Pages

02 October 2020

Εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας: Η ελληνική εκδοχή του τέλους της ιστορίας






Εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας: Η ελληνική εκδοχή του τέλους της ιστορίας

 

των Νικόλαου Καραμπέκιου & Ηρακλή Οικονόμου

 

Ο εξευρωπαϊσμός, η βαθμιαία μετάβαση και υιοθέτηση ευρωπαϊκών προτύπων συμπεριφοράς και διακυβέρνησης, αποτέλεσε την προκριμένη εθνική πολιτική για την αντιμετώπιση και διαχείριση της Τουρκίας από την πλευρά της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, η ελληνική προσέγγιση διαχείρισης των τουρκικών διεκδικήσεων διέπετο από την βασική παραδοχή ότι στο βαθμό που η Τουρκία επεδίωκε να γίνει μέλος της ΕΕ, αυτές οι ακραίες διεκδικήσεις θα λειαίνονταν και θα ‘εγκλωβίζονταν’ στο πλαίσιο της συμμετοχής στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με αποτέλεσμα να απομειωθεί το ακραία ρεαλιστικό τους ενδεχόμενο, δηλαδή, η πιθανότητα πολεμικής αναμέτρησης. Αυτό θα γινόταν στον βαθμό που οι τουρκικές κοινότητες άσκησης δημόσιας πολιτικής θα γίνονταν κοινωνοί και υπερασπιστές των αρχών της διαπραγμάτευσης, της ειρηνικής συμβίωσης, της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, κλπ. υιοθετώντας το ευρωπαϊκό πλαίσιο άσκησης πολιτικής. Αυτή η υπόθεση εργασίας αποτέλεσε την κεντρική πολιτική παραδοχή όλων των πρόσφατων ελληνικών κυβερνήσεων. Η συγκεκριμένη παραδοχή συνοδευόταν από έναν ευρύτερο πλαίσιο θέσεων που τόνιζαν τη δυνητική προστασία των εθνικών συνόρων μέσα από ευρωπαϊκού επιπέδου στρατιωτικές δομές καθώς και την κυρίαρχη σημασία των οικονομικών κινήτρων που διατίθενται από την ΕΕ προς την Τουρκία ως μέσο κατευνασμού.

 

Η λογική συνοχή του παραπάνω πλαισίου αναφοράς είχε να κάνει με την εκπεφρασμένη επιδίωξη της Τουρκίας να αποτελέσει μέλος της ΕΕ. Δηλαδή, μόνο εάν η Τουρκία ήθελε να γίνει μέλος της ΕΕ θα αποδεχόταν το κόστος που θα εμπεριείχε η υιοθέτηση των παραπάνω αρχών του δημοκρατικού διαλόγου και της ανεκτικότητας, κάτι που με την σειρά του θα οδηγούσε στην απεμπόληση του μέχρι τώρα μοντέλου διακυβέρνησης και δημόσιας πρακτικής, η οποία χαρακτηρίζεται από αυταρχισμό και έλλειμμα δημοκρατίας. Εάν αποφάσιζε ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο δεν της είναι αρεστό ή/και ωφέλιμο, τότε το παραπάνω πλαίσιο αναφοράς έχανε την έλξη του. Γιατί να υποστεί κάποιος τη βάσανο των δημοκρατικών ιδεωδών όταν δεν έχει να κερδίσει κάτι; Δεν αναφερόμαστε φυσικά στον στόχο της εργαλειακής και à la carte πρόσβασης σε ευρωπαϊκά κονδύλια, που παραμένει για την Τουρκία, αλλά στη μόνιμη και οριστική πρόσδεση στο ευρωπαϊκό άρμα που απεδείχθη απλώς ένα ελληνικό wishful thinking.

 

Αυτό το ενδεχόμενο δεν απασχόλησε ποτέ τον ελληνικό δημόσιο διάλογο με αποτέλεσμα, τώρα που γίνεται εμφανές ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν αποτελεί στόχο της Τουρκικής εθνικής πολιτικής, η χώρα να μην έχει επεξεργασμένα σενάρια άσκησης πολιτικής. Με άλλα λόγια, όλη η πολιτική τάξη της Ελλάδας έχοντας αποδεχθεί ότι το ενδεχόμενο της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ θα αποτελούσε το κύριο και αποκλειστικό εργαλείο διαχείρισης του τουρκικού αναθεωρητισμού, βρίσκεται τώρα μπροστά σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο ανυπαρξίας εναλλακτικών σεναρίων συνύπαρξης με τον εξ ανατολών γείτονά της.

