Ο Νίκος Πουλαντζάς ως θεωρητικός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
του Ηρακλή Οικονόμου
[Δημοσιεύτηκε σε Χ. Γολέμης & Η. Οικονόμου (επιμ., 2012), Ο Πουλαντζάς σήμερα, Αθήνα: Νήσος, σελ. 283-298]
Εισαγωγή
Μία από τις πιο αποσιωπημένες πτυχές του έργου του Νίκου Πουλαντζά είναι η συμβολήτου στην ανάλυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η αποσιώπηση αυτή συνοδεύτηκε απόμια δίχως τέλος σύγχυση ως προς το τι είπε και τι δεν είπε γύρω από τοευρωπαϊκό ζήτημα. Η παρούσα εργασία φιλοδοξεί να κάνει τρία πράγματα: α) νασυνοψίσει το περιεχόμενο της συμβολής του Πουλαντζά στην ανάλυση της ευρωπαϊκήςενοποίησης, β) να ερμηνεύσει την τόσο ηχηρή απουσία του μαρξιστή διανοητή απότη σημερινή συζήτηση περί ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στο πλαίσιο των ευρωπαϊκώνσπουδών, και γ) να καταδείξει εκείνα τα σημεία των αναζητήσεών του πουδιατηρούν την επικαιρότητά τους και έχουν θέση σε μια κριτική, μαρξιστικήοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σήμερα.
Το επιχείρημα της παρούσας εργασίας είναι συνοπτικά το εξής: Παρόλο που το κύριο σώμα της σκέψης του Πουλαντζά περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα του κράτους και της ταξικής εξουσίας, ο ίδιος μπορεί να θεωρηθεί ως πρωτοπόρος θεωρητικός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και το έργο του «μία από τις πλέον διαυγείς και διορατικές μαρξιστικές αναλύσεις του ευρωπαϊκού πλαισίου που έχουμε».[i] Η απουσία του από τις ευρωπαϊκές σπουδές δεν οφείλεται σε κάποια επιστημονική αναγκαιότητα, αλλά σε ιδεολογικούς παράγοντες και αίτια που αγγίζουν την ευρύτερη μοίρα της μαρξιστικής θεωρίας στις διεθνείς και ευρωπαϊκές σπουδές. Παρά τις γιγαντιαίες μεταβολές που έχει υποστεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση από την πρώιμη περίοδο του Πουλαντζά μέχρι σήμερα, κρίσιμες πτυχές του έργου του διατηρούν την επικαιρότητά τους. Η παρούσα ανάλυση αντιλαμβάνεται τη συνεισφορά του Πουλαντζά όχι ως θέσφατο, αλλά με όρους κριτικούς και ιστορικούς, δηλαδή ως ένα σώμα ιδεών που αντιστοιχεί στο στάδιο ανάπτυξης της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης των μέσων του ’70. Παράλληλα, όμως, δίνει έμφαση στη διαχρονικότητα μέρους αυτών των επεξεργασιών, οι οποίες δεν νοούνται μόνο ως προλεγόμενα μιας μαρξιστικής μεθόδου ερμηνείας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά και ως καθαυτές ερμηνείες, με τη δική τους αυτόνομη αξία.
Ο Πουλαντζάς για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
Τι είπε ο Πουλαντζάς σε σχέση με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση; Η απάντηση βασίζεται κατ’ αρχάς σε μια κριτική ανάγνωση του μοναδικού έργου του που σχετίζεται άμεσα με το θέμα, δηλαδή της ενότητας «Η διεθνοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων και το εθνικό κράτος»στο βιβλίο Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό.[ii] Οι εξαιρετικά αφαιρετικές επισημάνσεις στο βιβλίο του Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός για την πρωτοκαθεδρία της ταξικής πάλης έναντι των θεσμοποιημένων μηχανισμών αφορούν πρωτίστως το εθνικό κράτος και όχι την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.[iii] Η ενότητα «Η διεθνοποίηση…» βασίζεται στο ομώνυμο δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1973 και το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά.[iv] Πρόκειται, δηλαδή, για ένα κείμενο ηλικίας περίπου τεσσάρων δεκαετιών. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο φιλόσοφος θεώρησε σκόπιμο να επανέλθει στο αρχικό δοκίμιό του, να το επεξεργαστεί και να το συμπεριλάβει σε βιβλίο δείχνει από μόνο του την κομβική θέση που κατείχαν στη σκέψη του τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του ιμπεριαλισμού.
