Η ρωσική στρατιωτική ισχύς και τα κουλουβάχατα της ιστορίας*
του Ηρακλή Οικονόμου
Δημοσιεύτηκε σε Ουτοπία, τ. 123, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2017, σελ. 83-88.
Ελάχιστα πράγματα θυμίζουν σήμερα τη φιλελεύθερη θριαμβολογία περί του «τέλους της Ιστορίας» που αρθρώθηκε ήδη από το 1989, μέσα στην πτώση των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» (Fukuyama 1989)· και ο αυξανόμενος ρόλος της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος στις διεθνείς εξελίξεις σίγουρα δεν είναι ένα από αυτά. Για την ακρίβεια, βλέποντας τα ρωσικά οπλικά συστήματα και τους χειριστές τους να αποχωρούν σταδιακά από τη Συρία έχοντας αλλάξει ριζικά την επιχειρησιακή εικόνα στα πεδία των μαχών εκεί, δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κάποιος πόσο μακριά από την πραγματικότητα στεκόταν τούτη η φαντασιοπληξία ότι δήθεν η επέκταση της παγκόσμιας αγοράς θα έφερνε και την υποχώρηση των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων κάτω από την ομπρέλα του θριάμβου της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Το επιχείρημα του παρόντος σημειώματος είναι το εξής: ότι η ανέλιξη της ρωσικής στρατιωτικής μηχανής σε παράγοντα καθορισμού της διεθνούς πραγματικότητας συνιστά ένα ιστορικό παράδοξο επιρροής ενός προηγούμενου κοινωνικού σχηματισμού στον επόμενο. Η συσσωρευμένη τεχνολογική και βιομηχανική δυνατότητα της Ρωσίας στον κλάδο του στρατιωτικού εξοπλισμού δεν είναι παρά μια κληρονομιά της Σοβιετικής Ένωσης που παρέμεινε εν υπνώσει τα χρόνια αμέσως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, για να αποκαλυφθεί σε όλη της την κλίμακα δύο δεκαετίες μετά, στα χέρια εκείνων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που επεδίωξαν κάτι τέτοιο. Με άλλα λόγια, η στρατιωτική – τεχνολογική και βιομηχανική δυναμική, παρουσιάζοντας αξιοσημείωτη αδράνεια, επιβίωσε και κορυφώθηκε αφότου οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές σχέσεις που την τροφοδότησαν έπαψαν να υπάρχουν.
Το πέρασμα από τη Σοβιετική Ένωση στη Ρωσία σηματοδοτεί το πέρασμα από έναν «αντίπαλο» που είχε τεράστιες στρατιωτικές δυνατότητες αλλά δεν είχε καμία διάθεση να τις χρησιμοποιήσει σε έναν «αντίπαλο» που δεν διστάζει να εκμεταλλευτεί αυτές τις δυνατότητες, να τις εξελίξει, και να τις τοποθετήσει όπου κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο. Το γύρισμα της στρατιωτικής πλάστιγγας στη Συρία και, ευρύτερα, η ικανότητα της Ρωσίας να δημιουργεί πλέον στρατιωτικά τετελεσμένα δεν είναι παρά ένα από τα πολλά και άκρως ενδιαφέροντα κουλουβάχατα της ιστορίας: η «εκδίκηση» – μεταχρονολογημένη, σίγουρα – του «υπαρκτού σοσιαλισμού» απέναντι στον ψυχροπολεμικό εχθρό του. Ένα φαινόμενο που βασίζεται, κι αυτό, σ’ ένα άλλο κουλουβάχατο της ιστορίας: τη γιγάντωση των στρατιωτικών δαπανών και τη διοχέτευση τεράστιου όγκου πόρων από την παραγωγική οικονομία στον στρατιωτικό τομέα τη σοβιετική περίοδο – μια διαδικασία που υποτίθεται ότι θα προστάτευε το καθεστώς αλλά τροφοδότησε κι αυτή, μεταξύ άλλων, την κατάρρευσή του.
