Pages

30 January 2022

"Οι Αμερικάνοι ηττήθηκαν στο Αφγανιστάν ξανά", του Branko Marcetic

 


 

Οι Αμερικάνοι ηττήθηκαν στο Αφγανιστάν, ξανά

 

του Branko Marcetic*

 


Πηγή: Jacobin, 16 Αυγούστου 2021

https://jacobinmag.com/2021/08/afghanistan-war-united-states-biden-administration-taliban-military

Δημοσιεύτηκε σε "Το Περιοδικό", 21 Αυγούστου 221.

Μετάφραση: Ηρακλής Οικονόμου

 

Στο Αφγανιστάν, όπως και στο Βιετνάμ και στο Ιράκ, οι αμερικανικές ελίτ μάς «πούλησαν» ένα όραμα για τον κόσμο, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν όχι μόνο τη δύναμη αλλά και το καθήκον να αναδιαμορφώνουν με τη βία τον κόσμο όπως εκείνοι θεωρούν κατάλληλο. Αποδείχθηκαν και πάλι εντελώς ανίκανες να το πράξουν.

 

Υπό μία έννοια, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Αν θεωρήσετε την αμερικανική πολεμική μηχανή ως ένα τεράστιο χωνί μέσω του οποίου το δημόσιο χρήμα μετατρέπεται σε εταιρικά κέρδη, τότε οι δαπάνες του πολέμου αξίας άνω των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ήταν μια ευλογία για μια ποικιλία επιχειρηματικών συμφερόντων, από τους εργολάβους ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών που ξεπερνούσαν σε αριθμό τα αμερικανικά στρατεύματα σε αναλογία επτά προς ένα προς το τέλος του πολέμου, μέχρι τις διάφορες εταιρείες που εξοπλίζουν, προμηθεύουν και κατασκευάζουν όπλα για την πολεμική προσπάθεια, και τους ιδιώτες επενδυτές που κατέχουν την πλειοψηφία του αμερικανικού χρέους και έχουν επωφεληθεί από τους τόκους ύψους άνω των 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων που έχει καταβάλει η κυβέρνηση για τον πολεμικό δανεισμό της μέχρι στιγμής.

 

Υπάρχει όμως και μια άλλη, πιο σοβαρή πλευρά του κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον – η πραγματική πεποίθηση ότι η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως παγκόσμιου ηγεμόνα τούς επιτρέπει να αναδιαμορφώνουν απεριόριστα τον κόσμο με όποιον τρόπο θεωρούν κατάλληλο, για χάρη των δικών τους συμφερόντων. Και η ταχεία κατάρρευση του Αφγανιστάν την περασμένη εβδομάδα μπροστά στην επίθεση των Ταλιμπάν είναι απλώς μια ακόμη περίπτωση σε μια μακρά ιστορία που αποδεικνύει ότι αυτή η ιδέα είναι λάθος.

 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν, φυσικά, μια εξαιρετικά ισχυρή χώρα. Διαθέτουν τον μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο, την ικανότητα να εξολοθρεύσουν πολλές φορές όλη τη ζωή στον πλανήτη, τη δύναμη να ακρωτηριάζουν τις οικονομίες των αντιπάλων τους, να επηρεάζουν τις εκλογές άλλων κρατών και να πυροδοτούν πολιτικές αναταραχές στο εσωτερικό τους - όπως έχουν αποδείξει στη Βενεζουέλα, το Ιράν και την Κούβα, για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα. Αλλά η ικανότητα να καταστρέφεις δεν ισοδυναμεί με την ικανότητα να ελέγχεις. Και είναι δύσκολο να ταιριάξει αυτή η τελευταία αποτυχία με το αφήγημα που λένε οι ελίτ των ΗΠΑ στο λαό τους και στον κόσμο για το «αναντικατάστατο έθνος», το οποίο χρησιμοποιεί τη στρατιωτική ισχύ όπου θέλει για να απομακρύνει κακές κυβερνήσεις και να διαδώσει τη δημοκρατία.