Εύκολα συμπεραίνεται ότι ο Πουλαντζάς θεωρούσε το πεδίο της Ευρώπης ως ένα οντολογικά διαφορετικό πεδίο ανάλυσης από αυτό του εθνικού κράτους. Με άλλα λόγια, μόνο αυτόματη και δεδομένη δεν θεωρούσε την εφαρμογή της θεωρίας του για το κράτος πάνω στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αλλιώς, προφανώς και δεν θα είχε συγγράψει μια εξολοκλήρου διαφορετική και πρωτότυπη θεώρηση αυτού του οικοδομήματος, σε σχέση με τη θεώρηση του αστικού κράτους. Στον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας σημειώνει: «Αυτά τα δοκίμια έχουν σαν κύριο αντικείμενο μελέτης τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και συγκεκριμένα τους ευρωπαϊκούς σχηματισμούς, γιατί αυτοί συνιστούν ένα ειδικό πεδίο».[v]
Ο Πουλαντζάς εντάσσει την ερμηνεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε μίαευρύτερη προβληματική περί ιμπεριαλισμού και διεθνοποίησης, ξεκινώντας από τηνέννοια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής:
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής […] χαρακτηρίζεται […] από μια διπλή τάση, που οι δύο όψεις της ξετυλίγονται ταυτόχρονα: από την αναπαραγωγή του μέσα σ’ ένα κοινωνικό σχηματισμό όπου «εδραιώνεται» και εγκαθιστά την κυριαρχία του και από την επέκταση της κυριαρχίας του έξω απ’ αυτόν τον σχηματισμό.[vi]
Υιοθετώντας τη λενινιστική αντίληψη για τον ιμπεριαλισμό, προβάλλει την επέκταση ως εγγενές στοιχείο του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, και την εξαγωγή κεφαλαίων έναντι της εξαγωγής εμπορευμάτων ως ένα αποφασιστικό χαρακτηριστικό αυτού του σταδίου. Ο Πουλαντζάς συναντά τον Λένιν και σε ένα άλλο κρίσιμο σημείο: στον τονισμό του πρωταρχικού ρόλου του παραγωγικού κεφαλαίου στη διαδικασία εξαγωγής κεφαλαίων.[vii] Δεν μένει όμως στον ιμπεριαλισμό ως γενική φάση του καπιταλισμού, παρά εντάσσει το ευρωπαϊκό μόρφωμα ως ενεργό δρώντα μέσα σε αυτή τη φάση. Ο Έλληνας διανοητής σηματοδοτεί την είσοδό του στο πεδίο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όταν συνδέει την ανάλυση του ιμπεριαλισμού με τη μελέτη του κράτους: «είναι φανερό ότι το σημερινό κράτος […] δεν μπορεί να μελετηθεί παρά μόνο σε σχέση με τη σημερινή φάση του ιμπεριαλισμού και τις επιπτώσεις του μέσα στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις».[viii] Η τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) νοείται ως μία από αυτές τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, ή εναλλακτικά ως ιμπεριαλιστικός σχηματισμός.[ix] Είναι όμως ένας σχηματισμός συνδεδεμένος με άλλους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς με σχέσεις κυριαρχίας και εξάρτησης, μέσα σε μια ευρύτερη ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Απόρροια αυτού του αναλυτικού σχήματος είναι η έμφαση στις ευρωατλαντικές σχέσεις και στο ρόλο των ΗΠΑ έναντι της τότε ΕΟΚ.
Ο Πουλαντζάς ασκεί κριτική τόσο στις νεότερες εκδοχές της αλά Κάουτσκι θεωρίας του υπερ-ιμπεριαλισμού όσο και στις επεξεργασίες του Έρνεστ Μαντέλ, ο οποίος εννοούσε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως διαδικασία αντιστάθμισης και αμφισβήτησης της ηγεμονίας των ΗΠΑ εντός της Ευρώπης, αλλά και στις θέσεις του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που εννοούσε τις ενδο-μητροπολιτικές σχέσεις ως σχέσεις αυτόνομων εθνικών κρατών και αστικών τάξεων. Αντιπαραθετικά, προκρίνει την ιδέα της εξάρτησης της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής μητρόπολης από την κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου. Κατά τον Πουλαντζά, ένας κοινωνικός σχηματισμός τελεί υπό κυριαρχία και εξάρτηση όταν «η άρθρωση της οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής δομής του εκφράζει θεμελιακές και ασύμμετρες σχέσεις με έναν ή περισσότερους κυρίαρχους κοινωνικούς σχηματισμούς».