Pages

07 June 2019

Συνέντευξη με τη Λετίσια Σεντού, επικεφαλής του δικτύου ENAAT, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα





«Το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα συνιστά απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια»


Συνέντευξη με την Λετίσια Σεντού, Συντονίστρια του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά του Εμπορίου Όπλων.



τη συνέντευξη έλαβε και μετέφρασε ο Ηρακλής Οικονόμου

(δημοσιεύτηκε στην Iskra, 7 Μαΐου 2019)


Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Κατά του Εμπορίου Όπλων (European Network Against Arms Trade – ENAAT) είναι το σημαντικότερο σημείο συνάντησης και συντονισμού των ειρηνιστικών οργανώσεων στην Ευρώπη. Η βασική εκστρατεία του δικτύου αυτή την περίοδο έχει την επωνυμία NoEUmoney4arms (Όχι ευρωπαϊκό χρήμα για όπλα) και στόχο να αποτραπεί η ένταξη της έρευνας & ανάπτυξης όπλων στον προϋπολογισμό της Ευρ. Ένωσης. Η θέσπιση του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα σηματοδοτεί τη χρηματοδότηση των βιομηχανιών όπλων από την ΕΕ με 13 δισεκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2021-2027.
 
Συναντήσαμε στις Βρυξέλλες τη Laëtitia Sédou, Συντονίστρια του ENAAT και κορυφαία φιγούρα του ευρωπαϊκού ειρηνιστικού κινήματος. Στη συζήτηση που ακολουθεί, αναλύει τους κινδύνους που προκύπτουν από την είσοδο της ΕΕ στο πεδίο των εξοπλισμών και εξηγεί γιατί η χρηματοδότηση της έρευνας για όπλα από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό πρέπει να τύχει της αποδοκιμασίας κάθε Ευρωπαίου πολίτη.


Η τρέχουσα εκστρατεία του ENAAT, NoEUmoney4arms, έχει βάλει στο στόχαστρο της κριτικής της το νεοσύστατο Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα. Μπορείτε να μας δώσετε μια σύνοψη του νέου αυτού χρηματοδοτικού προγράμματος της ΕΕ;

Την Πέμπτη 17 Απριλίου 2019, η πλειοψηφία των Ευρωβουλευτών ενέκρινε τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα στον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ που αφορά την περίοδο 2021-2027. Ωστόσο, η χρηματοδότηση της ΕΕ για την έρευνα & ανάπτυξη νέων ή «βελτιωμένων» όπλων και στρατιωτικής τεχνολογίας έχει ξεκινήσει ήδη με πιλοτικά προγράμματα – την Προπαρασκευαστική Δράση για την Έρευνα στον τομέα της Άμυνας (Preparatory Action on Defence Research – PADR) και το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Βιομηχανικής Ανάπτυξης στον τομέα της Άμυνας (European Defence Industrial Development Programme – EDIDP). Συνολικά, τα δύο αυτά προγράμματα χρηματοδότησης ήδη εκτρέπουν 590 εκατομμύρια ευρώ από τον τρέχοντα προϋπολογισμό της ΕΕ για την περίοδο 2017-2020. Για την περίοδο 2021-2027 η πρόταση ανέρχεται σε 13 δισεκατομμύρια ευρώ – ποσό μεγαλύτερο από το κονδύλι της ΕΕ (11 δισεκατομμύρια ευρώ) που αφορά την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας! Ωστόσο, το ακριβές ύψος του προγράμματος θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης και θα συμφωνηθεί μετά τις Ευρωεκλογές.

