμισμός· είναι λανθασμένη ακόμα και με τους δικούς του όρους που επικαλείται. Στις σημερινές συνθήκες, η οποιαδήποτε προσπάθεια αναβίωσης του καπιταλισμού του κράτους πρόνοιας είναι καταδικασμένη να ενισχύει ακόμα περισσότερο το ιδιωτικό κεφάλαιο. Χαρακτηριστική υπήρξε η αποκάλυψη της αντίληψης περί εθνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος, πρόταση -σημαία του προεκλογικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Δραγασάκης επεξηγεί: «Πρέπει να συζητήσουμε τον τρόπο που θα γίνει ο δημόσιος έλεγχος, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα του παρελθόντος. Εμείς προκρίνουμε κάτι κοντά στο σουηδικό μοντέλο, όταν η χώρα κρατικοποίησε τις τράπεζες, τις τροφοδότησε με κεφάλαια, τις εξυγίανε, τις κατέστησε κερδοφόρες και τις πούλησε σε ιδιώτες».[ix]Η εθνικοποίηση αλά ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά συνεπώς την πραγματική κοινωνικοποίηση των τραπεζών αλλά την τελική ιδιωτικοποίησή τους από το παράθυρο, μέσω της δημόσιας εξασφάλισης της κεφαλαιακής επάρκειας και κερδοφορίας τους!

Σε ένα πράγμα έχει δίκιο ο ΣΥΡΙΖΑ: στην επίκληση της απειλής που η αδιαλλαξία των ευρωπαίων ηγετών συνιστά για την κοινωνική συνοχή. Πράγματι, απαιτούνται παραχωρήσεις για να υπάρξει κοινωνική συνοχή. Όμως, η αστική τάξη δεν είναι πλέον διατεθειμένη να κάνει υποχωρήσεις, ούτε να διαπραγματευτεί. Ιδεολογικά, η παντοδυναμία των αστών από το ’89 και μετά, η παντελής απουσία αντίπαλου δέους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, σήμαναν και την αδυναμία τους να αντιληφθούν την ανάγκη παραχωρήσεων ως προϋπόθεση διατήρησης της κοινωνικής συνοχής. Οικονομικά, δεν υπάρχουν πλέον οι προϋποθέσεις σε συνθήκες συστημικής κρίσης – δηλαδή εν μέσω της συνεχιζόμενης πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους – για την επανασύσταση αυτού που οι νέοι σοσιαλδημοκράτες φαντασιώνονται ως παλιό, καλό κράτος πρόνοιας. Και αν αυτό ισχύει μία φορά για τα κράτη του αναπτυγμένου καπιταλισμού, ισχύει δέκα για ένα περιφερειακό κράτος όπως η Ελλάδα. Ο Αλέκος Αλαβάνος ορθά σημειώνει: «Μέσα στα πλαίσια όμως της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης που εξισώνει όλες τις κατακτήσεις προς τα κάτω, μέσα στο χώρο της Ευρωζώνης που βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση, εντός της περιφέρειάς της που γονατίζει κάτω από τη δημοσιονομική πειθαρχία, σε μια χώρα δεμένη με δουλικές δανειακές συμβάσεις δεν υπάρχει κανένα, απολύτως κανένα, περιθώριο σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής».[x]

Η ταξική υλικότητα του αριστερού ευρωπαϊσμού

Τελειώνοντας, είναι χρήσιμο να ερμηνευθεί η μετεκλογική στάση του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ της επαναδιαπραγμάτευσης με τους ευρωπαίους εταίρους. Το να την αποδώσουμε σε μία προσπάθεια προεκλογικής παραπλάνησης του κόσμου ή μετεκλογικού καθησυχασμού του είναι κακεντρεχές και απλουστευτικό. Η «αστάθεια» λόγων και θέσεων δεν είναι αποτέλεσμα κακών ή κακών προθέσεων, αλλά συνέπεια της προσπάθειας άρθρωσης ενός αριστερών αποχρώσεων λόγου διαμαρτυρίας με παράλληλη προσκόλληση στο Ευρώ και στην ΕΕ. Τα όρια του ΣΥΡΙΖΑ είναι τα όρια του αριστερού ευρωπαϊσμού: η προσκόλληση στην Ευρώπη ως σύνολο καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Εκεί έγκειται η ουσία του «αριστερού ευρωπαϊσμού»: στην πίστη ότι η ΕΕ είναι κατά βάση μία θεμελιωδώς θαυμάσια ιδέα διότι βασίζεται σε θεμελιωδώς θαυμάσιες κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή σε ένα φαντασιακό ευρωπαϊκό κεκτημένο αστικού κράτους δικαίου και κοινωνικής ευημερίας συνδυασμένης με την οικονομία της αγοράς. Αυτές οι σχέσεις ενίοτε αμαυρώνονται από αρνητικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Ευτυχώς, βρίσκεται πάντα ένας Ολάντ για να αναδιατάξει τους συσχετισμούς αυτούς και να φέρει άρωμα αλλαγής στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ή κάπως έτσι…

