Αποχαιρετισμός στα όπλα …not!
του Ηρακλή Οικονόμου
Δημοσιεύθηκε σε Ουτοπία, τ. 123, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2017, σελ. 7-9.
Η πρόθεση εξαγωγής όπλων (πώληση 300.000 βλημάτων των 105 χιλιοστών) από την ελληνική κυβέρνηση στην κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας παρουσιάστηκε στον δημόσιο λόγο με όρους σκανδάλου / μη σκανδάλου, ανάλογα με το κατά πόσο ο Έλληνας επιχειρηματίας με τον οποίο έγιναν οι συζητήσεις ήταν πράγματι εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της Σαουδικής Αραβίας ή όχι.
Σταδιακά προέκυψε και μια δεύτερη διάσταση της συζήτησης, ως προς το κατά πόσο μπορεί να πουλιέται στρατιωτικός εξοπλισμός σε ένα καθεστώς που βομβαρδίζει αμάχους. Κάπου εκεί ήρθε η απίθανη δήλωση υπέρ της πώλησης του στρατιωτικού υλικού, από τον διευθυντή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστα Ζαχαριάδη, σε ραδιοφωνική συνέντευξή του. Αξίζει να τη θαυμάσουμε σε όλη την έκταση:
«Εγώ προσωπικά, αναφορικά με τη διένεξη της Σαουδικής Αραβίας με την Υεμένη, δεν πιστεύω ότι το ζήτημα αυτό λύνεται με το αν θα πουλήσουμε εμείς όπλα στη Σαουδική Αραβία. Έτσι κι αλλιώς, η κατάσταση αυτή υπάρχει πολύ πριν εμείς υπογράψουμε. (…) Αν κάποιος μου έλεγε ότι αν δεν πουλήσουμε αυτές τις οβίδες ή αυτά τα βλήματα θα υπάρξει ειρήνη στην περιοχή θα το σκεφτόμουνα κι εγώ διαφορετικά. (…) Αν εξαρτιόταν από αυτά τα βλήματα κι απ’ αυτές τις οβίδες μια κρίση στην περιοχή, θα το εξέταζα διαφορετικά. Εκεί όμως υπάρχει η κρίση πολύ πριν αρχίσουμε να συζητάμε για να πουλήσουμε κάτι σ’ εκείνη την περιοχή. Το θέμα δεν σχετίζεται. Όταν μιλάμε για όπλα, τα όπλα σε όλο τον πλανήτη και οι συμφωνίες δεν είναι για αγαθοεργίες, δυστυχώς είναι για κακούς σκοπούς. Δεν θεωρώ ότι η χώρα που πουλάει ένα όπλο έχει την ευθύνη, την ευθύνη την έχει η χώρα που το χρησιμοποιεί».
Το επιχείρημα ότι η κρίση υπήρχε πριν εγκριθεί η πώληση των όπλων και ότι η μη πώληση δεν θα φέρει ειρήνη είναι κυνικό, και γίνεται ακόμα κυνικότερο όταν προτάσσεται για να υποστηρίξει τα έργα μιας κυβέρνησης «πρώτη φορά αριστερά». Παράλληλα, αγνοεί (ή παραβλέπει εκούσια) όλο το σκεπτικό της θέσπισης εμπάργκο όπλων, όπως καταγράφεται στη σύγχρονη διεθνή ιστορία. Ενδεικτικά, τον Νοέμβριο του 1977, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επέβαλλε με την Απόφαση 418 την καθολική και υποχρεωτική απαγόρευση πώλησης όπλων στη Νότια Αφρική, αντιδρώντας στην όξυνση της βίας του καθεστώτος του Απαρτχάιντ και κρίνοντας ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του καθεστώτος αποτελούσαν απειλή για τη διεθνή ασφάλεια. Ευτυχώς που τότε δεν υπερίσχυσε η λογική του «Δεν θεωρώ ότι η χώρα που πουλάει ένα όπλο έχει την ευθύνη, την ευθύνη την έχει η χώρα που το χρησιμοποιεί», γιατί ακόμα θα εξοπλίζαμε το Απαρτχάιντ…
Αλλά και στο δικό μας θέμα, στις 30 Νοεμβρίου 2017 ήρθε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπέρ της θέσπισης πανευρωπαϊκού εμπάργκο όπλων εναντίον της Σαουδικής Αραβίας για να υπενθυμίσει σε όλους ότι η πώληση όπλων σε ένα καθεστώς που βομβαρδίζει αμάχους δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με όρους Ζαχαριάδη. «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έστειλε ένα σαφές και ισχυρό μήνυμα σε κυβερνήσεις όπως η Βρετανική, που είναι συνένοχες στην καταστροφή της Υεμένης. Τα ευρωπαϊκά όπλα έχουν παίξει κεντρικό ρόλο στους βομβαρδισμούς. (…) Και παρά τον πόνο και την καταστροφή, οι πωλήσεις όπλων συνεχίζονται» δήλωσε σχετικά ο Andrew Smith της Εκστρατείας Κατά του Εμπορίου Όπλων (Campaign Against Arms Trade). Και κάπως έτσι φτάσαμε στην τραγελαφική κατάσταση η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να προσπαθεί να δικαιολογήσει την πώληση όπλων στη Σαουδική Αραβία και οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίζουν ναι στο εμπάργκο πώλησης όπλων στη Σαουδική Αραβία!