Αυτή η χρηματοδότηση θα καταλήξει σε κέντρα εφαρμοσμένης έρευνας στον τομέα της ασφάλειας και σε εταιρείες κατασκευής όπλων, αλλά και σε εταιρείες εκτός του στρατιωτικού τομέα που εργάζονται σε τεχνολογίες που είναι σχετικές με τον στρατό, όπως π.χ. η τεχνητή νοημοσύνη. Το Ταμείο θα επικεντρωθεί σε «τεχνολογίες αιχμής», όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και τα αυτόνομα συστήματα, καθώς και η επιτήρηση και συλλογή πληροφοριών, η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, και η ασφάλεια θαλάσσιων μεταφορών. Μέρος της χρηματοδότησης θα διατεθεί για «αποδιοργανωτικές» τεχνολογίες οι οποίες μπορούν «να αλλάξουν ριζικά την έννοια και τη διαχείριση των αμυντικών υποθέσεων» – δηλαδή του πολέμου.

Γιατί το ENAAT αντιτίθεται στη χρηματοδότηση της βιομηχανίας όπλων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ;

Καταρχήν, το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα αποτελεί απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια. Συγκεκριμένα, υπερβαίνει το όριο εκείνο που είχε τεθεί από την ίδρυση της ΕΕ και της απαγόρευε τη χρηματοδότηση στρατιωτικών δραστηριοτήτων, ενώ αντιτίθεται και στο όραμα των ιδρυτών της ΕΕ που θεωρούσαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα & Χάλυβα ως έναν τρόπο για να αποφευχθεί μια νέα κούρσα εξοπλισμών. Το Ταμείο, αντίθετα, θα επιδεινώσει την παγκόσμια κούρσα των εξοπλισμών και την ανάπτυξη μη επανδρωμένων και αυτόνομων οπλικών συστημάτων που θα ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη. Εξάλλου, η ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων πραγματοποιεί μεγάλο μέρος των πωλήσεών της εκτός Ευρώπης: η επιδότηση της έρευνας & ανάπτυξης της βιομηχανίας όπλων για την ενίσχυση της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητάς της θα αυξήσει αναπόφευκτα τις εξαγωγές όπλων της ΕΕ σε περιοχές όπου υπάρχει ένταση ή συγκρούσεις. Με τη σειρά της, η εξάπλωση των όπλων ενθαρρύνει τη χρήση βίας αντί για την υιοθέτηση ειρηνικών λύσεων.

Επιπλέον, το Ταμείο εκτρέπει πεπερασμένους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους εις βάρος των μη στρατιωτικών προτεραιοτήτων και της ειρηνικής επίλυσης συγκρούσεων. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει μια στροφή προς την αναζήτηση τεχνολογικών και στρατιωτικών «απαντήσεων» στις πολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις – μια εξέλιξη που είναι καλή για τη βιομηχανία όπλων και κακή για τους πολίτες. Και αντίθετα με την επίσημη επιχειρηματολογία, δεν θα οδηγήσει σε εξοικονόμηση πόρων, καθώς το Ταμείο δεν θα υποκαταστήσει τις εθνικές δαπάνες έρευνας & ανάπτυξης, και τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα εξακολουθήσουν να πιέζονται να αυξήσουν τις εθνικές στρατιωτικές τους δαπάνες στο πλαίσιο των δεσμεύσεων τους στο ΝΑΤΟ.

Το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα δεν είναι καλό ούτε και για την ευρωπαϊκή οικονομία. Η βιομηχανία όπλων είναι ένας δυσλειτουργικός οικονομικός τομέας που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις δημόσιες δαπάνες και προσφέρει περιορισμένη απασχόληση ή ανάπτυξη. Σε επίπεδο ΕΕ, αντιπροσωπεύει ένα μικρό μερίδιο της ευρωπαϊκής οικονομίας, άνισα κατανεμημένο σε λίγες μεγάλες χώρες, και οι οικονομολόγοι έχουν καταδείξει τον ουδέτερο ή αρνητικό αντίκτυπο των στρατιωτικών δαπανών στην ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις σε αυτόν τον κλάδο δημιουργούν λιγότερες θέσεις εργασίας και με υψηλότερο κόστος σε σχέση με τις θέσεις εργασίας που δημιουργούν άλλοι τομείς, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Και η επιδότηση της στρατιωτικής έρευνας & ανάπτυξης θα εκτρέψει κεφάλαια και εξειδικευμένους ανθρώπινους πόρους από τις μη στρατιωτικές ανάγκες, διότι υπάρχει έλλειψη εξειδικευμένων μηχανικών, επιστημόνων και τεχνολόγων πληροφορικής σε ολόκληρη την ΕΕ. Κι ούτε θα επιλύσει το Ταμείο το πρόβλημα της υπερβάλλουσας παραγωγής και της επικάλυψης απ’ το οποίο πλήττεται η ευρωπαϊκή βιομηχανία, καθώς αυτό θα απαιτούσε να δοθεί προτεραιότητα σε συγκεκριμένες εταιρείες και οπλικά συστήματα έναντι άλλων. Είναι ξεκάθαρο ότι οι εθνικές κυβερνήσεις δεν είναι διατεθειμένες να λάβουν τις πολιτικές αποφάσεις για να συμβεί κάτι τέτοιο.