 

Μόλις είδαμε τις αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας - για τις οποίες ο αμερικανικός στρατός ξόδεψε σχεδόν δύο δεκαετίες και δισεκατομμύρια δολάρια για να τις εκπαιδεύσει ώστε να διατηρήσουν την εύθραυστη, αμερικανικής κατασκευής δημοκρατία της χώρας όταν τα αμερικανικά στρατεύματα θα έφευγαν - να εξαερώνονται ουσιαστικά μπροστά στους Ταλιμπάν. Τόσο οι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου όσο και οι στρατιωτικοί σχεδιαστές αιφνιδιάστηκαν από την ταχύτητα της επιτυχημένης εκστρατείας, η οποία αψήφησε ακόμη και τις πιο πρόσφατες, απαισιόδοξες εκτιμήσεις των μυστικών υπηρεσιών – και λέει πολλά για ένα στρατιωτικό κατεστημένο που γνωρίζουμε ότι έλεγε ψέματα για την πρόοδο του πολέμου εδώ και χρόνια.

 

Η απεγνωσμένη προσπάθεια να μεταφερθούν αεροπορικώς το προσωπικό, οι πολίτες και οι σύμμαχοι των ΗΠΑ από την Καμπούλ, καθώς οι Ταλιμπάν κατελάμβαναν την πρωτεύουσα, προκάλεσε εύλογες συγκρίσεις με την παρόμοια χαοτική αποχώρηση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ το 1975, κατά την οποία αξιωματούχοι των ΗΠΑ και του Νότιου Βιετνάμ μπήκαν σε ελικόπτερα στην οροφή της αμερικανικής πρεσβείας ενώ οι Βιετκόνγκ εισέρχονταν στη Σαϊγκόν. Αυτή ήταν μια άλλη σύγκρουση όπου ο στρατός των ΗΠΑ, μετά από δεκαετίες εμπλοκής, συμπεριλαμβανομένων έντεκα ετών ανοιχτού πολέμου, είδε το κράτος-πελάτη του να συντρίβεται και αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Όπως έχουν επισημάνει ορισμένοι, το Αφγανιστάν είναι χειρότερο από πολλές απόψεις, καθώς οι Ταλιμπάν δεν είναι τόσο πολυάριθμοι ή τόσο καλά εξοπλισμένοι όσο οι Βιετκόνγκ, ούτε υποστηρίζονται από μια υπερδύναμη.

 

Θυμίζει επίσης την ατυχή περιπέτεια της Ουάσινγκτον στο Ιράκ, η οποία ξεκίνησε λίγο μετά το Αφγανιστάν, στην ακμή των νεοσυντηρητικών φαντασιώσεων για την ισχύ των ΗΠΑ. Σε αντίθεση με τη μεθυστική αισιοδοξία της κυβέρνησης Μπους, την οποία συμμερίζονταν τα …τσιράκια της στα μέσα ενημέρωσης, ο πόλεμος δεν ήταν γρήγορος, εύκολος ή επιτυχημένος. Αποδείχθηκε ότι η απλή απομάκρυνση του Ιρακινού δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία δεν μπορούσε να οδηγήσει αυτόματα σε δημοκρατία, ειρήνη ή σταθερότητα. Αντ' αυτού, οι Ηνωμένες Πολιτείες πέρασαν χρόνια - και, στην πραγματικότητα συνεχίζουν να το κάνουν – αντιμετωπίζοντας έναν εμφύλιο πόλεμο, εκπαιδεύοντας τις δυνάμεις ασφαλείας και στηρίζοντας μια αυταρχική, διχαστική κυβέρνηση. Η ταχεία κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν θα φανεί οικεία σε όποιον θυμάται την εντυπωσιακή κατάρρευση των ιρακινών δυνάμεων έναντι του ISIS το 2014.

 

Το χάος που εξαπέλυσε ο πόλεμος στο Ιράκ δεν εμπόδισε τον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος είχε γίνει πρόεδρος σε μεγάλο βαθμό με βάση την αντίθεσή του στον καταστροφικό πόλεμο, να μπει σε μια δική του επιχείρηση αλλαγής καθεστώτος στη Λιβύη. Όπως και στο Ιράκ, η δολοφονία του δικτάτορα απλώς προκάλεσε το χάος στη χώρα, ενώ αποσταθεροποίησε την ευρύτερη περιοχή και εκτός συνόρων. Και στις δύο περιπτώσεις, οι πόλεμοι δεν εξυπηρέτησαν καν τα στενά συμφέροντα των γεωπολιτικών στόχων των ΗΠΑ: Η απομάκρυνση του Χουσεΐν δημιούργησε χώρο για τον άλλο αντίπαλο της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή, το Ιράν, ώστε να εισέλθει και να ασκήσει επιρροή στο εσωτερικό της χώρας, ενώ η Λιβύη σκλήρυνε την αποφασιστικότητα, για παράδειγμα, της Βόρειας Κορέας να κρατήσει τα όπλα μαζικής καταστροφής της, αφού είδε τι παθαίνουν οι ηγέτες που κάνουν το λάθος να αφοπλιστούν.

