Pages

01 June 2013

Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 


 
Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
 
 

 
του Ηρακλή Οικονόμου


(Δημοσιεύτηκε σε RedNoteBook στις 6 Ιανουαρίου 2012 και σε Βελτιώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες, Αθήνα: RedNotebook, 2013, σελ. 53-58).
 

Γιατί είναι σημαντικό ένα συνέδριο για τους εξοπλισμούς και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), οργανωμένο από την αριστερή ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου; Γιατί αποτελεί μία από τις σπάνιες προσπάθειες της Αριστεράς να εξετάσει την εμπλοκή της ΕΕ στο στρατιωτικό και εξοπλιστικό πεδίο. Πίσω απ’ την αδυναμία κατανόησης αυτής της εμπλοκής κρύβεται η εικόνα της ΕΕ ως πολιτικής (μη στρατιωτικής) δύναμης, μία εικόνα την οποία συμμερίζονται όχι μόνο οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις αλλά και ένα μεγάλο κομμάτι της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Είναι καιρός να αποχαιρετήσουμε τη συγκεκριμένη εικόνα· η ΕΕ, τόσο μέσω των κρατών-μελών της όσο και μέσω της δικής της θεσμικής υπόστασης, βρίσκεται στη δίνη μιας αναπότρεπτης διαδικασίας ενδυνάμωσης του στρατιωτικού της βραχίονα και ενίσχυσης της παραγωγής στρατιωτικών εξοπλισμών.
 
Ο όρος «στρατιωτικο-βιομηχανικό» σύμπλεγμα είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενος, και θα συνιστούσε ηλιθιότητα η άκριτη και μηχανιστική χρήση του. Στην περίπτωση της ΕΕ, οι επικριτές του όρου επισημαίνουν συχνά την πολιτικά χρωματισμένη διάστασή του· ουκ ολίγες φορές, έχω ακούσει επιστήμονες να εξομολογούνται ότι κάθε φορά που ακούνε το συγκεκριμένο όρο βλέπουν να ανεμίζουν πλάι τους κόκκινες σημαίες. Για κάποιους, η έννοια του «συμπλέγματος» υπονοεί την ύπαρξη μιας σκοτεινής συνομωσίας, ενώ έχει επίσης επισημανθεί ότι είναι άλλο να κερδίζεις από μία πολιτική και άλλο να παράγεις και να διαμορφώνεις μία πολιτική. Οι πιο εκλεπτυσμένες κριτικές υπενθυμίζουν την πρωταρχικά εθνική βάση των εταιρειών όπλων, την έλλειψη ενός ευρωπαϊκού κράτους, και την παρουσία ξεχωριστών, εθνικών στρατιωτικο-βιομηχανικών συμπλεγμάτων.
 
Παρ’ όλες τις αντιρρήσεις, η χρήση του όρου «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα» είναι δικαιολογημένη στην περίπτωση της ΕΕ. Η ιδέα του συμπλέγματος δεν υπονοεί κάποια συνομωσία αλλά αναδεικνύεται μέσα από ενδελεχή εμπειρική ανάλυση, όπως στο έργο του Frank Slijper και του Ben Hayes.[1] Επίσης, μια τέτοια έννοια δεν αποκλείει την παράλληλη λειτουργία των εθνικών συμπλεγμάτων, ούτε προϋποθέτει μία ενιαία, πλήρως υπερεθνικοποιημένη και εξευρωπαϊσμένη βιομηχανία όπλων. Αντίθετα, η ιδέα ενός στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος της ΕΕ απεικονίζει κάτι εξαιρετικά αντιφατικό και σύνθετο.
 
Πώς μπορούμε να το ορίσουμε; Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα της ΕΕ είναι ένα σχετικά συνεκτικό αλλά και αντιφατικό μπλοκ κοινωνικο-οικονομικών, θεσμικών, στρατιωτικών και ιδεολογικών δυνάμεων που λειτουργούν σε επίπεδο ΕΕ και στόχο έχουν την προώθηση των συμφερόντων του διεθνοποιημένου ευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού κεφαλαίου και την ενδυνάμωση της ικανότητας προβολής ισχύος της Ένωσης μέσω μιας κοινής εξοπλιστικής πολιτικής.
 
