Προπτυχιακές σπουδές στο ελληνικό πανεπιστήμιο: Προπαγάνδα και πραγματικότητα
του Ηρακλή Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε σε Το Περιοδικό, 1 Ιουλίου 2016).
Το ελληνικό πανεπιστήμιο συνεχίζει να μας απασχολεί, αν και συχνά για τους λάθος λόγους. Στον εγχώριο δημόσιο λόγο, η συνήθης εικόνα που προβάλλεται είναι αυτή της διάλυσης, μαζί με μια χονδροειδή παρότρυνση του στυλ «όπου φύγει φύγει!» προς τους φοιτητές. Όταν κάποια ελληνικά πανεπιστήμια, εδώ κι εκεί, κάνουν το …λάθος να συμπεριληφθούν στις περιβόητες λίστες με τα καλύτερα ακαδημαϊκά ιδρύματα του κόσμου, αυτό εμφανίζεται ως στατιστικό λάθος ή ως εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Τέλος, κάθε Ιούνιο έχουμε τα κλασικά «εποχιακά» ρεπορτάζ για τους επιτυχόντες στις πανελλαδικές, την προσπάθειά τους και τις φιλοδοξίες τους.
Μια κουβέντα γύρω από το επίπεδο των προπτυχιακών σπουδών στην Ελλάδα, η οποία είχε ανέλπιστη απήχηση (ένδειξη του πόσο κρίσιμη και μάλλον ανέγγιχτη είναι η σχετική θεματολογία), ανοίξαμε ΕΔΩ, στο πάντα φιλόξενο ToPeriodiko.gr, πριν από ενάμισι χρόνο. Το επιχείρημά μας ήταν αρκετά απλό: δεν γίνεται ένα κακό πανεπιστήμιο με κακές προπτυχιακές σπουδές να βγάζει απόφοιτους περιζήτητους σε όλο τον κόσμο. Η πάντα καλοδεχούμενη κριτική εντόπισε κενά, επισήμανε προβλήματα, αλλά και επανέλαβε και κάποια βαθιά ριζωμένα στερεότυπα που δεν φεύγουν φυσικά από τη μια μέρα στην άλλη.
Αφορμή για το παρόν, τώρα, σημείωμα έδωσε ένα δημοσιογραφικό κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» πριν από μερικές μέρες (17/06/2016) με τίτλο «Αρίστευσε, αλλά δεν θα σπουδάσει στην Ελλάδα». Το διαβάζετε ολόκληρο και με προσοχή ΕΔΩ.
Το κείμενο αυτό είναι αξιοπρόσεκτο και πραγματικά αντιπροσωπευτικό της ιδεολογικής λειτουργίας που επιτελούν μέσα ενημέρωσης και άλλοι φορείς διαμόρφωσης της συλλογικής συνείδησης σε σχέση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα. Τι έχουμε εδώ; 993 λέξεις, εκ των οποίων οι πρώτες 397 αφηγούνται την ιστορία της Μαριάννας, μιας αριστούχου των Πανελλαδικών που θέλει να σπουδάσει προπτυχιακές σπουδές Νομικής στην Αγγλία, κι άλλες 100 όπου ο αριστούχος Γιάννης που μόλις μπήκε στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ επισημαίνει τους χαμηλούς μισθούς που μελλοντικά θα τον αποτρέψουν απ’ το να μείνει στην Ελλάδα. Και κάπως έτσι – μαζί με μια ορθή βεβαίως κριτική προς το παράλογο σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων – κυλάει ένα ολόκληρο άρθρο αφιερωμένο στους αριστούχους εισαχθέντες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και κάπως έτσι, το βασικό που συγκρατεί ο αναγνώστης είναι ότι είναι καλύτερο να παίρνεις το πτυχίο σου στο εξωτερικό ακόμα κι αν έχεις εξασφαλισμένη θέση προπτυχιακού φοιτητή στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.
Για να καταλάβετε τη λογική που αντανακλά το συγκεκριμένο άρθρο, φανταστείτε μια συνταγή για παστίτσιο σε περιοδικό μαγειρικής που να ξεκινάει με την παρότρυνση «η μαγείρισσα μάς είπε να μην το δοκιμάσετε, καλύτερα να φτιάξετε μουσακά», ή ένα ταξιδιωτικό ρεπορτάζ για την Ελαφόνησο που να λέει «ξεκινήσαμε να πάμε στην Πελοπόννησο αλλά τελικά πήγαμε στο Μπαλί», ή μια κριτική θεάτρου όπου ο κριτικός προειδοποιεί ότι έχασε την παράσταση και πήγε στα μπουζούκια. Ή ένα ρεπορτάζ για τους τελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος μπάσκετ όπου ο συντάκτης επισημαίνει το πόσο καλύτερη ιδέα θα ήταν να αφήσουμε στην άκρη τον Διαμαντίδη και τον Σπανούλη και να παρακολουθήσουμε τους τελικούς του NBA. Τόσο σχετικό – και τόσο υποτιμητικό για την προσπάθεια δεκάδων χιλιάδων μαθητών και φοιτητών – είναι το να γράφεις για αυτούς που τα έδωσαν όλα για την είσοδό τους στο ελληνικό πανεπιστήμιο υπό τον τίτλο «Αρίστευσε, αλλά δεν θα σπουδάσει στην Ελλάδα».
