Πότε θα ασχοληθεί η Αριστερά με
τους εξοπλισμούς;
Η ενδεχόμενη απόφαση αγοράς των
αμερικανικών φρεγατών από την ελληνική κυβέρνηση είναι το σημείο χωρίς
επιστροφή.
του Ηρακλή Οικονόμου
Η συζήτηση για τη δαπάνη άνω των 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων για
την αγορά τεσσάρων φρεγατών MMSC από τις ΗΠΑ δεν
προδίδει μόνο την απύθμενη υποτέλεια της χώρας και της κυβέρνησης, η οποία πάει
να αγοράσει ένα σκανδαλωδώς ακατάλληλο και πανάκριβο σκάφος υπακούοντας στην
επιθυμία της αμερικανικής βιομηχανίας όπλων. Προδίδει και την ανεπάρκεια της
ελληνικής αριστεράς – των κομμάτων που αυτοπροσδιορίζονται τέλος πάντων εντός
της – η οποία με ελάχιστες εκλάμψεις και εξαιρέσεις δεν έχει να πει τίποτε
συγκεκριμένο για την πολιτική εξοπλισμών της χώρας. Από το «πρώτη φορά
αριστερά» που άφησε απ’ έξω τη θέση του επικεφαλής του υπουργείου Εθνικής
Άμυνας μέχρι τη βουβαμάρα στο τωρινό εξοπλιστικό πάρτι στο οποίο επιδίδεται η
κυβέρνηση με πρόφαση την τουρκική επιθετικότητα, ένας είναι ο κοινός
παρονομαστής: η απουσία σύνδεσης μεταξύ Αριστεράς και εξοπλιστικής πολιτικής.
Όλο αυτό είναι αρκετά παράδοξο, δεδομένης της σημασίας των εξοπλισμών σε
όλα τα επίπεδα. Εξηγείται, όμως, μέσα από μια σειρά αιτιών:
- Οι εξοπλισμοί συχνά γίνονται κατανοητοί ως ένα αμιγώς τεχνικό ζήτημα,
δεδομένης της τεχνολογικής συνθετότητας και όλων των υπόλοιπων στρατηγικών
πτυχών που εμπεριέχει μια εξοπλιστική απόφαση. Και η έλλειψη εξειδικευμένης
γνώσης περί των εξοπλιστικών στις γραμμές της Αριστεράς καθιστά δυσκολότερη τη
σύνδεσή της με τον συγκεκριμένο τομέα πολιτικής.
- Οι εξοπλισμοί θεωρούνται ζήτημα που αφορά τη στρατιωτική εξουσία, τους
αρχηγούς των όπλων, τους αξιωματικούς, τους χρήστες των όπλων, και όχι την
πολιτική εξουσία η οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι άσχετη και στη
χειρότερη παίρνει μίζες.
- Η ύπαρξη της αντικειμενικής απειλής από την Τουρκία προσδίδει στα
εξοπλιστικά ζητήματα έναν «υπαρξιακό» χαρακτήρα, και άρα οι όποιες διαφωνίες υποτίθεται
ότι οφείλουν να υποτάσσονται στον στόχο της προστασίας της εδαφικής
ακεραιότητας της χώρας.
- Οι αγορές οπλικών συστημάτων συνδέονται με τα συμφέροντα των χωρών που τα
παράγουν και με τους εγχώριους πλασιέ τους, και η Αριστερά δεν θέλει να φανεί
ότι ταυτίζεται με το ένα ή το άλλο ξένο συμφέρον.
- Η Αριστερά εμφανίζει ευρύτερη αδυναμία άρθρωσης προγραμματικού λόγου, και
άρα οι εξοπλισμοί εντάσσονται σε μια γενική τάση έλλειψης συγκεκριμένων
πολιτικών προσαρμοσμένων σε συγκεκριμένους τομείς.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι εξοπλισμοί είναι ένα πεδίο με το οποίο θα
έπρεπε κατεξοχήν να ασχοληθεί η Αριστερά. Μπορώ να σκεφτώ τουλάχιστον τέσσερις
λόγους για τους οποίους κάτι τέτοιο θα έπρεπε να θεωρείται απολύτως δεδομένο.