Συνοψίζοντας, είμαστε αντίθετοι προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα καθώς αφορά την επιδότηση ενός κερδοφόρου και επικίνδυνου κλάδου με δημόσιο χρήμα, και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις προσδοκίες των πολιτών.

Ποιο είναι το όραμα του ENAAT σχετικά με την πολιτική έρευνας της ΕΕ; Πού πρέπει να πηγαίνουν τα χρήματα της έρευνας, αν όχι στη βιομηχανία όπλων;

Καταρχήν, κάθε ερευνητικό πρόγραμμα της ΕΕ θα πρέπει να παραμείνει αυστηρά μη στρατιωτικό, ώστε να σέβεται το γράμμα και το πνεύμα των ευρωπαϊκών συνθηκών. Το άρθρο 41 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρει σαφώς ότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός της ΕΕ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση στρατιωτικών λειτουργιών. Σύμφωνα με τον γνωστό Γερμανό δικηγόρο Andreas Fischer-Lescano, το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα είναι παράνομο. Επίσης, υπάρχουν πολλοί άλλοι βιομηχανικοί κλάδοι που θα χρειαστούν περισσότερες επενδύσεις έρευνας & ανάπτυξης για την επίλυση κρίσιμων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ΕΕ και ο κόσμος, ξεκινώντας από το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή: ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κυκλική οικονομία, και κατασκευές φιλικές προς το περιβάλλον είναι κάποια παραδείγματα βιομηχανικών τομέων που θα μπορούσαν να προσφέρουν περισσότερες θέσεις εργασίας και περισσότερα οφέλη για τους πολίτες. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι στον εξοπλιστικό τομέα είναι εργαζόμενοι υψηλής εξειδίκευσης που θα μπορούσαν να μεταπηδήσουν ευκολότερα σε άλλους βιομηχανικούς τομείς.

Φυσικά, ένας άλλος τομέας στον οποίο η ΕΕ πρέπει να επενδύσει πολύ περισσότερο είναι η οικοδόμηση της ειρήνης και η πρόληψη των συγκρούσεων. Η μετατόπιση ενός μέρους μόνο των τεράστιων συνολικών στρατιωτικών δαπανών θα επέτρεπε την αντιμετώπιση πολλών από τις απειλές κατά της ανθρώπινης ασφάλειας. Ειδικότερα, θα μπορούσε να συμβάλει στην εκρίζωση των βασικών αιτιών πολλών συγκρούσεων, με τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, την πρόσβαση σε νερό και γη, τη μείωση των ανισοτήτων και των διακρίσεων, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την πάταξη της διαφθοράς, την υποστήριξη του κράτους δικαίου, και την επίτευξη των Στόχων Ανάπτυξης της Χιλιετίας. Ορισμένοι από τους στόχους αυτούς θα χρειαστούν τεχνολογική πρόοδο και τεχνολογικά εργαλεία για να υλοποιηθούν· ωστόσο, η τεχνολογία δεν συνιστά ποτέ απάντηση στις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις. Τέτοιες απλές «λύσεις» σε σύνθετα προβλήματα θα ωφελήσουν απλώς τη βιομηχανία που ασκεί πιέσεις υπέρ των συμφερόντων της.