[x] Στην περίπτωση των ευρωπαϊκών μητροπόλεων υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, αυτή η εξάρτηση εκφράζεται κατ’ αρχάς μέσα από την αναπαραγωγή εντός της Ευρώπης σχέσεων παραγωγής που αντανακλούν το αμερικάνικο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Η κυριαρχία και η εξάρτηση είναι εσωτερικευμένες και εντυπωμένες στην ταξική και παραγωγική διάρθρωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Παράλληλα, ο Πουλαντζάς εισάγει την έννοια της εσωτερικής αστικής τάξης, δηλαδή μιας εγχώριας – αλλά συνάμα διεθνοποιημένης – αστικής τάξης, η οποία υπόκειται στην κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου, έχοντας απολέσει την πολιτική και ιδεολογική της αυτονομία.[xi]
Πώς στοιχειοθετείται η κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου και η εξάρτηση του ευρωπαϊκού; Ο Πουλαντζάς αντλεί τα επιχειρήματά του από το πεδίο της διεθνούς πολιτικής οικονομίας, επικαλούμενος την αναλογική αύξηση του αμερικανικού κεφαλαίου στον συνολικό όγκο των κεφαλαιακών επενδύσεων στο εξωτερικό, την αναλογική αύξηση των εισερχόμενων επενδύσεων του αμερικανικού κεφαλαίου στην Ευρώπη, την υπεροχή μέσα σ’ αυτές των άμεσων επενδύσεων έναντι των επενδύσεων χαρτοφυλακίου, την αναλογική αύξηση του αμερικανικού κεφαλαίου στην Ευρώπη στον τομέα της μεταποίησης σε σχέση με τη συνολική εξαγωγή αμερικανικού κεφαλαίου στον συγκεκριμένο τομέα, την προέλευση των αμερικανικών επενδύσεων από τους πιο συγκεντρωμένους κλάδους της οικονομίας των ΗΠΑ, και τη συγκεντροποίηση του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στην Ευρώπη μέσω της αύξησης των αμερικανικών τραπεζικών θυγατρικών. Οι συγκεκριμένες διαδικασίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η διεθνοποίηση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου «συντελείται κάτω από την αποφασιστική κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου».[xii]
Παράλληλα, ο Πουλαντζάς θεωρεί ότι η Ευρώπη εμφανίζει τις δικές της, αυτόνομες επεκτατικές τάσεις. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι τόσο ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός όσο και ο ιμπεριαλισμός των άλλων μητροπολιτικών κέντρων, συμπεριλαμβανομένης και της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εμπλέκονται σε μια αέναη πάλη για την κυριαρχία και την εκμετάλλευση των κυριαρχούμενων σχηματισμών στην καπιταλιστική περιφέρεια. Η ηγεμονία των ΗΠΑ δεν αναιρεί την ιμπεριαλιστική φύση και δράση της ενωμένης Ευρώπης: «Στην πραγματικότητα, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και ο ιμπεριαλισμός των λοιπών μητροπόλεων μάχονται για την κυριαρχία και την εκμετάλλευση αυτών των (σ.σ.: εξαρτημένων) σχηματισμών».[xiii] Γι’ αυτό και ο Πουλαντζάς μιλά για κρίση του ιμπεριαλισμού συνολικά, η οποία δεν περιοριζόταν στην αμερικανική ηγεμονία. Όσο για την προσπάθεια αμφισβήτησης αυτής της ηγεμονίας από μερίδες των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, ο Πουλαντζάς θεωρεί ότι αυτή η μάχη γίνεται για το μοίρασμα της ιμπεριαλιστικής πίττας, και καλεί σε ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και τα κρατικά και υπερκρατικά μορφώματα που δρουν στο πλαίσιό του.