Στην περίπτωση του, συναντάμε τα τρία αναγκαία συστατικά στοιχεία οποιουδήποτε τέτοιου συμπλέγματος: πηγές, δρώντες και αποτελέσματα. Ως προς τις πηγές, υπάρχουν δύο διακριτές αλλά και αλληλένδετες διαδικασίες: η διεθνοποίηση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων και η εγκαθίδρυση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας. Η πρώτη, πρωτίστως οικονομική ως προς τη φύση της, κορυφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 με το σχηματισμό πολυεθνικών, ευρωπαϊκών εταιρειών παραγωγής όπλων, όπως η EADS, και εξαιρετικά διεθνοποιημένων «εθνικών πρωταθλητών» όπως η Thales, η Finmeccanica και η BAE Systems. Οι ρίζες της διεθνοποίησης βρίσκονται στο κύμα ιδιωτικοποιήσεων της δεκαετίας του ’80, και στη συνακόλουθη εθνική και διεθνή συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του στρατιωτικο-βιομηχανικού κεφαλαίου. Η ανάγκη βιομηχανικής ενοποίησης προήλθε καταρχήν από τους πτωτικούς στρατιωτικούς προϋπολογισμούς μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τον ανταγωνισμό από βιομηχανικούς παίκτες εκτός ΕΕ, και τα αυξανόμενα κόστη έρευνας και ανάπτυξης των σύγχρονων οπλικών συστημάτων. Τελικά, ολοένα και μεγαλύτερες εταιρείες με ολοένα και μεγαλύτερα μερίδια αγοράς άρχισαν να σχηματίζουν ένα πυκνό δίκτυο διεθνών δεσμών μέσω εξαγορών, συγχωνεύσεων και άλλων μορφών βιομηχανικής συνεργασίας. Αυτή η διαδικασία γέννησε ένα πανίσχυρο, διεθνοποιημένο, ταξικό και συνάμα πολιτικό υποκείμενο, των οποίων τα συμφέροντα απαιτούσαν τη διαχείριση των εξοπλιστικών θεμάτων σε επίπεδο ΕΕ, παράλληλα με το εθνικό επίπεδο.
 
Όμως, αυτό το υποκείμενο απαιτούσε επίσης ένα μανδύα νομιμοποίησης για τις ενέργειές του· αυτός βρέθηκε στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας, η οποία ξεκίνησε με τη αγγλο-γαλλική συναίνεση στο St. Malo τη διετία 1998-99. Μετέπειτα εξελίξεις, όπως η εκτέλεση πολλαπλών στρατιωτικών και αστυνομικών επιχειρήσεων και η έκδοση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ασφάλειας κάλυψαν τις δράσεις της βιομηχανίας και των συμμάχων της με μία αύρα εκτάκτου ανάγκης και τεχνοκρατικής αναγκαιότητας. Η έμφαση της πολιτικής άμυνας της ΕΕ στην προβολή ισχύος διάνοιξε ατελείωτες ευκαιρίες νομιμοποίησης της παραγωγής και προμήθειας περισσότερων και καλύτερων όπλων, καθώς και της ομογενοποίησης των εθνικών προδιαγραφών και αγορών. Προσθέστε την επιδίωξη μιας ευρωπαϊκής αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ, καθώς και την έννοια της ενότητας ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική ασφάλεια, και έχετε ένα ευρύτατο φάσμα επιχειρημάτων υπέρ της ατζέντας των εξοπλισμών, τα οποία συνέβαλαν στη νομιμοποίηση κάποιων πολιτικά αμφίσημων και ευαίσθητων μέτρων.
 