 

Αυτό που θα έπρεπε να έχει γίνει σαφές από την αποτυχία στο Βιετνάμ - όπου οι αμερικανικές δυνάμεις έριξαν πάνω από ένα εκατομμύριο τόνους βομβών στους Βορειοβιετναμέζους και συνέβαλαν στο να σκοτωθούν πάνω από ένα εκατομμύριο από αυτούς, κι όλα αυτά για το τίποτα - είναι ότι η εξαιρετική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών για ωμή βία έχει περιορισμένη χρησιμότητα σε καταστάσεις που απαιτούν μακροπρόθεσμες πολιτικές λύσεις. Στο Αφγανιστάν, όλη η αεροπορική δύναμη του κόσμου δεν μπορούσε να βοηθήσει τις ΗΠΑ να δημιουργήσουν μια σύγχρονη, επαγγελματική και βιώσιμη δύναμη ασφαλείας, ούτε και να εγκαθιδρύσουν μια δημοφιλή, αποτελεσματική και μη διεφθαρμένη κυβέρνηση.

 

Κάποιοι θα αναρωτηθούν σε ποιο βαθμό οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πιστεύουν πραγματικά τις ανοησίες περί «αναντικατάστατου έθνους» που «πουλάνε» στην κοινή γνώμη και στον κόσμο. Αλλά αυτό που δεν αμφισβητείται είναι ότι πρόκειται για κάτι που οι αξιωματούχοι θέλουν να πιστεύουν οι άλλοι, ακόμη και όταν το ένα γεγονός μετά το άλλο αποδεικνύει τα ξεκάθαρα όρια της ισχύος των ΗΠΑ και την ανικανότητα των ανθρώπων που την κατέχουν. Και αυτό θα πρέπει να κάνει τον καθένα επιφυλακτικό απέναντι στις εκκλήσεις για περισσότερο πόλεμο και περισσότερη αλλαγή καθεστώτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ που ακούμε συνεχώς, είτε πρόκειται για την Κούβα, είτε για το Ιράν, είτε για τόσες άλλες χώρες.

 

* Ο Brank Marcetic είναι συντάκτης του Jacobin και συγγραφέας του Yesterday’s Man: The Case Against Joe Biden. Ζει στο Τορόντο του Καναδά.

21 January 2022

Συνέντευξη στη Μαριάνθη Πελεβάνη, TVXS







«Η συμφωνία Ισπανίας - Τουρκίας είναι μια υπενθύμιση της …πραγματικής πραγματικότητας, και όχι της φαντασιακής που κυριαρχεί στα ελληνικά ΜΜΕ



της Μαριάνθης Πελεβάνη

Δημοσιεύτηκε στο TVXS, 20 Νοεμβρίου 2021


Φανερά ενοχλημένη εμφανίζεται η ελληνική κυβέρνηση μετά τη συνάντηση που είχαν την Τετάρτη (17 Νοεμβρίου) στην Άγκυρα ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τη συμφωνία τους να ενισχύσουν τη συνεργασία των χωρών τους στην αμυντική βιομηχανία.

«Στόχος μας είναι να κατασκευάσουμε ένα δεύτερο, μεγάλο αεροπλανοφόρο. Ίσως κάνουμε προσπάθειες και στον τομέα των υποβρυχίων. Θα κάνουμε αυτά τα βήματα. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε μαζί στην αμυντική βιομηχανία», είπε ο Ερντογάν, προσθέτοντας ότι η στάση της Ισπανίας απέναντι στην Τουρκία θα πρέπει να θεωρείται ως «πρότυπο» από άλλα κράτη της ΕΕ και εκφράζοντας την ικανοποίησή του για τις επενδύσεις περισσότερων από 600 ισπανικών εταιρειών στην Τουρκία.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ειρήνης της Στοκχόλμης, η Ισπανία και η Ιταλία είναι οι κύριοι ευρωπαίοι προμηθευτές όπλων στην Τουρκία. Ειδικότερα, για την περίοδο 2015-2019, το 43% των εισαγωγών όπλων στην Τουρκία προέρχονταν από την Ιταλία και την Ισπανία.