Το βασικό θέμα που έχει απασχολήσει ιστορικά τη θεωρία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αφορά το δίπολο υπερεθνικοποίησης – διακυβερνητισμού. Ο Πουλαντζάς απορρίπτει ρητά το σενάριο οικοδόμησης ενός υπερεθνικού κράτους. Παρόλο που αφετηρία του επιχειρήματος είναι η παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ και το ενδεχόμενο ανάδειξης ενός παγκόσμιου κράτους ως συνέπεια αυτής της κυριαρχίας, αυτό βρίσκει εφαρμογή και στον ευρωπαϊκό χώρο.[xiv] Στον πυρήνα της απόρριψης του ενδεχομένου του υπερεθνικού κράτους βρίσκεται η θεωρία της άνισης ανάπτυξης, που συνοδεύεται από μια έμφαση στις συγκεκριμένες ιστορικές, πολιτικο-οικονομικές και θεσμικές ιδιομορφίες κάθε κοινωνικού σχηματισμού. Η παγιωμένη ταξική δομή των εθνικών σχηματισμών συμβάλλει κι αυτή στη διατήρηση εθνοκεντρικών τάσεων, ιδιαίτερα μέσω της αναπαραγωγής της μικροαστικής τάξης και των αγροτικών στρωμάτων. Όμοιο ρόλο παίζει και η αδράνεια που προκαλούν οι διοικητικές γραφειοκρατίες και το πολιτικό – κομματικό προσωπικό, που αντλούν τα προνόμιά τους από το εθνικό κράτος.[xv] Όμως, ο κύριος λόγος για τον οποίο είναι αδύνατη η υπέρβαση του εθνικού κράτους είναι η συγκεκριμένη λειτουργία του ως κάτι πολύ ευρύτερο από ένα απλό εργαλείο ταξικής επιβολής:
Το κράτος που διατηρεί τη συνοχή και την ενότητα ενός ταξικού κοινωνικού σχηματισμού, συγκεντρώνει και συνοψίζει τις ταξικές αντιθέσεις του συνόλου του κοινωνικού σχηματισμού, καθιερώνοντας και νομιμοποιώντας τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και μερίδων έναντι των άλλων τάξεων του σχηματισμού, ενώ συνάμα επωμίζεται τις παγκόσμιες ταξικές αντιθέσεις.[xvi]
Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΟΚ ορίζεται ως μορφή συντονισμού της οικονομικής πολιτικής, η οποία όμως δεν παραγκωνίζει –ούτε στέκεται πέρα και έξω από– τα εθνικά κράτη. Η πλήρης και σε βάθος μεταβίβαση των οικονομικών λειτουργιών του κράτους σε υπερεθνικούς οργανισμούς θεωρείται από τον Πουλαντζά αδύνατη, εξαιτίας του στοιχείου του αδιαίρετου που χαρακτηρίζει τον συνολικό πολιτικό ρόλο του κράτους. Έτσι, συσσωματώσεις όπως η τότε ΕΟΚ γίνονται αντιληπτές ως εκφράσεις προηγούμενων μετασχηματισμών στο εθνικό κράτος που «αποσκοπούν στο να επωμιστεί αυτό τη διεθνοποίηση των δημόσιων λειτουργιών απέναντι στο κεφάλαιο».[xvii]
Ως επιπλέον ένδειξη του αδύνατου της οικοδόμησης ενός υπερεθνικού κράτους,ο Πουλαντζάς αντιπαραβάλλει την υποτιθέμενη υπέρβαση του εθνικού κράτους με τονπραγματικό θρυμματισμό του έθνους ως αποτέλεσμα της οικονομικής διεθνοποίησης.
Δεν βρισκόμαστε εδώ μπροστά στην εμφάνιση ενός νέου κράτους πάνω από τα έθνη, αλλά μάλλον σε διασπάσεις της εθνικής ενότητας που βρίσκονται στη βάση των υπαρχόντων εθνικών κρατών. […] η διεθνοποίηση του κεφαλαίου επιφέρει περισσότερο ένα κομμάτιασμα του έθνους, όπως αυτό είχε σχηματιστεί ιστορικά, παρά μιαν υπερ-εθνικοποίηση του κράτους.[xviii]
Ως παράδειγμα υποστηρικτικό αυτής της θέσης, ο μαρξιστής φιλόσοφος φέρνειτα εθνοτικά – τοπικιστικά κινήματα της εποχής του. Η διόγκωση τέτοιωνκινημάτων, η όξυνση των περιφερειακών ανισοτήτων και η αδυναμία άρθρωσης μιαςκοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας επικυρώνουν την ισχύ αυτού του επιχειρήματοςσήμερα. Αυτή η παρατήρηση γίνεται ακόμα πιο επίκαιρη αν λάβουμε υπόψη τησυμμετοχή της ΕΕ στην ενίσχυση της γλωσσικής, πολιτισμικής καιθεσμικής-περιφερειακής ποικιλομορφίας μέσα στα κράτη-μέλη. Το γεγονός αυτόμπορεί να γίνει αντιληπτό ως μια προσπάθεια διατήρησης και ενίσχυσης τωνεθνοτικών – τοπικιστικών διαφορών εκ μέρους των οργάνων της ΕΕ, και σε δεύτεροεπίπεδο ως μέσο περαιτέρω διάσπασης της εργατικής τάξης στο επίπεδο τηςσυνείδησης και της ιδεολογίας. Αυτό το επιχείρημα ενισχύει τη θέση του Πουλαντζά για το αδύνατο –και μη επιθυμητό εκ μέρους της μονοπωλιακήςδιεθνοποιημένης αστικής τάξης– της οικοδόμησης ενός ευρωπαϊκού υπερεθνικού κράτους.