Αλλά ας μεταφερθούμε πρώτα από τις πηγές στους δρώντες. Το ευρωπαϊκό, διεθνοποιημένο στρατιωτικο-βιομηχανικό κεφάλαιο είναι το πρωταρχικό υποκείμενο στο εν λόγω σύμπλεγμα. Γιατί; Επειδή το στρατιωτικο-βιομηχανικό κεφάλαιο βρίσκεται εγγύτερα στην παραγωγή όπλων και, δεδομένης της θέσης του μέσα στο σύστημα παραγωγής των μέσων της βίας, είναι ένα ταξικό υποκείμενο του οποίου η οικονομική εξουσία μεταφράζεται συστηματικά σε πολιτική εξουσία, με ή χωρίς τη διαμεσολάβηση του αστικού κράτους. Πράγματι, η οικονομική ενοποίηση τροφοδότησε μία διαδικασία πολιτικής ισχυροποίησης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων, με κύριο σταθμό την ίδρυση της Ένωσης Βιομηχανιών Αεροδιαστημικής και Άμυνας της Ευρώπης (ASD) το 2004. Η απόφαση των τριών τομεακών ομάδων πίεσης (Ομάδα Ευρωπαϊκών Αμυντικών Βιομηχανιών – EDIG, Ευρωπαϊκή Ένωση Κατασκευαστών Αεροδιαστημικής – AECMA και Ένωση Ευρωπαϊκής Διαστημικής Βιομηχανίας – EUROSPACE) να συγχωνευθούν σε ένα ενοποιημένο σχήμα δεν θα υλοποιούταν ποτέ δίχως το προηγούμενο κύμα διεθνών και δια-τομεακών συγχωνεύσεων και εξαγορών.
 
Το βάθος και η ένταση της εμπλοκής της βιομηχανίας στη συν-γραφή της πολιτικής εξοπλισμών της ΕΕ και στον ορισμό της ατζέντας δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως πράξη άσκησης πίεσης, ως λόμπυ. Ο φιλόσοφος Istvan Mészáros παρατηρεί ότι «η έκφραση ‘στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα’ … δείχνει με σαφήνεια ότι ασχολούμαστε με κάτι πολύ πιο σταθερά γειωμένο και συνεκτικό από κάποιους άμεσους πολιτικούς/στρατιωτικούς καθορισμούς (και χειραγωγήσεις) που θα μπορούσαν καταρχήν να αντιστραφούν σε εκείνο το επίπεδο».[2] Ασχολούμαστε, δηλαδή, με μία πιο έντονη, δομική εμπλοκή, που κανονικοποιείται και εξομαλύνεται από όλους τους θεσμούς της ΕΕ.
 
Η Ευρ. Επιτροπή και η Γενική Διεύθυνση Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας της ξεχωρίζουν ως ο πολιτικο-θεσμικός πυρήνας του συμπλέγματος· αποτελούν το κρατικόμορφο κέντρο διοίκησης δεδομένης της απουσίας ενός πανευρωπαϊκού κράτους, παράγοντας το «γενικό συμφέρον» ως μακροπρόθεσμο όραμα. Ένα τέτοιο συμφέρον απαιτεί τη διακυβερνητική επικύρωση του Συμβουλίου της ΕΕ καθώς και της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Υπηρεσίας, ενός διακυβερνητικού οργανισμού που έχει αναλάβει επίσημα τη διαχείριση των εξοπλιστικών ζητημάτων της ΕΕ. Ο ρόλος της στην ανάπτυξη δυνατοτήτων συμπληρώνεται με τη χρηματοδότηση προγραμμάτων έρευνας και τεχνολογίας, την προώθηση της εξοπλιστικής συνεργασίας και την επεξεργασία στρατηγικών για τη διατήρηση μις ισχυρής Ευρωπαϊκής αμυντικής, τεχνολογικής και βιομηχανικής βάσης – ένας ευφημισμός για τη στρατιωτικο-βιομηχανική, εταιρική κερδοφορία. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρέχει σταθερή και διακομματική υποστήριξη στο σύμπλεγμα και τους στόχους του, με τη συνδρομή συγκεκριμένων προσώπων από την Υποεπιτροπή Ασφάλειας και Άμυνας. Και βέβαια, δεν μπορεί εξ’ ορισμού να υπάρξει στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα χωρίς τους φορείς της στρατιωτικής εξουσίας. Μέσω της συμμετοχής τους στην Στρατιωτική Επιτροπή της ΕΕ αλλά και στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Υπηρεσία, οι στρατιωτικοί συμμετέχουν σε κρίσιμες αποφάσεις ορισμού προδιαγραφών και κενών στις στρατιωτικές δυνατότητες, κενά τα οποία τα εθνικά κράτη καλούνται να καλύψουν μέσω της προσφυγής στους κατασκευαστές όπλων. Τέλος, το Ινστιτούτο Σπουδών Ασφάλειας της ΕΕ προσφέρει μία «επιστημονική» αύρα στο σύμπλεγμα, παράγοντας αναλύσεις των αμυντικών απαιτήσεων της ΕΕ καθώς και προβλέψεις για την εξέλιξη της βιομηχανίας όπλων.
 