Το διεθνές νομικό πλαίσιο που δείχνει με σαφήνεια ότι δεν έπρεπε να επιτραπεί η εξαγωγή των βλημάτων ορίζεται από τη Συνθήκη για το Εμπόριο Όπλων του ΟΗΕ, που τέθηκε σε ισχύ στις 24 Δεκεμβρίου 2014. Το άρθρο 7(1) της Συνθήκης επιβάλλει στο κράτος που εξάγει να αξιολογήσει κατά πόσο ο εξοπλισμός θα υποσκάψει την ειρήνη και την ασφάλεια και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την παραβίαση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Και το άρθρο 7(2) ορίζει με σαφήνεια ότι εάν το κράτος που εξάγει συμπεράνει ότι υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, τότε δεν πρέπει να επιτραπεί η σχετική εξαγωγή του στρατιωτικού εξοπλισμού. Έγινε κάποια τέτοια αξιολόγηση από την Ελλάδα; Κατέληξε η χώρα σε κάποιο επίσημο συμπέρασμα για τη μελλοντική χρήση των οβίδων από το Σαουδαραβικό καθεστώς;
Στη σχετική συζήτηση στο ελληνικό κοινοβούλιο, το θέμα τέθηκε στη σωστή ανθρωπιστική του διάσταση μόνο από τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ, και μπράβο του:
«Αναδεικνύεται και με αυτήν την υπόθεση η μπόχα ενός συστήματος που έχει φάει τα ψωμιά του. Εμείς δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για μεγάλο σκάνδαλο αυτό που συζητάμε σήμερα. Αφού σκάνδαλο είναι η ίδια η πώληση οπλικών συστημάτων, όπλων κάθε είδους, σε κράτη – δολοφόνους, όπως η Σαουδική Αραβία που επεμβαίνει ωμά, που βομβαρδίζει και εξοντώνει άλλους λαούς».
Με άλλα λόγια, το κατά πόσο τα όπλα θα πουληθούν με διακρατική συμφωνία ή μέσω μεσάζοντα ελάχιστη σημασία έχει, όταν τα όπλα πρόκειται να χρησιμοποιηθούν εν γνώσει του πωλητή σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον αμάχων.
Και βέβαια, η εμπειρία του «πρώτη φορά αριστερά» με τους εξοπλισμούς δεν αφορά μόνο τη μεριά της πώλησης αλλά και της αγοράς. Λεφτά υπάρχουν – μόνο όμως όταν πρόκειται για τον εκσυγχρονισμό των αμερικανικών αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας P-3B Orion (500 εκατομμύρια δολάρια) ή τον εκσυγχρονισμό των αμερικανικών μαχητικών F-16 (2,4 δισεκατομμύρια δολάρια σύμφωνα με τον Τραμπ, 1,1 δισεκατομμύρια ευρώ σύμφωνα με τον Καμμένο) ή την υπό συζήτηση αγορά μαχητικών F-35 (1,2 δισεκατομμύρια ευρώ). Υποτίθεται ότι η χώρα θα ακολουθούσε ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης, με υποβάθμιση των παρασιτικών εξοπλιστικών δαπανών και αναβάθμιση των παραγωγικών επενδύσεων. Λάθος!
Η Σαουδική Αραβία αλλά και τα F-35 δείχνουν ότι το κομβικό ζήτημα της εξουσίας διαχέεται σε όλους τους τομείς άσκησης κυβερνητικής πολιτικής. Είναι αυταπάτη η ιδέα ότι μπορείς κλαδικά να φτιάξεις «αριστερές» νησίδες μέσα σε μια θάλασσα κυριαρχίας της αστικής εξουσίας. Οι επιλογές στην πολιτική εξοπλισμών (όπως και σε κάθε άλλο χαρτοφυλάκιο, από την παιδεία και την έρευνα μέχρι την εργασία και τη βιομηχανική πολιτική) αντανακλούν ευρύτερες επιλογές που αφορούν τον διεθνή προσανατολισμό και τις εσωτερικές ταξικές προτεραιότητες μιας κυβέρνησης. Η αποδοχή και νομιμοποίηση της εξουσίας του κεφαλαίου από μια κυβέρνηση θέτει, τελικά, κάποια πολύ αυστηρά όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί η πολιτική της – και αυτό δεν αφορά μόνο τα «μεγάλα», όπως π.χ. η πολιτική έναντι των Μνημονίων, των ιδιωτικοποιήσεων, των τραπεζών κλπ., αλλά και τα «μικρά», όπως π.χ. η πολιτική παραγωγής, αγοράς και διάθεσης στρατιωτικού εξοπλισμού.