Παράλληλα, οι παλινδρομήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, από τη μονομερή διαγραφή του χρέους και τη μονομερή ακύρωση του Μνημονίου στην αναζήτηση μιας ευρωπαϊκής λύσης, αντανακλούν τα όρια του ρεφορμισμού γενικότερα. Επισημαίνοντας την αντίθεση ανάμεσα στον προεκλογικό και στο μετεκλογικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, ο Άλεξ Καλλίνικος τονίζει: «Αυτού του είδους η αμφιταλάντευση είναι στη φύση κάθε είδους ρεφορμισμού. Ο ρεφορμισμός επιδιώκει ταυτόχρονα να εκφράσει την αντίσταση των εργατών στον καπιταλισμό, αλλά και να την περιορίσει μέσα στα πλαίσια του συστήματος».[xi]

Κι αν δεν υπήρχε ρεφορμισμός, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να τον εφεύρει, καθώς μία τεράστια μάζα πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ μετακινείται προς αυτόν. Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό τους; Η προσδοκία ότι είναι ακόμα εφικτή η επιστροφή στα «παλιά», ότι είναι εφικτό να συνεχίσουμε όπως πρώτα. Και η θέση του ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι δυνατή η απόρριψη του Μνημονίου (και κάθε παρεμφερούς προγράμματος δημοσιονομικής πειθαρχίας) με παράλληλη παραμονή στο Ευρώ και στην ΕΕ «κουμπώνει» στην προσδοκία αυτή. Η κρίσιμη λεπτομέρεια, ότι η ακολουθούμενη πολιτική λιτότητας δεν είναι απλώς ένα επιδιορθώσιμο ατόπημα αλλά στρατηγική αναπαραγωγής του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού μηχανισμού στην τρέχουσα κρίση κερδοφορίας, αποσιωπάται. Και η παραπομπή σε μία μελλοντική άρση της λιτότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι μουσική στ’ αυτιά των πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Δεν χρειάζεται να αλλάξουμε σύμφωνα με τις επιταγές του Μνημονίου, ούτε όμως σύμφωνα με τις επιταγές ενός επαναστατικού μετασχηματισμού. Θα αλλάξουν οι Ευρωπαίοι για μας, και μάλιστα χάρις στη δική μας σοφή παρέμβαση.

Ένας καλοπροαίρετος θα υπέθετε ότι αρκεί η συντροφική κριτική του ευρωπαϊσμού αλά ΣΥΡΙΖΑ για να καταδειχτούν οι αντιφάσεις του και να πειστούν οι φορείς του για την ανάγκη άρνησης του Ευρώ και της ΕΕ. Το πρόβλημα όμως είναι μόνο εκ πρώτης όψεως ιδεολογικό· στην ουσία του, είναι ταξικό.  Το κόμμα του Συνασπισμού χαρακτηρίζεται από την ηγεμονία εντός του εκείνων των μερίδων της μικροαστικής τάξης που συνδέονται με ανθεκτικό ομφάλιο λώρο με την ΕΕ. Η σύνδεση αυτή είναι δευτερευόντως μόνο αξιακή ή ιδεολογική· πρωτίστως, είναι στενά οικονομική, υλική. Με άλλα λόγια, το ταξικό υπόβαθρο του Συνασπισμού είναι ευρωπαϊστικό, διότι η υλική και χρηματική σύνδεση με την ΕΕ αποτελεί όρο επιβίωσης και συνθήκη ύπαρξης των ταξικών μερίδων που εκπροσωπεί. Δεν είναι τυχαίο που ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπείτο κατά την περίοδο 2004-2009 στο ευρωκοινοβούλιο από έναν πολιτικό με επαγγελματική ιδιότητα «επιχειρησιακός σχεδιασμός και διαχείριση ευρωπαϊκών προγραμμάτων».[xii] Ερευνητές, οικονομολόγοι, μηχανικοί, καθηγητές πανεπιστημίου, περιβαλλοντολόγοι, στελέχη μη κυβερνητικών οργανώσεων, υπάλληλοι υπουργείων, σύμβουλοι συνδικάτων και τοπικής αυτοδιοίκησης, ως και σύμβουλοι διαχείρισης αναπτυξιακών προγραμμάτων, συνθέτουν τον πυρήνα του στελεχικού και κοινωνικού δυναμικού του Συνασπισμού και ηγεμονεύουν σαφώς μέσα σ’ αυτό. Η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση δεν είναι γι’ αυτούς απλώς μία επιλογή ανάμεσα στις άλλες· είναι όρος ύπαρξής τους. Με αυτή τη χρηματοδότηση – ή, ακριβέστερα, με αυτές τις κοινωνικές σχέσεις – ταξιδεύουν, συμβουλεύουν, ερευνούν, ζουν. Το να ζητήσουμε να απαρνηθούν το θεσμικό μηχανισμό που παράγει αυτές τις κοινωνικές σχέσεις ισοδυναμεί με το να ζητήσουμε από έναν δύτη να κόψει το λάστιχο παροχής οξυγόνου. Είναι όχι μόνο αφελές, αλλά και απάνθρωπο.