1) Οι εξοπλισμοί έχουν τεράστιο
οικονομικό αντίκτυπο
Αυτό ισχύει γενικά, αλλά ισχύει και ειδικότερα για μια χώρα σαν την Ελλάδα
που το 2019 διοχέτευσε σε αμυντικές δαπάνες το 5,4% των δημοσίων δαπανών της
και το 2,6% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της (σύμφωνα με το SIPRI). Η αποδοχή αυτής της αιμορραγίας ισοδυναμεί με αποδοχή
του κυρίαρχου δημοσιονομικού μοντέλου, αποδοχή του παρασιτικού χαρακτήρα ενός
μεγάλου μέρους των δημοσίων δαπανών, αποδοχή των αντιπαραγωγικών παθογενειών
της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, ισοδυναμεί και με αποδοχή των κοινωνικών
δυνάμεων που επωφελούνται από αυτή την αιμορραγία – των μεγάλων πολυεθνικών
εταιρειών παραγωγής όπλων, των εγχώριων διαμεσολαβητών τους, και ενός
συμπλέγματος πολιτικής, στρατιωτικής και διανοητικής εξουσίας που νομιμοποιεί
και αναπαράγει τις δυνάμεις αυτές. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός, με άλλα λόγια,
περνάει μέσα από την ελάφρυνση του βάρους των αμυντικών δαπανών. Από εκεί περνάει και η προώθηση ενός
εναλλακτικού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης, σε μια περίοδο που οι στρατιωτικές
παραγγελίες εμφανίζονται περίπου ως σωτηρία για την απασχόληση και την εγχώρια
παραγωγή. Στην πραγματικότητα, οι στρατιωτικές δαπάνες είναι de facto παρασιτικές, ακόμα κι αν κάποια ψίχουλα επιστρέφουν στη χώρα
με τη μορφή εγχώριου έργου, και είναι δουλειά της Αριστεράς να δείξει ότι τα
δισεκατομμύρια που δαπανώνται για βόμβες και πυραύλους θα παρήγαγαν
περισσότερες θέσεις εργασίας και θα τροφοδοτούσαν πραγματικά την ανάπτυξη και
την αειφορία εάν διοχετεύονταν ως παραγωγικές επενδύσεις στην εγχώρια μη
πολεμική οικονομία.
2) Οι εξοπλισμοί είναι πρωτίστως
ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας
Το κατά πόσο μια χώρα αγορά αγοράζει όπλα για να ικανοποιήσει ξένες δυνάμεις
ή δικές της αμυντικές ανάγκες άπτεται της ουσίας της εθνικής ανεξαρτησίας της
χώρας αυτής. Η ιστορία των ελληνικών εξοπλιστικών αποφάσεων είναι, με
εξαιρέσεις, η ιστορία της υποτέλειας του ελληνικού κράτους και της εξάρτησής
του από τις ΗΠΑ, καταρχήν, και από την Ευρ. Ένωση και τα πρωταγωνιστικά
κράτη-μέλη της, κατά δεύτερον. Άρα, εάν στα σοβαρά η Αριστερά ισχυρίζεται ότι
θέλει να εξασφαλίσει μια νέα διεθνή θέση για τη χώρα, τότε πρέπει εξίσου στα
σοβαρά να ασχοληθεί με τα κριτήρια με τα οποία λαμβάνονται οι εξοπλιστικές
αποφάσεις, να ασκήσει κριτική στα κριτήρια αυτά, και να εξηγήσει πώς η δική της
εξουσία θα προτάξει τις εγχώριες αμυντικές ανάγκες έναντι των αναγκών των ξένων
βιομηχανιών όπλων. Όσο δεν το κάνει, τόσο πιο κούφια κάνει να φαίνεται η περί
της εθνικής ανεξαρτησίας ρητορική της.