Τέλος, στο σύμπλεγμα περιλαμβάνονται και στοιχεία της «κοινωνίας πολιτών», όπως ιδιωτικές δεξαμενές σκέψης (Security & Defence Agenda) και άτυπες πολιτικές ομάδες ευρωπαϊστικού προσανατολισμού (The Kangaroo Group). Σε μεγάλο βαθμό, ο βραχίονας του συμπλέγματος που εντάσσεται στην «κοινωνία πολιτών» χρηματοδοτείται απευθείας από τη βιομηχανία. Και προκαλεί έκπληξη η σταθερή υποστήριξη που παρέχει στην εξοπλιστική ατζέντα ο οργανωμένος συνδικαλισμός – ή μήπως εργατική αριστοκρατία; – μέσω της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Μεταλλεργατών. Η κινητοποίηση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας δείχνει το μέγεθος του συμπλέγματος και την ηγεμονία του επί των δυνάμεων της εργασίας.
 
Ως προς τα αποτελέσματα, το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα της ΕΕ μπορεί καταρχήν να υπερηφανεύεται για την εγκαθίδρυση νέων γραμμών χρηματοδότησης, όπως το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Έρευνας για την Ασφάλεια που εμπνεύστηκε η Κομισιόν. Η Ευρωπαϊκή Αμυντική Υπηρεσία είναι άλλη μία πηγή χρηματοδότησης για στρατιωτική έρευνα & ανάπτυξη, ενώ η Ευρ. Επιτροπή έχει τροφοδοτήσει την ανάπτυξη διαστημικών προγραμμάτων με στρατιωτικές εφαρμογές, όπως το Galileo και το GMES. Δεδομένης της απουσίας μιας πανευρωπαϊκής υπηρεσίας προμήθειας εξοπλισμών αλλά και ενός πραγματικά ευρωπαϊκού στρατού, το μεγαλύτερο κομμάτι της χρηματοδότησης του συμπλέγματος αφορά την έρευνα & τεχνολογία και όχι την καθεαυτή αγορά στρατιωτικού υλικού. Το τελευταίο καθήκον αναλαμβάνεται ακόμα από τα αστικά κράτη σε εθνικό επίπεδο.
 
Τα αποτελέσματα της λειτουργίας του συμπλέγματος δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά μόνο με ποσοτικούς όρους χρηματοδότησης. Υπάρχει, δηλαδή, μία ποιοτική διάσταση αποτελεσμάτων συμβατών με τα στρατιωτικο-βιομηχανικά συμφέροντα, ακόμα κι αν δεν συνεπάγονται πάντα μία άμεση χρηματοδότηση. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι η μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών αγορών εξοπλισμών μέσω του νομοθετικού Πακέτου Άμυνας της Κομισιόν που εξομάλυνε το καθεστώς ενδο-κοινοτικών μεταβιβάσεων. Μία άλλη πτυχή είναι η επίσημη συμμετοχή της βιομηχανίας στο σύστημα λήψης αποφάσεων της ΕΕ μέσω νέων καναλιών· ενδεικτική είναι η περίπτωση των επιτροπών της ASD στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Υπηρεσίας ή η πολυπληθής παρουσία στελεχών της βιομηχανίας όπλων σε εκθέσεις «ειδικών» (STAR 21, Ομάδα Προσωπικοτήτων για την Ασφάλεια, LeaderSHIP 2015), υπό τη σκέπη και την τυπική εντολή της Κομισιόν. Αξιοσημείωτη είναι και η επίδραση της ΕΕ στη βιομηχανική ενοποίηση. Μέσω της προώθησης συνεργατικών προγραμμάτων, η ΕΕ προωθεί περαιτέρω συγχωνεύσεις και εξαγορές, διαδικασία που καταλήγει σε ισχυρότερες και μεγαλύτερες εταιρίες παραγωγής όπλων.
 