Η διαχείριση του Πουλαντζά από τη θεωρία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Η σχεδόν καθολική αποσιώπηση της συνεισφοράς του Πουλαντζά στην ερμηνεία της ευρωπαϊκής πολιτικής εκ μέρους των ευρωπαϊκών σπουδών προκαλεί εντύπωση, μόνο όμως σε σχέση με την ιδιαίτερη σημασία αυτής της συνεισφοράς. Γιατί, κατά τα άλλα, αυτή η αποσιώπηση βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με την ευρύτερη θέση της μαρξιστικής θεωρίας μέσα στη θεωρία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Παραδόξως, ο μαρξισμός δεν θεωρήθηκε ποτέ ως νομιμοποιημένη σχολή σκέψης μέσα στα συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο, κι ας ξεφύτρωσε αυτό από τα σπλάχνα της διεθνούς θεωρίας, δηλαδή από ένα σώμα ιδεών με μια σχετική παρουσία μαρξιστικής κριτικής σκέψης.[xix] Ρεαλιστές και διακυβερνητιστές, φιλελεύθεροι και νεολειτουργιστές, κονστρουκτιβιστές και μεταμοντέρνοι, έχουν ιστορικά συμφωνήσει ως προς την αδυναμία ερμηνείας της ευρωπαϊκής πολιτικής από τη μεριά της μαρξιστικής θεωρίας, καθώς και ως προς την ασήμαντη αξία εννοιών όπως η τάξη, το κεφάλαιο, η παραγωγή. Και αυτό το έχουν επισημάνει και μη μαρξιστές θεωρητικοί. Σύμφωνα με τη διαπρεπή διεθνολόγο Χέιζελ Σμιθ, «το κυρίως ρεύμα των σπουδών ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει παραμείνει κυριολεκτικά άθικτο από την ιστορικο-υλιστική θεώρηση».[xx] Παρόμοια είναι και η άποψη του Μπεν Ρόσαμοντ, γνωστού θεωρητικού της ευρωπαϊκής πολιτικής: «Στην πραγματικότητα, δεν αναπτύχθηκε ποτέ ένα συνεκτικό σώμα μαρξιστικών εργασιών πάνω στην ΕΕ, και οι ιστορικο-υλιστικές συνεισφορές στο γνωστικό πεδίο της ΕΟΚ/ΕΕ υπήρξαν σποραδικές, αν και σημαντικές μερικές φορές».[xxi]
Εάν η αποσιώπηση του έργου του Πουλαντζά συνδέεται με έναν ευρύτερο υποβιβασμό του μαρξισμού, τότε καθίσταται αναγκαία η ερμηνεία αυτού του υποβιβασμού. Τα αίτιά του σχετίζονται κατ’ αρχάς με τη φύση και την εξέλιξη των ευρωπαϊκών σπουδών ως γνωστικού κλάδου. Η ανάπτυξη τους ως υπο-πεδίο της θεωρίας διεθνών σχέσεων στα τέλη της δεκαετίας του ’80 συνέπεσε με τη συνολική καταβαράθρωση του ιστορικού υλισμού στις κοινωνικές επιστήμες. Έτσι, σε αντίθεση με κλάδους όπως η διεθνής πολιτική οικονομία, οι οποίοι φέρουν ακόμα τα σημάδια των μαρξιστικών θεωρήσεων των δεκαετιών του ’60 και του ’70, η θεωρία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι εξ ολοκλήρου τέκνο της αντι-μαρξιστικής συναίνεσης των τελευταίων είκοσι χρόνων. Παράπλευρη απώλεια αυτής της συναίνεσης είναι η εξαφάνιση του διαλόγου Πουλαντζά – Μαντέλ γύρω από τη φύση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε σχέση με την καπιταλιστική διεθνοποίηση, ενός διαλόγου που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας και όχι στο πλαίσιο της θεωρίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.[xxii] Ο Μαντέλ υποστήριξε ότι η ανάδυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής επίδρασης της διεθνοποίησης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, προερχόμενη από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε συνθήκες ισχυρότατου ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού ανάμεσα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, για να λάβει τη γνωστή απάντηση του Πουλαντζά αναφορικά με τη διατήρηση της αμερικάνικης ηγεμονίας εντός του ευρωπαϊκού χώρου.
Μετά τη συζήτηση Πουλαντζά – Μαντέλ, το θέμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σχεδόν εγκαταλείφθηκε από τους μαρξιστές στοχαστές. Στις φωτεινές εξαιρέσεις συμπεριλαμβάνονται η κριτική προσέγγιση της Συνθήκης του Άμστερνταμ από τη Χέιζελ Σμιθ, η ερμηνεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης με όρους ιμπεριαλιστικών τάσεων των κρατών-μελών από τους Μπρούνο και Γουλιέλμο Καρκέντι, η εξαιρετικά επίκαιρη μελέτη του Γουλιέλμο Καρκέντι για την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας και η κριτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από τον Βέρνερ Μπόνεφελντ ως πρόγραμμα προσανατολισμένο προς την ανάσχεση των συλλογικών βλέψεων για κοινωνικό έλεγχο και τον περιορισμό της επίδρασης της πολιτικής εξουσίας στη διαδικασία της συσσώρευσης.[xxiii] Μόνο η νεο-γκραμσιανή παραλλαγή του ιστορικού υλισμού κατάφερε να εδραιωθεί ως διακριτή θεωρία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με συγγραφείς όπως ο Στίβεν Γκιλ, ο Ανδρέας Μπίλερ και ο Μπαστιάν βαν Άπελντοορν. Όμως, η διασύνδεσή αυτού του σώματος ιδεών με τον Πουλαντζά υπήρξε ελάχιστη, παρά την κοινή σύνδεση με τον Γκράμσι.