3) Οι εξοπλισμοί αφορούν άμεσα
την ποιότητα της δημοκρατίας
Δεν είναι τυχαίο ότι μερικά από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην Ελλάδα αφορούν
την αγορά όπλων, όπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες υψηλού προφίλ
προφυλακίσεις πολιτικών προσώπων αφορούν εξοπλιστικές αποφάσεις πρώην υπουργών
εθνικής άμυνας. Οι αποφάσεις αυτές λαμβάνουν χώρα μακριά από τα φώτα της
δημοσιότητας και από την οποιαδήποτε εποπτεία, με μόνη υποτιθέμενη ασφαλιστική
δικλείδα τη γνώμη της στρατιωτικής εξουσίας. Η ασφαλιστική δικλείδα αυτή είναι
βεβαίως από σαθρή έως ανύπαρκτη, διότι και οι στρατιωτικοί έχουν κι αυτοί τις
προτιμήσεις τους αναφορικά με ξένες χώρες, ξένες βιομηχανίες όπλων, και πάει
λέγοντας – δεν απολαμβάνουν μια κάποιου είδους μαγική αυτονομία έναντι της επιρροής
του ξένου παράγοντα. Εάν η Αριστερά επιθυμεί να ισχυροποιήσει τη βούληση των
πολλών, θα πρέπει να διεκδικήσει την ενσωμάτωση των εξοπλιστικών θεμάτων στην
ατζέντα του δημοσίου διαλόγου. Δεν νοείται πλατύς εκδημοκρατισμός του κράτους
και του πολιτικού συστήματος που θα αφήνει απ’ έξω τη διαχείριση των
δισεκατομμυρίων του αμυντικού προϋπολογισμού.
4) Οι εξοπλισμοί καθορίζουν τις αμυντικές
και εν πολλοίς στρατηγικές δυνατότητες μιας χώρας
Ο τέταρτος παράγοντας είναι και ο πιο ευνόητος, αλλά όχι λιγότερο
σημαντικός για την Αριστερά. Και δεν είναι μόνο το θέμα της προστασίας της
εδαφικής ακεραιότητας, που από την εποχή του ΕΑΜ έχει εγγραφεί στο DNA της εγχώριας ριζοσπαστικής παράδοσης και που προφανώς
καθορίζεται καίρια από την ικανότητα των ενόπλων δυνάμεων. Αποφάσεις που
υποσκάπτουν την άμυνα της χώρας όταν η Αριστερά είναι στην αντιπολίτευση
επιδρούν καίρια στο στρατηγικό τοπίο μέσα στο οποίο θα κληθεί να κινηθεί η
Αριστερά ως κυβέρνηση. Η μη κάλυψη εξοπλιστικών αναγκών σημαίνει τη διαιώνιση
των αναγκών αυτών στο μέλλον. Και η κάλυψη των αναγκών με εντελώς λάθος τρόπο,
δηλαδή με πανάκριβα οπλικά συστήματα μηδενικής προστιθέμενης στρατηγικής αξίας,
είναι ακόμα χειρότερη καθώς όχι μόνο αφήνει υπαρκτή την ανάγκη, αλλά κάνει και πιο
δύσκολη και κοστοβόρα την κάλυψή της στο μέλλον, εφόσον το κάθε οπλικό σύστημα
φέρνει από πίσω του την αντίστοιχη εκπαίδευση, τα αντίστοιχα ανταλλακτικά, τις
αντίστοιχες γραμμές συντήρησης, κλπ. Με άλλα λόγια, τη λάθος εξοπλιστική
επιλογή της εκάστοτε κυβέρνησης σήμερα τη «λούζεται» η οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση
αύριο.
Μήπως ψάχνετε μια περίπτωση που να συμπυκνώνει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά;
Δεν έχετε παρά να κοιτάξετε τις MMSC, τις αμερικανικές
φρεγάτες που σπεύδει να αγοράσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη κόντρα στις απαιτήσεις
της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης (αύξηση κοινωνικών και παραγωγικών
δαπανών), κόντρα στην αποτίμηση του συγκεκριμένου οπλικού συστήματος από πλήθος
παρατηρητών (από ακατάλληλο έως επικίνδυνο), κόντρα ακόμα και στις εκφρασμένες
ανάγκες του ίδιου του Π.Ν. (για φρεγάτες αντιαεροπορικής άμυνας ή πολλαπλών
ρόλων και όχι για πλοία των οποίων ο οπλισμός παραπέμπει σε ενισχυμένη πυραυλάκατο).