Συμπέρασμα

Τι απομένει, τώρα που η περιπέτεια του ΣΥΡΙΖΑ στα σαλόνια της Ευρώπης κατέδειξε την προσκόλλησή του στην ευρωπαϊστική αφήγηση; Απομένει ισχυρό το αίτημα ενωτικής συμπόρευσης εκείνων των δυνάμεων της αριστεράς που θέτουν ως στόχο την υπέρβαση του Ευρώ και της ΕΕ ως μέσα πειθάρχησης υποτελών τάξεων και περιφερειακών χωρών. Από το Αριστερό Ρεύμα του Συνασπισμού και κάποιες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και από το Μέτωπο Αλληλεγγύης μέχρι το ΚΚΕ, ξετυλίγεται ένα δυναμικό ιδεών και ανθρώπων που καλούνται να συμπορευθούν ενωτικά. Ως προς το χώρο του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται ότι το θέλγητρο της εκλογικής μεγέθυνσης και ένας παλιομοδίτικος εισοδισμός έχουν εγκλωβίσει για τα καλά έναν κόσμο που μέχρι χθες μιλούσε ανοιχτά για έξοδο από το Ευρώ και την ΕΕ. Αυτός ο κόσμος, αν και αποστασιοποιείται ρητά από την ατζέντα του «αριστερού» ευρωπαϊσμού, δεν αποστασιοποιείται από έναν πολιτικό σχηματισμό που σε μία μόνο μετεκλογική εβδομάδα μοίρασε τόσους όρκους πίστης στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό μόρφωμα όσους δεν μοίρασε ο Ζαν Μονέ σε ολόκληρη τη ζωή του! Μπορούν οι υγιείς δυνάμεις του πολιτικού φάσματος που μόλις περιγράφηκε να συνομιλήσουν με ταπεινότητα και συντροφικότητα, και να επεξεργαστούν μία κοινή προγραμματική πλατφόρμα; Μπορούν να πάνε το αίτημα της κοινωνικής χειραφέτησης λίγο πιο πέρα από τις ευρωπαϊστικές αυταπάτες, αφενός, και τον σεχταριστικό αυτισμό, αφετέρου; Ιδού …οι Βρυξέλλες, ιδού και το πήδημα.
 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i] Α. Τσίπρας, Συνέντευξη στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, 14 Μαΐου 2012.

[ii] Α. Τσίπρας, Συνέντευξη στο CNBC, 10 Μαΐου 2012.

[iii] Α. Τσίπρας, Επιστολή προς την ευρωπαϊκή ηγεσία, 10 Μαΐου 2012.

[iv] Βλ. R. O. Keohane και J. S. Nye, Power and Interdependence, Βοστώνη: Little, Brown and Co., 1977.
[v] Γ. Δ
ραγασάκης, Συνέντευξη στο «Βήμα», 13/5/2012.

[vi] Στο ίδιο.

[vii] Γ. Μηλιός, «Λόγος περί ‘παγκοσμιοποίησης’ και μαρξιστική Αριστερά», Θέσεις, τ. 72, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2000.

[viii] Α. Τσίπρας, Συνέντευξη στο CNBC, 10 Μαΐου 2012.

[ix] Γ. Δραγασάκης, Συνέντευξη στο «Βήμα», 13/5/2012.

[x] Α. Αλαβάνος, «15 Σημειώσεις στο Πρόχειρο», 12 Μαΐου 2012, www.tometopo.gr

[xi] Α. Καλλίνικος, «Η κρίση στην ευρωζώνη και η αριστερά στην Ευρώπη», Το Βήμα, 17 Μαΐου 2012.

[xii] «Βιογραφικό», www.papadimoulis.gr