Ωστόσο, υπήρξε εκνευρισμός στην ελληνική κυβέρνηση, που αντέδρασε με παραστάσεις διαμαρτυρίας, υπενθυμίζοντας πως έχει εγείρει επανειλημμένα το ζήτημα της εξαγωγής οπλικών συστημάτων ευρωπαϊκών κρατών προς την Τουρκία και της ανάγκης επιβολής εμπάργκου όπλων κατά της Τουρκίας. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, στόχος του Ερντογάν είναι να απαντήσει στην πρόσφατη ελληνογαλλική συμφωνία, ενώ οι ίδιες πηγές αναφέρονται δεικτικά και στη στάση του «σοσιαλιστή» Σάντσεθ.

«Είναι αυτονόητο ότι τα κράτη-μέλη δεσμεύονται από τις αποφάσεις, τις διακηρύξεις και τις προσεγγίσεις του Συμβουλίου, γύρω από θέματα που αφορούν τις σχέσεις μελών-κρατών της Ένωσης με την Τουρκία, την προκλητικότητα και την παραβατικότητα που η Τουρκία εμφανίζει σε σχέση με το Διεθνές Δίκαιο. Υπό το πρίσμα αυτό, θέλουμε να σημειώσουμε την παράμετρο αυτή: Ότι όφειλε ο σοσιαλιστής Πρωθυπουργός της Ισπανίας να λάβει υπόψη του, στις συζητήσεις αυτές, τη συνολική στάση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου» ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου.

«Η ιδέα ότι οι χώρες που παράγουν όπλα θα πάψουν ως δια μαγείας να πουλάνε όπλα στην Τουρκία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα wishful thinking του ελληνικού μικρομεγαλισμού» επισημαίνει, μεταξύ πολλών άλλων, στο tvxs.gr, ο Ηρακλής Οικονόμου, πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος, διδάκτορας Διεθνούς Πολιτικής από το Πανεπιστήμιο της Ουαλίας Aberystwyth, ερευνητής εξοπλιστικών θεμάτων της Ευρ. Ένωσης.


Ακολουθεί η συνέντευξη:


Σηματοδοτεί κάτι ιδιαίτερο η συμφωνία;

Οι συνομιλίες Ισπανίας – Τουρκίας και η ενδεχόμενη ενίσχυση της εξοπλιστικής συνεργασίας τους δεν είναι παρά business as usual για όποιον έχει στοιχειωδώς γνώση του διεθνούς περιβάλλοντος. Όλες οι χώρες με εγχώρια στρατιωτική βιομηχανία επιδιώκουν να εξάγουν τα όπλα που παράγουν και η Ισπανία δεν αποτελεί εξαίρεση. Η Ευρ. Ένωση συνολικά (τα κράτη-μέλη της δηλαδή) είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων στον κόσμο ελέγχοντας πάνω από το 25% του παγκόσμιου εμπορίου όπλων, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ.

Η ισπανική βιομηχανία όπλων έχει έντονη παρουσία στην Τουρκία μέσω της συμμετοχής στη ναυπήγηση του μεγάλου πλοίου αμφίβιων επιχειρήσεων TCG Anadolu. Και ούτε είναι η Ισπανία η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που εξάγει όπλα στην Τουρκία – το παράδειγμα της Γερμανίας με την εξαγωγή έξι υπερσύγχρονων υποβρυχίων Type 214 στην Τουρκία είναι ακόμα πιο «χτυπητό», διότι η Ελλάδα υπήρξε ο πρώτος πελάτης του συγκεκριμένου μοντέλου και ουσιαστικά …συγχρηματοδότησε την ανάπτυξη του όπλου που τώρα εξάγει η Γερμανία στην Τουρκία.

Θα έπρεπε να περιμέναμε κάτι καλύτερο από μια προοδευτικών αποχρώσεων κυβέρνηση όπως η ισπανική;

Δεν πρέπει να προκαλεί καμία εντύπωση το γεγονός ότι η σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού κυβέρνηση Σάντσεθ σπεύδει να πουλήσει όπλα στην Τουρκία: η σύγχρονη εμπειρία δείχνει ξανά και ξανά την ταύτιση νεοφιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών ως προς την προώθηση των συμφερόντων του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος κάθε χώρας. Αφετηρία της ανάλυσής μας, δηλαδή, δεν πρέπει να είναι το πού ανήκει πολιτικά η ισπανική κυβέρνηση, αλλά το τι υπηρετεί – τις εγχώριες εταιρείες παραγωγής όπλων και, στην ισπανική περίπτωση, τον ναυπηγικό κολοσσό Navantia.

Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, δηλαδή η σύμπλευση οικονομικής εξουσίας (εταιρείες όπλων, βιομήχανοι), στρατιωτικής εξουσίας (στρατηγοί, επιτελεία), πολιτικής εξουσίας (αστικά κόμματα, κυβέρνηση) και ιδεολογικής εξουσίας (μέσα ενημέρωσης, καθηγητές πανεπιστημίου) είναι, ξέρετε, ένας πανίσχυρος φορέας άσκησης πολιτικής σε χώρες όπως η Ισπανία, η Γαλλία ή οι ΗΠΑ. Και η υποστήριξη αυτού του συμπλέγματος στο κυνήγι για νέες αγορές στο εξωτερικό είναι πάγια πρακτική όλων των κυβερνήσεων των χωρών αυτών, ανεξαρτήτως κομματικών οικογενειών.

Μα δεν υποτίθεται ότι έχει απομονωθεί η Τουρκία;

Η ιδέα ότι οι χώρες που παράγουν όπλα θα πάψουν ως δια μαγείας να πουλάνε όπλα στην Τουρκία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα wishful thinking του ελληνικού μικρομεγαλισμού, που μοιάζει να βρίσκεται σε έξαρση ύστερα από την ελληνο-γαλλική συμφωνία. Υπ’ αυτή την έννοια, η διαφαινόμενη συμφωνία Ισπανίας-Τουρκίας είναι μια υπενθύμιση της …πραγματικής πραγματικότητας, και όχι της φαντασιακής πραγματικότητας που κυριαρχεί στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης τα οποία είτε κινδυνολογούν (όταν πρέπει να πεισθεί ο λαός για την ανάγκη αγοράς όπλων) είτε θριαμβολογούν (αφού τα αγοράσουμε).

Δεν έγινε σε μια ημέρα η Ελλάδα το κέντρο του σύμπαντος, διεθνολογικά μιλώντας, ούτε και εξαλείφθηκε εν μία νυκτί η Τουρκία από τον χάρτη. Απλώς, η επιλογή της Τουρκίας να αγοράσει ρώσικα όπλα - συγκεκριμένα τους υπερσύγχρονους αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400 – έχει τροφοδοτήσει μια αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες επιδιώκουν τον περιορισμό του αποτυπώματος της ρωσικής πολεμικής βιομηχανίας εντός του ΝΑΤΟ. Δεν ισοδυναμεί αυτό με κάποια μονιμότερου χαρακτήρα υποβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας στο διεθνές περιβάλλον.

Ναι, αλλά η Ελλάδα δεν έχει αναβαθμισθεί με τις συμμαχίες της;

Στην ελληνική περίπτωση έχουμε δύο χώρες – τη Γαλλία και τις ΗΠΑ – που έσπευσαν να εκμεταλλευθούν τη συγκυρία για να ικανοποιήσουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα. Η Γαλλία, αφενός, εξασφάλισε δύο τεράστια συμβόλαια εξαγωγής πολεμικού υλικού στην Ελλάδα, με τα μαχητικά Rafale και τις φρεγάτες Belharra που συνολικά αγγίζουν τα 7 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ παίζουν πολύ δυνατά και για το πρόγραμμα προμήθειας κορβετών του Πολεμικού Ναυτικού, δηλαδή για άλλο ένα συμβόλαιο ύψους περίπου 1,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι ΗΠΑ, αφετέρου, εξασφάλισαν στρατιωτική παρουσία σε επιπλέον βάσεις στην Ελλάδα, χωρίς να χρειαστεί να παραχωρήσουν τίποτα, ούτε διπλωματικά αλλά ούτε και στρατιωτικά από πλευράς δωρεάν πολεμικού υλικού. Διότι, προφανώς, δεν είχαν κανέναν λόγο να παραχωρήσουν ο,τιδήποτε όταν ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών πήγε παρακαλώντας στις «διαπραγματεύσεις», ζητώντας ακόμα περισσότερες νέες βάσεις για τις ΗΠΑ στην Ελλάδα.