Η οικοδόμηση της ειρήνης, ειδικότερα, βασίζεται στον διάλογο και στη διαμεσολάβηση, στις προσεγγίσεις που δίνουν έμφαση στην κοινότητα, στην εκπαίδευση για την ειρήνη κλπ. Δεν καταναλώνει τεχνολογία, αλλά ανθρώπινο δυναμικό – η οικοδόμηση της ειρήνης χρειάζεται συγκεκριμένες ανθρώπινες δεξιότητες, επαρκείς ανθρώπινους πόρους, και ευελιξία, συνεργασία και συνέχεια. Έτσι, τα 13 δισεκατομμύρια ευρώ του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα θα συνέβαλαν πολύ περισσότερο στην ειρήνη και την ασφάλεια εάν επενδύονταν στους ανθρώπινους πόρους, την οικοδόμηση δεξιοτήτων, και την ανθρώπινη αλληλεπίδραση στον τομέα της οικοδόμησης της ειρήνης. Αυτό θα δημιουργούσε επίσης έναν σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας, από την έρευνα για ειρηνικούς σκοπούς έως τη διαχείριση έργου, την κατάρτιση για δεξιότητες που σχετίζονται με την οικοδόμηση της ειρήνης, και τις κατάλληλες μεθόδους αξιολόγησης.

Αντανακλά η θέσπιση του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα μια ευρύτερη τάση στρατιωτικοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Αν ναι, σε ποιο βαθμό είναι η τάση αυτή μη αναστρέψιμη; Και τι μπορούν να κάνουν οι πολίτες της ΕΕ γι’ αυτό;

Βλέπουμε πράγματι μια τάση στρατιωτικοποίησης της ΕΕ υπό την έννοια ότι ο τομέας των εξοπλισμών παρουσιάζεται πλέον ως ένας «κανονικός τομέας επιχειρηματικής δραστηριότητας» και ως προτεραιότητα σε ένα ευρύ φάσμα μη στρατιωτικών πολιτικών της ΕΕ, μέσω των οποίων θα επιχορηγείται η βιομηχανία όπλων. Επιπλέον, προωθούνται ολοένα και περισσότερο στρατιωτικές απαντήσεις για την αντιμετώπιση υποτιθέμενων απειλών, όπως οι μεταναστευτικές ροές ή η αστάθεια σε γειτονικές περιοχές, περιθωριοποιώντας αργά αλλά σταθερά τις παραδοσιακές ειρηνικές προσεγγίσεις.

Η τάση αυτή δεν είναι – τουλάχιστον όχι ακόμα – μη αναστρέψιμη, ιδίως ενόψει των προσεχών Ευρωεκλογών. Τα τρέχοντα πιλοτικά προγράμματα για τη χρηματοδότηση της έρευνας για τους εξοπλισμούς θα περατωθούν το 2020 και η τελική απόφαση για τη διάθεση 13 δισεκατομμυρίων ευρώ στο Ταμείο της ΕΕ για την Άμυνας από το 2021 θα ληφθεί το φθινόπωρο: το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα έχει μια τελευταία ευκαιρία να πει όχι στο να δίνονται χρήματα της ΕΕ για όπλα. Οι πολίτες μπορούν να ζητήσουν από τους υποψήφιους Ευρωβουλευτές να εκφράσουν ανοιχτά τις απόψεις τους για το θέμα, και να ψηφίσουν εκείνους που είναι έτοιμοι να απορρίψουν τη σχετική συμφωνία και να δώσουν προτεραιότητα σε ειρηνικές πολιτικές. Επίσης, μπορούν να παρακολουθούν και να υποστηρίζουν τις ενέργειες των ομάδων του ειρηνιστικού κινήματος που στρέφονται ενάντια του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα. Και φυσικά μπορούν επίσης να αμφισβητήσουν τις εθνικές τους κυβερνήσεις και τους βουλευτές των εθνικών κοινοβουλίων, τονίζοντας ότι αυτό που χρειάζονται οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν είναι περισσότερα όπλα.