Επίσης, η ανάπτυξη της θεωρίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως κλάδου πλήρως συνδεδεμένου με τα συμφέροντα της ΕΕ σήμανε ότι κάθε θεωρία η οποία αμφισβητούσε αυτά τα συμφέροντα έπρεπε να περιθωριοποιηθεί. Οι ευρωπαϊκές σπουδές έχουν υπάρξει ιστορικά όχι ως σπουδές της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά ως σπουδές για την ευρωπαϊκή ενοποίηση και υπέρ αυτής. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη χρηματοδότησή τους δεν πρέπει να υποτιμάται, ούτε και η ηγεμονία συγκεκριμένων θεωρητικών παραδειγμάτων υπέρ της ΕΕ, σε βαθμό τέτοιο μάλιστα που να επιτρέπει τη σύλληψη του συγκεκριμένου γνωστικού πεδίου ως μηχανισμού νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αναπαραγωγής συγκεκριμένων ιδεολογικών παραδοχών υπέρ αυτής. Ένας Πουλαντζάς που ανατέμνει τον ιμπεριαλιστικό προσανατολισμό του ευρωπαϊκού μορφώματος δεν είχε και δεν έχει καμία θέση σε έναν ερευνητικό κλάδο που, για παράδειγμα, σκιαγραφεί τις εξωτερικές και στρατιωτικές βλέψεις της ΕΕ ως προϊόντα μιας «ειρηνικής», «ηθικής» ή «κανονιστικής» Ευρώπης.[xxiv]
Η επικαιρότητα του Πουλαντζά ως θεωρητικού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Μια προφανής απάντηση στο ερώτημα «πού έγκειται η επικαιρότητα του Πουλαντζά ως θεωρητικού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» είναι «πουθενά», εφόσον τις επεξεργασίες του και τη σημερινή ΕΕ χωρίζουν πάνω από τρεις δεκαετίες. Από τα μέσα του ’70 μέχρι σήμερα εξελίξεις όπως η Κοινή Αγορά, η Συνθήκη τουΜάαστριχτ, η κυκλοφορία του ευρώ, η ενίσχυση των τυπικών εξουσιών τουΕυρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η οικοδόμηση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, μπορούν να ιδωθούν ως γεγονότα που αναιρούν εντελώς το αντικείμενο μελέτης του Έλληνα διανοητή στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Δενείναι όμως έτσι τα πράγματα, ιδιαίτερα καθώς η διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν οδήγησε στην οικοδόμηση ενός υπερεθνικού κράτους. Αντίθετα, έφερε στηνεπιφάνεια νέες αντιθέσεις που επιβεβαιώνουν τις αρχικές προβλέψεις του Πουλαντζά.
Η πτυχή της πουλαντζιανής σκέψης που παρουσιάζεται περισσότερο προβληματική σήμερα είναι η υπερτίμηση εκ μέρους του της εξάρτησης του ευρωπαϊκού μορφώματος από τις ΗΠΑ, μια θέση που στα μέσα του ’70 ανταποκρινόταν πλήρως στην πραγματικότητα, αλλά που πλέον αδυνατεί να περιγράψει τις τάσεις στρατηγικής αυτονόμησης της ΕΕ από τις ΗΠΑ. Η συγκεκριμένη πτυχή απαιτεί περαιτέρω μελέτη, που να αγκαλιάζει τις πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις στο επίπεδο των διμερών σχέσεων ΗΠΑ – ΕΕ, κάτι που ξεφεύγει από τα όρια του συγκεκριμένου κεφαλαίου. Ενδεικτικά, κατά τα έτη 1998, 1999 και 2000, οκτώ, οκτώ και επτά από τις δέκα μεγαλύτερες εξαγορές ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ αφορούσαν εξαγορές αμερικανικών εταιρειών από ευρωπαϊκές.[xxv] Όμως, ακόμα κι αυτή η πτυχή της σκέψης του μεγάλου διανοητή χαρακτηρίζεται από ερμηνευτική ισχύ σήμερα. Για τον Λίο Πάνιτς,
Η οπτική του Πουλαντζά για τη διείσδυση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στα ευρωπαϊκά κράτη είναι ακόμα βάσιμη. Ενδεικτική αυτής της διείσδυσης είναι η πρόθυμη συνεργασία καθενός κράτους-μέλους της ΕΕ με την πιο πρόσφατη επιβεβαίωση της αμερικάνικης στρατηγικής ηγεμονίας έναντι της Ευρώπης – τον πόλεμο του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία. Εκείνοι που εστιάζουν σε δευτερεύοντες εμπορικούς και νομισματικούς ανταγωνισμούς βλέπουν τις μπανάνες και δεν βλέπουν τις βόμβες.[xxvi]
Φαινόμενα όπως η ειδική σχέση ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασίλειου ή η σύγκλιση των νέωνκρατών-μελών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης με τον ατλαντισμό, δεν μπορούν ναγίνουν κατανοητά χωρίς τη συνδρομή αυτών των επεξεργασιών.