 

Η απόδοση στην έννοια του εξευρωπαϊσμού τόσο μεγάλη σημασία στις διακρατικές σχέσεις της χώρας μπορεί να ιδωθεί μέσα από το σχήμα του τέλους της ιστορίας του Φουκουγιάμα (1992). Γνωστή η προσέγγιση: η ιστορία, ως μία δυναμική διαδικασία μεταξύ αντιμαχόμενων ιδεολογικών, πολιτισμικών και πολιτικών δυνάμεων, υποτίθεται ότι θα έληγε με την κατάρρευση του μπλοκ των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού και την κατίσχυση των φιλελεύθερων, δυτικών αξιών και δημοκρατιών. Η πρόβλεψη αποδείχθηκε καταφανώς λάθος, όπως έδειξαν μεταξύ άλλων η άνοδος της Κίνας και η ανασύνταξη της Ρωσίας. Έτσι και στη δική μας περίπτωση, με το να αποδώσουν στο ενδεχόμενο του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας τόσο μεγάλη αξία διέλαθε της προσοχής των εγχώριων διαμορφωτών πολιτικής το ενδεχόμενο η πρόσδεση στις φιλελεύθερες αξίες της ΕΕ να μην αποτελέσει τελικό σκοπό της Τουρκικής εθνικής πολιτικής. Το να θεωρήσουν οι Έλληνες διαμορφωτές πολιτικής ότι η ιδεολογική και πολιτική διαμάχη με την Τουρκία επρόκειτο να λήξει πάνω στη βάση του ιδεολογήματος της ευρωπαϊκής πρόσδεσης της Τουρκίας  παραγνώρισε τις ενέργειες και συμπεριφορές της ίδιας της Τουρκίας. Η εγχώρια κοινότητα διαμόρφωσης πολιτικής διαχρονικά παρερμήνευε σειρά κινήσεων της γειτονικής χώρας που δεν εντάσσονταν στο κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο. Πλήθος επιλογών της γείτονας χώρας εντάσονται σε ένα σαφώς περισσότερο ενεργητικό μοντέλο διακρατικής συμπεριφοράς (και δεν αναφερόμαστε μόνο στις εξωτερικές της σχέσεις αλλά και στην τεχνολογική και βιομηχανική της πολιτική) μιας χώρας αποφασισμένης να συγγράψει δυναμικά και αυτόνομα την ιστορία της.

 

Οι προθέσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής βασίζονταν σε έναν ευσεβή πόθο. Ο αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών της ελληνικής κυβέρνησης την περίοδο του Ελσίνκι σημείωνε εκείνη την περίοδο: «Για τη χώρα μας ο εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας αποτελεί μοναδική ευκαιρία για να εξομαλυνθούν οι οποιεσδήποτε διενέξεις και να οικοδομηθεί σε στέρεα βάση η ασφάλεια, η σταθερότητα και η οικονομική ανάπτυξη σε ολόκληρη την περιοχή της Βαλκανικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Στην πορεία του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας, όσο περνά ο χρόνος, θα αυξάνονται τα πολιτικά και οικονομικά οφέλη που θα αποκομίζει η χώρα μας» (Ροκόφυλλος 1999).  Τα οφέλη αυτά, όμως, βασίζονταν σε μια υπόθεση εργασίας: ότι η Τουρκία θα επεδίωκε πράγματι, σταθερά και με συνέπεια τον μετασχηματισμό της που θα καθιστούσε δυνατή την ένταξή της στην ΕΕ, και άρα ότι η Ελλάδα θα της ήταν αναγκαία σε αυτή την προσπάθεια. Το ενδεχόμενο αλλαγής προσανατολισμού της Τουρκίας δεν ελήφθη ποτέ σοβαρά υπόψη.

 

Και μπορεί η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ να αποτελεί πράγματι ένα επίτευγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά αυτό δεν αναιρεί το ερμηνευτικό σφάλμα πάνω στο οποίο βασίστηκε η ελληνική προσέγγιση. Αν είχαμε να κάνουμε με μια αποδοχή από την Ελλάδα της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας σε επίπεδο τακτικής ώστε να προωθηθεί η ένταξη της Κύπρου τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Το πρόβλημα προέκυψε από την υιοθέτηση από την Ελλάδα (σε επίπεδο στρατηγικής σκέψης) της υπόθεσης ότι η Τουρκία θα δρούσε πλέον με τρόπο που θα της εξασφάλιζε τη συμμετοχή της στη διεύρυνση της ΕΕ. Κοινώς, αντί η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας να αποτελέσει τακτικό εργαλείο για την ελληνική εξωτερική πολιτική, κι ένα ενδεχόμενο μεταξύ πολλών άλλων, μετετράπη σε στρατηγικό θεμέλιο αυτής της πολιτικής.