Οικονομική σημασία της διαφαινόμενης παραγγελίας; Το ύψος της επικείμενης
αγοράς ξεπερνά τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ με την προσθήκη της δαπάνης για
αγορά σκαφών «ενδιάμεσης λύσης» και τον εκσυγχρονισμό των φρεγατών ΜΕΚΟ 200
φτάνουμε στα 5 δισεκατομμύρια ευρώ! Σημασία για την εθνική ανεξαρτησία; Η απόφαση
είναι μια άνευ προηγουμένου πράξη υποτέλειας στις ΗΠΑ υπό το βάρος των
ασφυκτικών πιέσεων που ασκούνται προς την Ελλάδα για να προβεί στη συγκεκριμένη
αγορά. Σημασία για τη δημοκρατία; Η απόφαση λαμβάνεται εν κρυπτώ, δίχως οι
πολίτες να μπορούν να εκφράσουν τη γνώμη τους κατά πόσο η προτεραιότητα αυτή τη
στιγμή θα έπρεπε να είναι η αγορά νέων φρεγατών εν μέσω δεκάδων θανάτων
ημερησίως από COVID και γιγάντωσης της
ύφεσης. Στρατηγική σημασία; Η αγορά των φρεγατών θα καθορίσει το βασικό πλοίο
επιφανείας του Π.Ν για τις επόμενες 2-3 δεκαετίες, και άρα θα καθορίσει
ουσιαστικά και τις δυνατότητες του κρίσιμου αυτού όπλου – ή για την ακρίβεια,
την ανυπαρξία δυνατοτήτων, εφόσον η κυβέρνηση προβεί στη συγκεκριμένη αγορά.
Αν δεν μιλήσει τώρα η Αριστερά για την τρομακτική σπατάλη άνω των 4
δισεκατομμυρίων ευρώ, πότε θα μιλήσει; Όταν οι νεκροί από την πανδημία θα
μετριούνται στις πολλές χιλιάδες; Όταν τα δημόσια συστήματα υγείας και παιδείας
θα έχουν βουλιάξει ανεπανόρθωτα ενώ μπορούν να ενισχυθούν σήμερα με τους πόρους
που πρόκειται να δοθούν για ελαττωματικά και ακατάλληλα πλοία; Όταν οι
παραγωγικές υποδομές της χώρας, στερημένες από παραγωγικές επενδύσεις, θα έχουν
πλέον εξαλειφθεί μια και καλή στον βωμό του εξοπλιστικού παρασιτισμού; Όταν οι
δυνατότητες του Π.Ν. θα έχουν υποθηκευτεί για τα επόμενα 20-30 χρόνια;
Η πρόθεση της αγοράς των φρεγατών από την ελληνική κυβέρνηση μάς φέρνει στο σημείο χωρίς επιστροφή. Ο παραλογισμός των 4+ δισ. για την αγορά ακατάλληλων όπλων κινδυνεύει να παρασύρει στο διάβα του την οικονομία, τις κοινωνικές υπηρεσίες και την ίδια την άμυνα της χώρας. Αν η Αριστερά συνεχίσει να σιωπά, αν δεν αναγάγει τις MMSC σε μείζον πολιτικό ζήτημα, αν δεν διεκδικήσει τη βέλτιστη σχέση τιμής-απόδοσης για την ενίσχυση του στόλου και των ενόπλων δυνάμεων, αν δεν απαιτήσει άλλες χρηματοδοτικές προτεραιότητες για την κάλυψη άλλων κοινωνικών αναγκών, τότε ο παραλογισμός αυτός ίσως παρασύρει και την ίδια, βαθύτερα, μέσα στην έλλειψη συνάφειας στην οποία έχει εδώ και καιρό παγιδευτεί.