Φαίνεται ότι η εμμονή του Πουλαντζά στην ηγεμονία του αμερικανικού κεφαλαίου στην Ευρώπη αποτύπωνε και μια ευρύτερη ιδεολογική αντίθεση προς το όραμα μιας ενωμένης καπιταλιστικής Ευρώπης – αντίβαρο στις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, μια πτυχή της κριτικής του προς τον Mαντέλ αφορούσε τη με τα μάτια του Πουλαντζά de facto συμπόρευσή του δεύτερου με «την τωρινή αστική προπαγάνδα για την “ενωμένη Ευρώπη”».[xxvii] Η βαρύτητα της κατηγορίας μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσα από αυτό το πρίσμα, της a priori εναντίωσης του Πουλαντζά στη θέαση της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως μιας ευπρόσδεκτης εξισορροπητικής διαδικασίας έναντι των άλλων ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Η αξιακή σκοπιά της ανάλυσής του είναι αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική.
Είναι όμως καιρός να διακριθεί το οντολογικό από το κανονιστικό στοιχείο στη θέαση του ευρωπαϊκού μορφώματος. Μπορεί κάποιος να ασκήσει κριτική στην ευρωπαϊκή ενοποίηση από αντικαπιταλιστική σκοπιά χωρίς να παραβλέπει τις διακριτές τάσεις επέκτασης του ευρωπαϊκού κοινωνικού σχηματισμού σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Η κατάδειξη του σχετικά αυτόνομου ρόλου του ευρωπαϊκού κοινωνικού σχηματισμού μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν μεταφράζεται σε υποστήριξή του. Τα μεγάλα βήματα αυτόνομης ανάπτυξης και επέκτασης τουευρωπαϊκού καπιταλισμού, από το ευρώ μέχρι το πρόγραμμα Galileo και από τον ευρωστρατό και τις επεμβάσεις στην Αφρική μέχρι την επέκταση της ΕΕ προς Ανατολάς, δείχνουν πόσο αναγκαία είναι η αναδιατύπωση των πουλαντζιανών κρίσεωνγια την ευρωπαϊκή ενοποίηση χωρίς τη μονόπλευρη άρνηση των τάσεων αυτόνομου επεκτατισμού του ευρωπαϊκού διεθνοποιημένου κεφαλαίου, ακόμα και μέσα στις ΗΠΑ.Όμως, αυτή η «κάθαρση» της σκέψης του Πουλαντζά ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος ερευνητικού σημειώματος.
Ο Κις βαν ντερ Πέιλ εντοπίζει ως εξής τη συμβολή του έλληνα φιλοσόφου: «Αυτό που είδε ο Πουλαντζάς ήταν ότι το κεφάλαιο, καθώς διαπερνά μια εθνική οικονομία, αποδιοργανώνει την κοινωνική συνοχή της και υποτάσσει την άρχουσα τάξη της χώρας στα δικά του σχέδια».[xxviii] Τελικά, αυτή η ανυπέρβλητη αντίφαση απέναντι στην οικονομική διεθνοποίηση και τους εθνικούς όρους αναπαραγωγής της αστικής ηγεμονίας αποτελεί τον κρισιμότερο παράγοντα ανάσχεσης της οικοδόμησης ενός πανευρωπαϊκού κρατικού μορφώματος, αλλά και πηγή συνεχών τριβών και αντιπαραθέσεων εντός της ΕΕ. Και είναι η ανάλυση αυτής ακριβώς της αντίφασης που έχει διαφύγει εντελώς της προσοχής της θεωρίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όντας, η τελευταία, ξεκομμένη από τις μαρξιστικές θεωρίες του κράτους, συμπεριλαμβανομένης και της συμβολής του Πουλαντζά.