Αλλά το βασικότερο είναι ότι η λογική αυτή βλάπτει τα ίδια τα παιδιά, λειτουργεί εναντίον τους, και δεν το εννοώ μόνο ψυχολογικά αλλά και πρακτικά. Δηλαδή: η 17χρονη Μαριάννα του άρθρου του «ΒΗΜΑΤΟΣ» ίσως θα ήταν καλύτερο να ξανασκεφτεί την απόφασή της και να πάρει το πτυχίο της στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, προτού ανοίξει τα φτερά της προς την όποια εξειδίκευση επιλέξει στο μέλλον. Γιατί; Καταρχήν, διότι προτού εξειδικευτεί στο Βρετανικό Δίκαιο που της αρέσει θα ήταν καλό να γνωρίσει και άλλους κλάδους δικαίου και να λάβει θεμελιώδεις γνωστικές βάσεις στη νομική επιστήμη συνολικά.
Και ένα ιδανικό μέρος για να το κάνει αυτό είναι η σχολή στην οποία πέρασε στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, με μια αναζήτηση στο διαδίκτυο βλέπουμε ότι ένα αντιπροσωπευτικό LLB Bachelor of Laws κορυφαίου πανεπιστημίου στο Λονδίνο προσφέρει συνολικά μια δεξαμενή 29 μαθημάτων, εκ των οποίων ο φοιτητής επιλέγει τα 13 (6 υποχρεωτικά & 7 επιλογής) σε χρονικό ορίζοντα τριών ετών. Αντίθετα, η Νομική Σχολή στο ΕΚΠΑ προσφέρει συνολικά 102 μαθήματα, εκ των οποίων ο φοιτητής επιλέγει τα 41 (31 υποχρεωτικά & 10 επιλογής) σε χρονικό ορίζοντα τεσσάρων ετών.
«Είναι ποσοτικό μόνο το ζήτημα;» θα ρωτήσετε. Όχι, δεν είναι μόνο ποσοτικό, αλλά είναι πρωτίστως ποσοτικό, εφόσον φιλοσοφικά η ποσοτική συσσώρευση μετατρέπεται σε ποιοτική μεταβολή. Διότι εάν δεν βλέπετε διαφορά μεταξύ της τριετούς φοίτησης και της τετραετούς φοίτησης, τότε θα μπορούσαμε κάλλιστα να καταργήσουμε την οποιαδήποτε ελάχιστη διάρκεια φοίτησης και να κάνουμε τα πτυχία εξαμηνιαία, ή και μηνιαία αν θέλετε. Επίσης, το εύρος της γνώσης που αποκτά ένας προπτυχιακός φοιτητής μετριέται, καλώς ή κακώς, από τον αριθμό των γνωστικών πεδίων στα οποία έχει εισαχθεί κατά τη διάρκεια των σπουδών του. Η διαφορά μεταξύ των 29 διαθέσιμων μαθημάτων στο Λονδίνο και των 102 διαθέσιμων μαθημάτων στην Αθήνα είναι ότι ο φοιτητής του Λονδίνου έχει πολύ λιγότερες επιλογές γνωστικών αντικειμένων. Δεν μπορεί – και να θέλει – να διδαχθεί Φιλοσοφία του Δικαίου, ούτε Κοινωνιολογία του Δικαίου, ούτε Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, ούτε Τραπεζικό Δίκαιο, ούτε Συγκριτικό Συνταγματικό Δίκαιο, ούτε έστω μια Πολιτική Επιστήμη ή μια Ιστορία Πολιτικών Θεσμών, διότι πολύ απλά αυτά δεν διατίθενται. Ακόμα χειρότερα, είναι τεράστια η διαφορά μεταξύ των 13 μαθημάτων που θα διδαχθεί εν τέλει ο φοιτητής στο Λονδίνο και των 41 που θα διδαχθεί στην Αθήνα επειδή πολύ απλά μέσα στα μόλις 13 (ναι, δεκατρία, δέκα τρία) μαθήματα του Λονδίνου αποκλείεται να χωρέσει ο θεματικός πλούτος και το εύρος που προσφέρει ο υπερτριπλάσιος αριθμός διδαχθέντων μαθημάτων με τα οποία αποφοιτά ο φοιτητής στην Αθήνα. Κάτι πολύ βασικό και θεμελιώδες θα μείνει απ’ έξω – όχι όμως αν σπουδάζεις στην ελληνική Νομική.