 

Οι Έλληνες διεθνολόγοι πρωτοστάτησαν στην πρόταξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, συμβάλλοντας στην αδράνεια που προέκυψε. Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος (2017) παρουσιάζει ως εξής το σκεπτικό της προώθησης αυτής της προοπτικής: «Το 2005 η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας συγκέντρωνε την αποδοχή του 74% της τουρκικής κοινωνίας. Για τη Δύση μια ευρωπαϊκή Τουρκία θα ήταν μια απόδειξη ότι το Ισλάμ, η δημοκρατία και η νεωτερικότητα μπορούν να συνυπάρξουν. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα ξόρκιζε το σκοτεινό σενάριο του Χάντιγκτον για τη σύγκρουση των πολιτισμών. Η Τουρκία θα αποτελούσε το μοντέλο για τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο. Για την Ελλάδα η προοπτική μιας δημοκρατικής ευρωπαϊκής Τουρκίας θα σήμαινε άμβλυνση της τουρκικής επιθετικότητας και ειρηνική συνύπαρξη». Η σύγχυση ιδεολογίας, επιθυμίας και πραγματικότητας είναι αξιοπρόσεκτη: η ανάλυση και η πρόβλεψη της πραγματικότητας (ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας) βασιζόταν στην προσμονή επιθυμητών ιδεολογικών αποτελεσμάτων (διάψευση του Χάντινγκτον, συνύπαρξη Ισλάμ και δημοκρατίας, κλπ.), αντί να συμβαίνει το αντίθετο - αντί δηλαδή το δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να βασιστεί στην ορθή ανάλυση και πρόβλεψη της πραγματικότητας.

 

Πώς μπορεί να ερμηνευθεί αυτή η αποτυχία πολιτικών και διεθνολόγων να προβλέψουν την εξέλιξη της Τουρκίας σε επίπεδο διεθνούς προσανατολισμού της; Καταρχήν, το σχήμα του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας εξυπηρέτησε τον προσανατολισμό μιας χώρας όπως η Ελλάδα, η οποία ουσιαστικά επεδίωκε να δικαιολογήσει την υποκατάσταση της δικής της εξωτερικής πολιτικής από τις προτεραιότητες των Ευρωπαίων συμμάχων της. Η σύναψη συμμαχιών για μια χώρα που διαθέτει αυτόνομο εξωτερικό προσανατολισμό είναι μέσο και όχι σκοπός πολιτικής. Στην περίπτωσή της Ελλάδας, ο σκοπός υποκαταστάθηκε από το μέσο: η Ευρώπη ως σκοπός και ως μέσο θα ωφελούσε σε κάθε περίπτωση την Ελλάδα, είτε αλλάζοντας την Τουρκία προς το δημοκρατικότερο και το ειρηνικότερο, είτε αποκλείοντας την Τουρκία από τη διαδικασία ολοκλήρωσης και προσδίδοντας έτσι στρατηγικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα. Και να, όμως, που εν έτει 2020 η Τουρκία είναι «απ’ έξω» χωρίς η Ελλάδα να απολαμβάνει του υποτιθέμενου πλεονεκτήματος που θα της προσέδιδε αυτομάτως ο αποκλεισμός της Τουρκίας από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

 

Με άλλα λόγια, σε επίπεδο στοχασμού και ανάλυσης η Ελλάδα παρέμεινε προσκολλημένη στο εννοιολογικό δίπολο ένταξη / μη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, αντί να δει και να προβλέψει εγκαίρως το πραγματικό δίπολο που θα προέκυπτε στην πορεία: αποτελεσματική / αναποτελεσματική ανάσχεση μιας αυτονομημένης και ισχυροποιημένης Τουρκίας. Ουσιαστική, η ελληνική προσέγγιση αποτέλεσε αντανάκλαση της ελληνικής κατάστασης και προβολή της στην Τουρκία: η Τουρκία θα αποκτούσε σχέσεις εξάρτησης με την ευρωπαϊκή της προοπτική και άρα θα έκανε τα πάντα για να την υλοποιήσει. Αυτό που ισχύει όμως για την Ελλάδα απεδείχθη περίτρανα ότι δεν ισχύει για την Τουρκία - μια χώρα που δεν διστάζει τη μία μέρα να καταρρίπτει ρωσικό αεροσκάφος και την άλλη να αγοράζει τελευταίας τεχνολογίας ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους αγνοώντας τη βούληση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, και που δεν διστάζει εξίσου να επέμβει στρατιωτικά στη Συρία ή στη Λιβύη για να προασπίσει ό,τι αντιλαμβάνεται ως εθνικό της συμφέρον.