Είναι αλήθεια ότι η Δύση έκανε ό,τι μπορούσε για να επιφέρει, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, την ανάδυση της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος – αυτήν ακριβώς την κατάσταση που ήθελε να αποφύγει. Πρώτα με τον πόλεμο στη Γεωργία και μετά με τις εμπορικές κυρώσεις, έδωσε το πάτημα στη Ρωσία να εντείνει τις προσπάθειες ενίσχυσης της εγχώριας στρατιωτικής τεχνολογικής και βιομηχανικής βάσης. Το 2014, με αφορμή το δυτικό εμπάργκο, ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν έθεσε ως στόχο την όσο το δυνατόν ταχύτερη μετάβαση σε καθεστώς στρατιωτικο-βιομηχανικής αυτάρκειας· «πρέπει να κάνουμε τα πάντα ώστε καθετί που χρησιμοποιείται στον αμυντικό μας τομέα να παράγεται στη χώρα μας για να μην εξαρτιόμαστε από κανέναν» (Reuters 2014). Αλλά και νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 2008, τα διδάγματα από τον πόλεμο στη Γεωργία δύο μήνες πριν οδήγησαν σε ένα μεγάλο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμού των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων με χρονικό ορίζοντα την περίοδο 2011-2020 (de Haas 2011: 19-21).
Τίποτε απ’ όλα αυτά, όμως, δεν θα ήταν εφικτό χωρίς το ιστορικό υπόβαθρο της μόνιμης στρατιωτικής οικονομίας που προκάλεσε η σύνδεση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού με την εμπόλεμη κατάσταση. Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή: η επανάσταση των Μπολσεβίκων πραγματοποιείται εν μέσω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και στη συνέχεια ακολουθεί ο εμφύλιος πόλεμος και η εξωτερική στρατιωτική επέμβαση. Στα τέλη της δεκαετίας του ’20 «η αβεβαιότητα κυριαρχούσε στις εκτιμήσεις» των σοβιετικών ηγετών, οι οποίοι «φοβούνταν την έλευση ενός πολέμου που οι ίδιοι δεν είχαν πρόθεση να ξεκινήσουν» (Barber κ.α. 2000: 3). Και από τότε, η Σοβιετική Ένωση εισέρχεται σε φάση προετοιμασίας για πόλεμο, επενδύοντας σε εξειδικευμένες υποδομές παραγωγής στρατιωτικού εξοπλισμού. Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου την αναγκάζει να εφαρμόσει κάτι ακόμα πιο φιλόδοξο: ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα ταχείας μετατροπής του συνόλου της βιομηχανικής της βάσης για στρατιωτικούς σκοπούς.
Μετά τον πόλεμο, επιδιώχθηκε η γιγάντωση του στρατιωτικού τομέα ώστε ακριβώς η ύπαρξη ετοιμότητας να μην οδηγούσε στην επανάληψη αυτής της εμπειρίας σε έναν επόμενο πόλεμο. Ο στόχος ήταν διττός: αφενός, η προμήθεια ενός αποθέματος αμυντικού υλικού προς άμεση χρήση και, αφετέρου, η διατήρηση εφεδρικών παραγωγικών δυνατοτήτων που θα μπορούσαν με ευκολία να ενεργοποιηθούν σε περίπτωση πολεμικής αναμέτρησης (Harrison 1994: 251-252). Η μεταπολεμική στρατιωτική περικύκλωση της Σοβιετικής Ένωσης και η ανάγκη στρατιωτικής εξισορρόπησης των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ιδιαίτερα αφότου αυτές απέκτησαν πυρηνικό μονοπώλιο, σταθεροποίησαν και «κανονικοποίησαν» αυτή την κατάσταση στρατιωτικής προετοιμασίας και την επιδίωξη ολοκληρωτικής τεχνολογικής και παραγωγικής αυτάρκειας στον κλάδο των εξοπλισμών. Ακόμα και σήμερα, δεν υπάρχουν απολύτως αξιόπιστα στοιχεία για τις στρατιωτικές δαπάνες της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά μια αξιόπιστη εκτίμηση δείχνει προς ένα ποσοστό 10% – 16% του ΑΕΠ τις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80, ενώ το εύρος των στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ κινείτο στο 5% – 10% του ΑΕΠ για την ίδια περίοδο (Harrison 2003: Παρ. 30). Δεν προκαλεί έκπληξη αυτό το μεγαλύτερο ποσοστό στρατιωτικών δαπανών – εφόσον η οικονομία των ΗΠΑ ήταν σταθερά μεγαλύτερη από τη σοβιετική, η επίτευξη στρατιωτικής ισορροπίας ήταν εφικτή μόνο με μεγαλύτερο ποσοστό αμυντικών δαπανών επί του ΑΕΠ.