Τα ίδια – και χειρότερα – ισχύουν και στις πολυτεχνικές σπουδές. Τι θα θέλατε για το παιδί σας, μελλοντικό ηλεκτρολόγο μηχανικό; Τριετές πτυχίο με 27 μαθήματα (Λονδίνο) ή πενταετές πτυχίο με 55 μαθήματα (ΕΜΠ); Χρειάζεται άραγε να σας πείσω για την αξία του ισχυρού μαθηματικού υποβάθρου που παρέχει το πρόγραμμα σπουδών του ελληνικού πολυτεχνείου; Ή για την αξία της εξειδίκευσης που προσφέρει το ΕΜΠ στα δύο τελευταία έτη σπουδών μέσω της ύπαρξης ροών; Ή για την αξία της πολύπλευρης ανθρωπιστικής αντίληψης που προσφέρουν μαθήματα όπως η Φιλοσοφία και η Κοινωνιολογία της Επιστήμης; Καλώς ή κακώς, η πραγματικότητα έχει ήδη απαντήσει στα ερωτήματα αυτά, αναδεικνύοντας τους αποφοίτους του ΕΜΠ στους πιο περιζήτητους υποψήφιους μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς φοιτητές πολυτεχνικών σπουδών στον κόσμο.
Α, ναι, κι όλα αυτά τα ωραία προσφέρονται δωρεάν.
Κανένας δεν αρνείται τα προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα – μεθοδολογικά, οργανωτικά, και άλλα. Αλλά αυτό το φαινόμενο της οργανωμένης κατασυκοφάντησης του ελληνικού πανεπιστημίου «εκ των έσω» είναι πραγματικά παγκοσμίως μοναδικό. Δεν θα βρείτε καμία άλλη οργανωμένη κοινωνία που να επιτίθεται με τέτοιο μένος στα ακαδημαϊκά της ιδρύματα και να έχει ανάγει σε «κοινό νου» την ιδέα ότι αυτά είναι για πέταμα. Ένα μέρος των επιτιθέμενων έχουν τις καλύτερες προθέσεις, αλλά δυσκολεύονται να ξεφύγουν από το κυρίαρχο στερεοτυπικό αφήγημα της ελληνικής μπανανίας και του παραδείσου του εξωτερικού. Κάποιοι άλλοι, πάλι, υπηρετούν ανοιχτά μια συγκεκριμένη ατζέντα: την προώθηση της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την εξασφάλιση συνεχούς ροής Ελλήνων φοιτητών σε πανεπιστήμια του εξωτερικού για προπτυχιακές σπουδές.
Σε κάθε περίπτωση, έχει τεράστια διαφορά το να ρωτήσεις τον εισαχθέντα στο ΕΜΠ αν νοιώθει υπερήφανος που θα φοιτήσει σε μια από τις καλύτερες πολυτεχνικές σχολές της Ευρώπης (μην παθαίνετε αναφυλακτικό σοκ – έτσι είναι) απ’ το αν νοιώθει άσχημα που θα παίρνει 800 ευρώ στον πρώτο του μισθό. Έχει, δηλαδή, διαφορά το να καλλιεργείς στον νέο άνθρωπο πνεύμα φιλομάθειας και υπερηφάνειας για τις επερχόμενες σπουδές του, απ’ το να τροφοδοτείς και να αναπαράγεις την περιρρέουσα μιζέρια και τα κυρίαρχα, διαλυτικά στερεότυπα. Η ευθύνη είναι μεγάλη, διότι η προπαγάνδα περί των προπτυχιακών σπουδών στην Ελλάδα επιστρέφεται σε μας – τις ψυχολογικές, πνευματικές, ακόμα και οικονομικές συνέπειές της τις λούζεται όλη η κοινωνία.
Κλείνοντας, η γνώση είναι σαν τον έρωτα: ερωτεύεσαι τον άλλον γι’ αυτό που είναι, και όχι για το οτιδήποτε υλικό πρόκειται να αποκομίσεις απ’ αυτόν. Έτσι, το ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι χαμηλοί ή ότι η Αθήνα δεν έχει τις ευκαιρίες απασχόλησης του Λονδίνου δεν λέει τίποτα για την παρεχόμενη τριτοβάθμια εκπαίδευση εδώ, ούτε και πρέπει να αποτελεί κριτήριο για τον νέο άνθρωπο ως προς το πού θα επιλέξει να κάνει τις προπτυχιακές του σπουδές. Εξάλλου, αυτός που θα αγαπήσει τις σπουδές του γι’ αυτό που είναι – για τη γνώση, δηλαδή – θα αμειφθεί μακροπρόθεσμα και υλικά, και θα ζήσει μια ζωή με πληρότητα και νόημα. Η καλύτερη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν στον νέο άνθρωπο γονείς, δάσκαλοι και δημοσιογράφοι είναι να του επιτρέψουν να αγαπήσει τις προπτυχιακές του σπουδές στο ελληνικό πανεπιστήμιο και τη γνώση που θα λάβει εκεί: γνώση συντριπτικά ανταγωνιστικού επιπέδου, εύρους και βάθους.