 

Ουσιαστικά, πίσω από την παρανόηση του πώς θα εξελισσόταν ο διεθνής τουρκικός προσανατολισμός κρύβεται μια βαθύτερη παρανόηση: η υπερεκτίμηση της ΕΕ ως πόλος έλξης μιας χώρας σαν την Τουρκία. Η βάση αυτής της υπερεκτίμησης είναι ιδεολογική: η προσκόλληση του κατεστημένου της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε έναν παρωχημένο ευρωπαϊσμό ο οποίος άκριτα υπέθετε ότι το «καρότο» της ένταξης θα ήταν τόσο ισχυρό ώστε να επιβάλλει μια συγκεκριμένη «πειθάρχηση» στην Τουρκία προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων. Ακόμα και τώρα που είναι ξεκάθαρο ότι το ελληνικό «στοίχημα» αναφορικά με την ελκυστικότητα της ΕΕ και της ένταξής της σ’ αυτήν απέτυχε παταγωδώς, ο παρατηρητής των διεθνών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής δεν θα διαβάσει πουθενά ένα σύντομο έστω σχόλιο για την αδυναμία της ΕΕ να αποτελέσει πραγματικό θεμέλιο της ελληνικής στρατηγικής μετασχηματισμού της τουρκικής απειλής. Η mainstream ανάγνωση είναι ότι η Τουρκία απομακρύνθηκε από την Ένωση επειδή εντός της κυριάρχησε η εθνικιστική και ισλαμιστική μερίδα των εγχώριων ελίτ. Κι όμως, αυτό το ενδεχόμενο είχε επισημανθεί από νωρίς: «Αν και υπάρχει μια ξεκάθαρη ευρωπαϊστική πλειοψηφία εντός του πληθυσμού, υπάρχουν σημαίνουσες εθνικιστικές και ισλαμιστικές ομάδες που ισχυρίζονται ότι για λόγους εθνικού συμφέροντος, θρησκείας και κουλτούρας, το μέλλον της Τουρκίας δεν βρίσκεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (MacLennan 2009: 23). Χωρίς να αμφισβητείται η ορθότητα αυτής της παρατήρησης, ισχυριζόμαστε ότι η απομάκρυνση της Τουρκίας από την Ευρώπη πρέπει να ειδωθεί παράλληλα και ως μια αποτυχία της Ένωσης - ή, ακριβέστερα, ως μια ένδειξη των ορίων της πολυδιαφημισμένης μετασχηματιστικής επίδρασης της ΕΕ στην Τουρκία ως υπό ένταξη χώρα. Σε αυτή την επίδραση πόνταρε η Ελλάδα, δίχως να υπάρχει καμία ένδειξη ότι το ποντάρισμα απέφερε τα αναμενόμενα κέρδη.

 

Ακόμα χειρότερα, μην αναγνωρίζοντας την αποτυχία της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας ως βασικό εργαλείο της ελληνικής διπλωματίας, η Ελλάδα κινδυνεύει να μην αντλήσει ούτε καν τα απαραίτητα διδάγματα από αυτό το λάθος ποντάρισμα. Καταρχήν, η ΕΕ δεν απεδείχθη αρκετά σημαντική και απαραίτητη για την Τουρκία, για να το θέσουμε ωμά. Αφενός, η έλλειψη βούλησης από συγκεκριμένα κράτη-μέλη να αποδεχθούν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ μείωσε περαιτέρω την ισχύ της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας. Αφετέρου, το διπλωματικό μέγεθος της Ένωσης ως ενιαίου «παίκτη» στη διεθνή σκακιέρα είναι σαφώς μικρότερο πρακτικά, «στο έδαφος», απ’ ό,τι θα ήθελε η ευρωπαϊστική ρητορεία της Κομισιόν. Κι αν αυτό ισχύει μία φορά ως γενική παρατήρηση, ισχύει πολλαπλάσια για μια χώρα όπως η Τουρκία που φαίνεται να χαράσσει μια αυτόνομη πορεία έναντι τόσο της Ευρώπης όσο και των ΗΠΑ.

 

Βιβλιογραφία

 

Αρβανιτόπουλος, Κωνσταντίνος (2017), «Οι Σχέσεις Ευρώπης-Τουρκίας», Τα Νέα, 9 Οκτωβρίου 2017. Διαθέσιμο σε: https://www.tanea.gr/2017/10/09/opinions/oi-sxeseis-eyrwpis-toyrkias/

 

Ροκόφυλλος, Χρήστος (1999), «Τα πλεονεκτήματα από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας», Ημερησία, 20 Δεκεμβρίου 1999.

 

Φουκουγιάμα, Φράνσις (1992), Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος, Αθήνα: Λιβάνης.

 

MacLennan, Julio Crespo (2009), ‘The EU-Turkey Negotiations: Between the Siege of Vienna and the Reconquest of Constantinopole’, σε Constantine Arvanitopoulos (επιμ.), Turkey’s Accession to the European Union: An Unusual Candidacy, Βερολίνο: Springer, σελ. 21-30.