Δεν πρέπει να υπερβάλλουμε την αποτελεσματικότητα και γραμμικότητα του συμπλέγματος. Η απουσία ενός πανευρωπαϊκού κράτους και ενός ενιαίου υπερεθνικού στρατιωτικο-βιομηχανικού υποκειμένου σημαίνουν τη διατήρηση των εθνικών αποκλίσεων. Εξίσου κρίσιμη είναι και η έλλειψη των αναγκαίων χρηματικών πόρων, σε μία εποχή βαθιάς κρίσης σε όλη την ήπειρο. Σε σχέση με τη λειτουργία των εθνικών στρατιωτικο-βιομηχανικών συμπλεγμάτων, το αντίστοιχο ευρωπαϊκό είναι εξαιρετικά αντιφατικό. Αφενός, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός αναπαράγει συστηματικά τη στρατιωτικοποίηση· αφετέρου, οι χρηματοοικονομικοί περιορισμοί και η πολλαπλότητα συμφερόντων ανάμεσα στα διάφορα εθνικά κράτη και τις διάφορες μερίδες του κεφαλαίου περιορίζουν την αποτελεσματικότητα του συμπλέγματος. Ουσιαστικά, είμαστε αντιμέτωποι με μία διάσταση ανάμεσα στο παγκόσμιο εύρος του κεφαλαίου και το περιορισμένο εύρος του έθνους-κράτους· πρόκειται, σύμφωνα με την Ellen Wood, για το πρόβλημα της «μη-αντιστοίχισης των οικονομικών και πολιτικών μορφών του καπιταλισμού».[3] Ενώ οι οικονομικές εξελίξεις απαιτούν υπερεθνικές, κρατικό-μορφες θεσμικές διευθετήσεις, το έθνος-κράτος παραμένει απαραίτητο για την αναπαραγωγή των εθνικών στρατιωτικο-βιομηχανικών συμπλεγμάτων και των πολιτικών προϋποθέσεων της καπιταλιστικής ηγεμονίας.
 
Τι να κάνουμε; Καταρχήν, υπάρχει επείγουσα ανάγκη για την εγκαθίδρυση ενός ερευνητικού κέντρου στις Βρυξέλλες που ως αποστολή θα έχει τη μελέτη και τεκμηρίωση θεμάτων που άπτονται των διαστάσεων «άμυνας», «ασφάλειας» και εξοπλισμών της ΕΕ. Ένα τέτοιο κέντρο θα συνέλεγε κρίσιμα ποσοτικά δεδομένα, θα ενθάρρυνε την κριτική έρευνα, θα τροφοδοτούσε το δημόσιο διάλογο και τις εναλλακτικές προτάσεις πολιτικής· δηλαδή, θα ενδυνάμωνε την αντίσταση στη στρατιωτικοποίηση της ΕΕ. Η περίπτωση της εξοπλιστικής πολιτικής της ΕΕ καταδεικνύει τη σημασία των ιδεών. Οι ιδέες είναι κρίσιμες για τη διατήρηση της ταξικής ηγεμονίας, και η βιομηχανία όπλων και οι σύμμαχοί της το έχουν εμπεδώσει αυτό καλά. Αρκεί να δει κανείς την πληθώρα δεξαμενών σκέψης, συνεδρίων, δημοσιεύσεων και ερευνητικών προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από τους κατασκευαστές όπλων. Οι αντι-ηγεμονικές δυνάμεις οφείλουν να ακολουθήσουν αυτό το «καλό παράδειγμα».
 
Για το τέλος, παραπέμπω στην ευρωβουλευτίνα της GUE/NGL, Sabine Lösing: «Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι περισσότερο στρατό· αυτό που χρειαζόμαστε είναι μία αλλαγή, ένα τέλος στο νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης».[4] Είναι πιθανό ότι αυτό το τέλος προϋποθέτει το τέλος της ίδιας της ΕΕ. Και, πάντως, ο εξωτερικός προσανατολισμός της ΕΕ προς την προβολή ισχύος και τη στρατιωτικοποίηση και ο εσωτερικός προσανατολισμός της προς τον νεοφιλελευθερισμό και την κοινωνική εκμετάλλευση είναι δύο αλληλένδετες διαδικασίες. Η πάλη εναντίον του ενός είναι αξεχώριστη από την πάλη εναντίον του άλλου.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Το παρόν είναι εισήγηση στην ημερίδα «Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως κινητήρια δύναμη των εξοπλισμών» που διοργάνωσε στο Ευρωκοινοβούλιο το Νοέμβριο του 2011 η ομάδα Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά / Βόρεια Πράσινη Αριστερά.
 
Το σύνολο των υποσημειώσεων και πηγών παρατίθεται στην έντυπη έκδοση