Αυτή λοιπόν η ανάμιξη ΗΠΑ και Γαλλίας στα ελληνικά πράγματα έχει μεταφρασθεί από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τα ΜΜΕ της ως κάποιο είδος στρατηγικής αναβάθμισης της Ελλάδας έναντι της δήθεν περιθωριοποιημένης Τουρκίας. Η πιθανή συμφωνία Ισπανίας-Τουρκίας είναι μια υπενθύμιση περί του αντιθέτου.

Δεν είναι όμως «κακό» να εξάγονται όπλα σε επιθετικά και αυταρχικά καθεστώτα όπως η Τουρκία;

Αναμφισβήτητα, χώρες που συμμετέχουν σε επιθετικές πολεμικές επιχειρήσεις, όπως η Τουρκία στη Συρία, στη Λιβύη και στο Ιράκ, θα έπρεπε να τυγχάνουν διεθνούς απομόνωσης. Όμως, είναι αρκετά παράδοξο η Ελλάδα να επισημαίνει τη διάσταση της τουρκικής επιθετικότητας ή της παραβίασης του διεθνούς δικαίου ως αιτία μη πώλησης όπλων στην Τουρκία, ενώ τη στιγμή που μιλάμε, ελληνικό προσωπικό στελεχώνει μια ελληνικής ιδιοκτησίας μονάδα αντιαεροπορικής άμυνας με πυραύλους Patriot που μεταφέρθηκε από τη χώρα μας στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας!

Θα σας θυμίσω, μάλιστα, την εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όταν η Ελλάδα πούλησε οβίδες στην κυβέρνηση του Ριάντ και υψηλόβαθμο στέλεχος του τότε κυβερνώντος κόμματος – ο Κώστας Ζαχαριάδης, συγκεκριμένα - είχε δηλώσει: «Αναφορικά με τη διένεξη της Σαουδικής Αραβίας με την Υεμένη δεν πιστεύω ότι το ζήτημα αυτό λύνεται με το αν θα πουλήσουμε εμείς όπλα στη Σαουδική Αραβία. Έτσι κι αλλιώς η κατάσταση αυτή υπάρχει πολύ πριν εμείς υπογράψουμε. Αν λοιπόν κάποιος μου έλεγε ότι αν δεν πουλήσουμε αυτές τις οβίδες και αυτά τα βλήματα θα υπάρξει ειρήνη στην περιοχή, θα το σκεφτόμουν κι εγώ διαφορετικά». Καλό θα ήταν λοιπόν να ξεκινήσουμε από τα του …οίκου μας αν θέλουμε να είμαστε πειστικοί στην κριτική ενάντια στους πλασιέ όπλων προς την Τουρκία.

Η συμφωνία Ισπανίας-Τουρκίας μάς λέει κάτι για την Ευρωπαϊκή Ένωση;

Μας λέει αυτό που οι εδώ φανατικοί υποστηρικτές των Βρυξελλών δεν θέλουν να γνωρίζουμε: ότι δηλαδή δεν υπάρχει καμία σοβαρή αμυντική διάσταση της Ευρ. Ένωσης στην οποία να μπορεί μια χώρα όπως η Ελλάδα να βασιστεί έναντι της Τουρκίας. Δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός που να απαγορεύει σε ένα κράτος-μέλος όπως π.χ. η Ισπανία να συνομιλεί και να εξάγει όπλα σε μια χώρα όπως π.χ. η Τουρκία που ένα άλλο κράτος-μέλος όπως π.χ. η Ελλάδα θεωρεί απειλή. Και γι’ αυτό και λένε ψέματα όσοι έσπευσαν να υποδεχθούν την ελληνο-γαλλική συμφωνία ως δήθεν ένα βήμα σύσφιξης της ευρωπαϊκής άμυνας. Όλη αυτή η φιλολογία δεν είναι παρά αντι-επιστημονική προπαγάνδα.

Το ότι η Ελλάδα στρέφεται σε μια διμερή συμφωνία με τη Γαλλία δείχνει ακριβώς τη γύμνια της Ευρ. Ένωσης στο κομμάτι της αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής. Και αυτό δικαιώνει, βεβαίως, και τους υποστηρικτές της εξόδου της χώρας από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ: δεν πρόκειται να χάσουμε τίποτα σε επίπεδο άμυνας και ασφάλειας που να μην μπορούμε να το εξασφαλίσουμε μέσω άλλων διμερών ή περιφερειακών συμφωνιών.