Το αποτέλεσμα της γιγαντιαίας σοβιετικής προσπάθειας στον χώρο της αμυντικής τεχνολογίας ήταν μια σειρά οπλικών συστημάτων που αναπτύχθηκαν τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, τα οποία ακόμα και σήμερα αποτελούν τη σπονδυλική στήλη της ρωσικής στρατιωτικής μηχανής, έχοντας φυσικά περάσει μέσα από διαδοχικές φάσεις εκσυγχρονισμού. Πύραυλοι επιφανείας-εδάφους μεγάλης ακτίνας δράσεως, αντιαεροπορικά συστήματα, αεροσκάφη αναχαίτισης και βομβαρδισμού, επιθετικά & μεταγωγικά ελικόπτερα, άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα μάχης είναι μερικά μόνο από τα οπλικά συστήματα όπου αποτυπώνεται αυτό το καταφανέστατο δεδομένο: το σημερινό στρατιωτικο-βιομηχανικό και τεχνολογικό πλεονέκτημα της Ρωσίας έχει τις ρίζες του στη Σοβιετική Ένωση.
Ας δούμε μερικά από τα ρωσικά οπλικά συστήματα που άλλαξαν την πορεία του πολέμου στη Συρία, με έμφαση στον χρόνο ανάπτυξης και αρχικής παραγωγής τους. Στις αεροπορικές δυνάμεις, συναντάμε καταρχήν τα τακτικά βομβαρδιστικά Su-24M2, τα οποία είναι μια εξελιγμένη έκδοση του Su-24 που εντάχθηκε στη σοβιετική πολεμική αεροπορία το 1975 ενώ η ανάπτυξή του ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Μαζί τους, στάλθηκαν και τα αεροσκάφη εγγύς υποστήριξης Su-25SM – πρόκειται για απόγονο του Su-25, η πρώτη πτήση του οποίου έγινε το 1975 και η παραγωγή ξεκίνησε το 1978. Η ίδια εικόνα εμφανίζεται και στα ρωσικά στρατηγικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη, τα οποία βρέθηκαν στα δελτία ειδήσεων με τις θεαματικές εκτοξεύσεις των πυραύλων cruise Kalibr που έπληξαν στόχους του ISIS. Η επιχειρησιακή ιστορία του «αρχαίου» Tu-95 ανάγεται στα μέσα της δεκαετίας του ’50, το Tu-22M εισήχθη στο σοβιετικό στόλο των στρατηγικών βομβαρδιστικών το 1973, ενώ το νεότερο Tu-160 τέθηκε σε υπηρεσία το 1987. Στα ελικόπτερα βρίσκουμε το Mi-28 που πέταξε για πρώτη φορά το 1982, εγκαταλείφθηκε το 1993, και επανήλθε για να αντικαταστήσει το Mi-24. Από το Mi-24, που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60, προήλθε το Mi-35M, το οποίο χρησιμοποιείται για την παροχή εγγύς υποστήριξης στη Συρία, ρόλος που υπηρετείται και από τα Ka-52. Η παραγωγή τους ξεκίνησε το 1996, αλλά το μοντέλο αποτελεί εξέλιξη του Ka-50, η ανάπτυξη του οποίου ξεκίνησε το 1985 και διήρκεσε όλο το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80.