Σήμερα, μια πουλαντζιανή προσέγγιση της ΕΕ θα μπορούσε να ενθαρρύνει μια διπλή μετατόπιση του κέντρου βάρους των ευρωπαϊκών σπουδών, από το ευρωπαϊκό στο εθνικό (εθνικό κράτος) και από το ευρωπαϊκό στο παγκόσμιο (παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα). Μια τέτοια μετατόπιση ισοδυναμεί με την πρόσληψη της θεωρίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως κλάδου της διεθνούς πολιτικής οικονομίας, εάν αποδεχθούμε την άποψη του Πουλαντζά ότι η δυναμική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καθορίζεται σε τελική ανάλυση από τη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής. Η στροφή προς την πολιτική οικονομία αποτελεί προϋπόθεση μελέτης των μεταβολών που η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση επιφέρει σε πλευρές του εποικοδομήματος, όπως η άμυνα. Η ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών σε επίπεδο ΕΕ, καθώς και η ανάπτυξη μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, ανταποκρίνονται στην ανάγκη προβολής εξωτερικής ισχύος και καταστολής του ταξικού εχθρού μιας διεθνοποιημένης, μονοπωλιακής μερίδας της αστικής τάξης στην Ευρώπη.[xxix] Καιρός είναι αυτά τα φαινόμενα να μελετηθούν ως τέτοια από τις ευρωπαϊκές σπουδές, και η ενασχόληση με τον Πουλαντζά θα μπορούσε να συμβάλει τα μέγιστα προς αυτή την κατεύθυνση.
Συμπέρασμα
Η παρούσα ανάλυση βρίσκεται σε συμφωνία με τα συμπεράσματα που εξάγει οΆγγελος Ελεφάντης, ένας διανοητής που όπως κι ο Ν. Πουλαντζάς μάς λείπει πολύσήμερα:
Τι απομένει σήμερα από το έργο του Νίκου Πουλαντζά; […] α) εξακολουθεί να ισχύει ότι το σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος έχει κεντρική σημασία για την οργάνωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής υπεραξίας∙ β) ο σύγχρονος μονοπωλιακός καπιταλισμός […] εξακολουθεί να είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον ιμπεριαλισμό […]∙ γ) και η σημερινή διεθνοποίηση της αγοράς […] δεν αφαιρεί τίποτε από τη βαρύτητα και την κεντρικότητα του Έθνους.[xxx]
Πλάι σ’ αυτά τα ευρήματα, δείχτηκε εδώ πώς μια σύγχρονη πουλαντζιανήπροσέγγιση στην ευρωπαϊκή ενοποίηση μπορεί να φωτίσει τις τεράστιες αντιφάσεις της και το αδύνατο της πραγμάτωσής της προς την κατεύθυνση της πολιτικής ενοποίησης. Επίσης, υποστηρίχτηκε ότι η θεωρία του κράτους και η θεωρία τηςευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στον Πουλαντζά είναι δύο διακριτά σώματα ιδεών, που δενεπιτρέπουν την απλή μετάφραση της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως πεδίου συμπύκνωσης ταξικών συσχετισμών όμοιου με το αστικό κράτος. Το ευρωπαϊκό μόρφωμα στονΠουλαντζά είναι πρωτίστως μηχανισμός, και δευτερευόντως πεδίο.
Συνολικά, παρόλη την έντονα θεωρητική της διάσταση, η συμβολή του Πουλαντζά στην ερμηνεία του ευρωπαϊκού φαινομένου είναι πρωτίστως πολιτική. Κοινός παρονομαστής όλως των σύνθετων και συχνά αντιφατικών επεξεργασιών του για την Ευρώπη είναι η σημασία της ταξικής πάλης, η οποία όμως δεν πρέπει να συγχέεται με τον βολονταρισμό των συσχετισμών. Ο Πουλαντζάς δεν κουράζεται να τονίζει την αμετάκλητα καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική φύση του ευρωπαϊκού μορφώματος. Όσο για την κατεύθυνση του πολιτικού προγράμματος της αριστεράς σε εποχές όξυνσης αυτής της κρίσης, ο Πουλαντζάς δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις, αναφερόμενος σε ριζοσπαστικά σοσιαλιστικά μέτρα και σε συντριβή των εθνικών κρατικών μηχανισμών. Επιπλέον, στρέφεται στο εθνικό πεδίο, επισημαίνοντας ότι «η πάλη των λαϊκών μαζών στην Ευρώπη ενάντια στις δικές τους εσωτερικές αστικές τάξεις και ενάντια στα δικά τους κράτη παίζει […] θεμελιακό ρόλο».[xxxi] Όπως συμπεραίνει και ο Μπομπ Τζέσοπ, για τον Πουλαντζά «η πάλη για το σοσιαλισμό πρέπει ακόμα να είναι οργανωμένη γύρω από την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας στο επίπεδο του έθνους-κράτους».[xxxii] Με αυτή την έννοια, το να (ξανα)διαβάσουμε τον Πουλαντζά αποτελεί ένα από τα επαναστατικά καθήκοντα της εποχής μας.
Υποσημειώσεις και βιβλιογραφία είναι διαθέσιμες στην έντυπη έκδοση.