Γενικά, ποια πρέπει να είναι, κατά την άποψή σας, η θέση μας έναντι των εξοπλιστικών ζητημάτων;

Η προώθηση, αμοιβαία, του αφοπλισμού σε κάθε εστία έντασης και άρα και μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Σε μια διμερή κούρσα εξοπλισμών σαν κι αυτή στην οποία εμπλέκονται οι δύο χώρες, ηττημένοι είναι οι λαοί και των δύο χωρών που αιμορραγούν οικονομικά και νικητές είναι οι εταιρείες που εξάγουν τα όπλα. Και το ότι θα βρίσκονταν χώρες να προμηθεύσουν με όπλα την Τουρκία θα έπρεπε η κυβέρνηση Μητσοτάκη να το έχει σκεφτεί προτού εμπλακεί στο κολοσσιαίο εξοπλιστικό της πρόγραμμα, το οποίο εντείνει την περιφερειακή κούρσα των εξοπλισμών βυθίζοντας ακόμα περισσότερο την οικονομία μας στον παρασιτισμό και στην παγίδα του χρέους.

Τουλάχιστον, εάν πρέπει σώνει και καλά η ελληνική κυβέρνηση να εξοπλιστεί μέχρι να επέλθει ο βέβαιος οικονομικός μας θάνατος, ας πάρει παράδειγμα από την Τουρκία που φροντίζει να εξασφαλίζει τεράστια ανταλλάγματα σε επίπεδο τεχνολογίας και παραγωγής σε κάθε συμβόλαιο αγοράς όπλων που υπογράφει. Η χώρα μας, αντιθέτως, απλώς εισάγει όπλα χωρίς κανένα βιομηχανικό αντίκρισμα, εις βάρος των εγχώριων παραγωγικών δυνατοτήτων και προς όφελος των διεθνών προστατών και των μεσαζόντων τους.

20 January 2022

Δέκα λόγοι για να αντισταθούμε στο εξοπλιστικό πάρτι της κυβέρνησης Μητσοτάκη

 





Πέντε δισεκατομμύρια ευρώ για φρεγάτες; Όχι, ευχαριστώ.

 

Δέκα λόγοι για να αντισταθούμε στο εξοπλιστικό πάρτι της κυβέρνησης Μητσοτάκη

 


του Ηρακλή Οικονόμου


(Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα AlterThess.gr, 5 Οκτωβρίου 2021).

 

Η αγορά από την κυβέρνηση Μητσοτάκη τριών γαλλικών φρεγατών Belharra έχει συνοδευτεί από ένα ασύλληπτης έντασης κύμα προπαγάνδας υπέρ της απόφασης αυτής στα μέσα ενημέρωσης. Εταιρικά δελτία τύπου και κυβερνητικά non-paper έχουν μετατραπεί σε δήθεν αντικειμενικές αναλύσεις, και το ένα ενθουσιώδες κείμενο για τις «υπερσύγχρονες ψηφιακές φρεγάτες» και τον «κρύο ιδρώτα που έχει λούσει τους Τούρκους» διαδέχεται το άλλο. Το παρόν κείμενο θα παρουσιάσει όσο το δυνατόν πιο απλά και συνοπτικά τους λόγους – από τον λιγότερο προς τον περισσότερο σημαντικό - για τους οποίους τόσο η αγορά των φρεγατών όσο και η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία είναι εξελίξεις που πρέπει να βρουν κάθε πολίτη απέναντί τους.

 

1) Η συμφωνία δεν τηρεί τους όρους που είχε θέσει το ίδιο το Πολεμικό Ναυτικό

 

Το Π.Ν. είχε ζητήσει και η κυβέρνηση είχε υιοθετήσει την αγορά τεσσάρων νέων φρεγατών, τον εκσυγχρονισμό των τεσσάρων φρεγατών MEKO 200 που ήδη διαθέτει, και την άμεση παραχώρηση «ενδιάμεσης λύσης», δηλαδή δύο μεταχειρισμένων και ετοιμοπαράδοτων φρεγατών για την κάλυψη των άμεσων αναγκών του. Η απαίτηση της κυβέρνησης ήταν όλα αυτά να γίνουν διαθέτοντας πέντε δισ. ευρώ. Η τελική συμφωνία, όμως, προβλέπει την αγορά τριών φρεγατών με προαίρεση για την αγορά ακόμα μίας (το κόστος της οποίας, όμως, δεν περιλαμβάνεται στο πακέτο) και την αγορά τριών κορβετών, δίχως ενδιάμεση λύση και δίχως εκσυγχρονισμό των υπαρχουσών φρεγατών. Άρα, αντί για στόλο δέκα σύγχρονων και εκσυγχρονισμένων φρεγατών, πηγαίνουμε σε στόλο έξι ή επτά πλοίων (τριών φρεγατών και τριών ή τεσσάρων κορβετών). Η ευκολία με την οποία αποδέχεται η κυβέρνηση μια τέτοια αλλαγή στους όρους επιτρέπει εν πολλοίς να σκεφτούμε ότι όλοι αυτοί οι όροι είναι διακοσμητικοί. Δεν υπηρετεί η αγορά κάποια ανάγκη, εν τέλει· αντίθετα η υποτιθέμενη ανάγκη καταλήγει να υπηρετεί την αγορά.