Αυτή η σύνδεση παρελθόντος και παρόντος είναι δυναμική και όχι στατική. Δηλαδή, την κληρονομιά που δόθηκε από τον προηγούμενο κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό στον επόμενο δεν πρέπει να την αντιληφθούμε σαν έναν σωρό από βόμβες ή κάμποσα παρκαρισμένα τανκ. Ο στρατιωτικός εξοπλισμός καθίσταται παρωχημένος αν δεν εκσυγχρονίζεται ή δεν εξελίσσεται, τροφοδοτώντας νέα, σύγχρονα οπλικά συστήματα. Άρα, εδώ αναφερόμαστε σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από την απλή διατήρηση προϋπάρχοντος οπλοστασίου – αναφερόμαστε πρώτα και κύρια στην ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, την τεχνογνωσία, τις παραγωγικές υποδομές, τα συστήματα καινοτομίας, την έρευνα & ανάπτυξη, σε όλα δηλαδή τα στοιχεία που μεταφέρθηκαν από τη σοβιετική εποχή και επέτρεψαν στη Ρωσία να ανακτήσει το εξοπλιστικό πλεονέκτημα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, μέσα σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας και – εσχάτως – διεθνούς απομόνωσης, και αφού προηγήθηκε η δραματική μείωση της χρηματοδότησης και της ζήτησης για την αγορά όπλων. Όπως σημειώνει ο Sánchez-Andrés (2004: 689), «καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η αμυντική βιομηχανία ήταν ένας από τους τομείς της ρωσικής οικονομίας που επηρεάστηκαν βαθύτερα από την οικονομική κρίση». Ενδεικτικά, το 1997, οι περικοπές είχαν οδηγήσει σε επίπεδα βιομηχανικής παραγωγής στον κλάδο της άμυνας που ήταν 90% χαμηλότερα από το 1991 (Bystrova 2011: 13).
Παρότι μεσολάβησε, λοιπόν, μια δεκαετία δραματικής υπο-χρηματοδότησης, η στρατιωτική-βιομηχανική βάση της Ρωσίας διατηρήθηκε με δυνατότητα εγχώριας παραγωγής και κάλυψης του συνόλου των αναγκαίων εξοπλιστικών δυνατοτήτων. Αυτό δεν θα ήταν δυνατό δίχως «την κληρονομιά της υπερ-στρατιωτικοποίησης κατά τη σοβιετική εποχή» που έθεσε ως «προτεραιότητα, ιστορικά, τη διατήρηση μιας ανεξάρτητης αμυντικο-βιομηχανικής βάσης» (Connolly & Sendstad 2017: 7). Ούτε βεβαίως θα ήταν δυνατή η συνεχιζόμενη ηγετική θέση της Ρωσίας στις εξαγωγές στρατιωτικού υλικού, όπου καταλαμβάνει τη 2η θέση παγκοσμίως πίσω από τις ΗΠΑ, ελέγχοντας το 23% της παγκόσμιας εξαγωγικής πίτας των εξοπλισμών για την περίοδο 2012-2016 (SIPRI 2017: 3). Τα οφέλη από μια τέτοια θέση αφορούν συνολικά τη θέση της Ρωσίας στον διεθνή καταμερισμό ισχύος· μεταξύ άλλων, μέσω των εξαγωγών όπλων η Ρωσία – και κάθε χώρα, γενικότερα – οικοδομεί διμερείς συμμαχίες, αποκτά πρόσβαση και επιρροή στο εγχώριο πολιτικό σύστημα της χώρας που εισάγει, και ωφελείται προφανώς και οικονομικά μέσω των εσόδων από τις πωλήσεις.
Η ιστορική σύνδεση της σοβιετικής εμπειρίας με την τωρινή ρωσική στρατιωτική ισχύ αποτυπώνεται ανάγλυφα στην καταγωγή των μεγάλων ρωσικών εταιρειών παραγωγής όπλων. Ας πάρουμε ένα, μόνο, ενδεικτικό παράδειγμα: την United Aircraft Corporation. Πρόκειται για τον 16ο μεγαλύτερο κατασκευαστή όπλων παγκοσμίως (Defense News 2016) που ιδρύθηκε το 2006 συνενώνοντας τις λειτουργίες όλων των μεγάλων ρωσικών εταιρειών αεροναυτικής. Ποιες είναι αυτές και πότε ιδρύθηκαν; Η Sukhoi ιδρύθηκε το 1939· η MiG επίσης το 1939· η Yakovlev το 1934· η Ilyushin το 1933· η Irkut το 1932· και η Tupolev το 1922. Η σύμπτωση των σοβιετικών προσπαθειών με την τωρινή ρωσική αμυντική βιομηχανία δεν είναι, με άλλα λόγια, σποραδική αλλά απολύτως συνεκτική και καθολική.
Συμπερασματικά, η σημερινή λειτουργία της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος ως ημι-αυτόνομος παράγοντας διαμόρφωσης των διεθνών σχέσεων και αντιθέσεων είναι μια κρίσιμη και μάλλον απρόσμενη πτυχή της κληρονομιάς του Οκτώβρη – πλάι σε πτυχές που ήδη γνωρίζουμε όπως η νίκη απέναντι στον φασισμό, η βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης εντός των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών, και η απελευθέρωση μεγάλων γεωγραφικών ζωνών από τον αποικιακό ζυγό. Τα Τ-90 και τα Su-34 και τα Ka-52 δεν είναι απλώς οι κωδικές ονομασίες κάποιων εξελιγμένων όπλων, αλλά συσσώρευση επιστημονικού, τεχνολογικού και παραγωγικού δυναμικού που προέκυψε από τη σοβιετική περίοδο και τον αντίστοιχο κοινωνικό σχηματισμό εκείνης της περιόδου. Το ότι η όξυνση των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων θα συνοδευόταν τόσο σύντομα από τη διατήρηση και ανάπτυξη της απαραίτητης στρατιωτικο-βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης εκ μέρους της Ρωσίας είναι μια εξέλιξη με απρόβλεπτες μελλοντικές προεκτάσεις· εξέλιξη που βρήκε απροετοίμαστες όχι μόνο τις πολιτικές ελίτ της Δύσης, αλλά και τις στρατιές των ερευνητών στα ινστιτούτα και τις δεξαμενές σκέψης της.
* Φράση δανεισμένη από την ταινία του Τέρι Γκίλιαμ «Οι υπέροχοι ληστές και τα κουλουβάχατα της ιστορίας», 1981. Ευχαριστώ τον Κων/νο Φιλιππακόπουλο για κάποιες σκέψεις του που τροφοδότησαν το παρόν άρθρο.
Βιβλιογραφία
Barber,
J., M. Harrison, N. Simonov & B. Starkov (2000), ‘The structure and
development of the Soviet defence-industry complex’, σε J.
Barber & M. Harrison (επιμ.), The Soviet
Defence Industry Complex from Stalin to Khrushchev, Λονδίνο: Macmillan
Press, σελ. 3-32.
Bystrova,
I. (2011), ‘Russian Military-Industrial Complex’, Papers Aleksanteri, 02/2011, University of Helsinki.
Defense
News (2016), ‘Top 100 for 2016’, διαθέσιμο σε: http://people.defensenews.com/top-100/
Fukuyama,
F. (1989), ‘The End of History?’, The
National Interest (Καλοκαίρι 1989), σελ. 3-18.
de
Haas, M. (2011), ‘Russia’s Military Reforms: Victory after Twenty Years of
Failure?’, Clingendael Paper No. 5,
Netherlands Institute of International Relations.
Harrison, Μ.
(2003), ‘Soviet industry and the Red Army under Stalin:
a military-industrial complex?’, Cahiers du monde russe, τομ. 44,
αρ. 2-3, σελ. 323-342.
Harrison, M. (1994),
‘The Soviet Defense Industry Complex in World War II’, σε J.
Sakudo & T. Shiba, World War II and
the Transformation of Business Systems, Τόκιο: University
of Tokyo Press, σελ. 237-62.
Reuters
(2014), ‘Putin wants Russian defence industry to be self-sufficient’, 14 Μαΐου 2014.
Sánchez-Andrés,
A. (2004), ‘Arms Exports and Restructuring in the Russian Defence Industry’, Europe-Asia Studies, τομ. 56,
αρ. 5, Ιούλιος 2004, σελ. 687-706.
SIPRI
(2017), ‘Trends in international arms transfers, 2016’, SIPRI Fact Sheet, Φεβρουάριος 2017.