 

2) Δεν περιλαμβάνεται στη συμφωνία ο εκσυγχρονισμός των τεσσάρων γερμανικών φρεγατών που ήδη διαθέτει το Π.Ν.

 

Ο μη εκσυγχρονισμός υπάρχοντος στρατιωτικού υλικού, όταν τεχνικά και οικονομικά είναι όχι μόνο εφικτός αλλά και επιθυμητός, είναι μια απόφαση που οδηγεί στην απαξίωσή του υλικού αυτού. Η απαξίωση αυτή είναι πάγια τακτική όσων έχουν συμφέρον να αγοράζονται συνεχώς νέα όπλα και ο λόγος είναι προφανής: όταν δεν εκσυγχρονίζεις το μέσο που ικανοποιεί μια αμυντική σου ανάγκη, καταλήγεις να πρέπει να αγοράσεις νέα μέσα για να ικανοποιήσεις την ανάγκη αυτή. Οι τέσσερις φρεγάτες ΜΕΚΟ 200 που ήδη διαθέτει το Π.Ν. παραδόθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του’90, από το 1992 έως το 1999, και δεν δικαιολογείται καμία σκέψη απαξίωσής τους. Εξάλλου, το Π.Ν. διαθέτει φρεγάτες (τύπου Standard) που είναι 40+ ετών – από πού κι ως πού θεωρείται παλιό και ανάξιο εκσυγχρονισμού ένα πλοίο που είναι δύο δεκαετίες νεότερο; Και πάλι, συνεπώς, η τελική συμφωνία επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι δεν εξυπηρετείται κάποια «αντικειμενική» αμυντική απαίτηση – αντιθέτως, εξυπηρετούνται τα συμφέροντα που επιδιώκουν νέες εξοπλιστικές αγορές.

 

3) Σπεύσαμε να αγοράσουμε την πλέον ακριβή επιλογή και αγνοήσαμε τη λύση μεταχειρισμένων φρεγατών

 

Το να αγνοούνται λύσεις μεταχειρισμένου υλικού υπέρ της αγοράς νέου είναι άλλη μια πάγια τακτική όσων επωφελούνται από τις ασταμάτητες αγορές όπλων. Ο λόγος; Εάν ικανοποιήσεις την όποια αμυντική σου ανάγκη με μεταχειρισμένα όπλα, δεν χρειάζεται να αγοράσεις καινούργια, ή δεν χρειάζεται να αγοράσεις όσα θα αγόραζες εάν δεν είχες τα μεταχειρισμένα. Στην περίπτωση των φρεγατών, υπήρξε μια σειρά λύσεων που αγνοήθηκαν τόσο από το Π.Ν. όσο κι από την κυβέρνηση. Και μπορεί η συνήθεια των αξιωματικών να είναι να θέλουν πάντα ό,τι πιο εξελιγμένο υπάρχει στην αγορά, αλλά ρόλος μιας κυβέρνησης είναι να επιδιώκει τη βέλτιστη σχέση κόστους-απόδοσης. Η αλήθεια είναι, λοιπόν, ότι για να καταλήξουμε στις πανάκριβες Belharra έπρεπε να βγουν σκάρτες μια σειρά άλλες φρεγάτες, από τις αυστραλιανές κλάσης Adelaide μέχρι τις ολλανδικές Μ και τις βρετανικές Type 23 – φρεγάτες μεταχειρισμένες και κατώτερων δυνατοτήτων, αλλά που θα συνιστούσαν σαφή ποσοτική και σε κάποιο βαθμό ποιοτική αναβάθμιση των δυνατοτήτων του Π.Ν. Επιπλέον, υπάρχει το παράδειγμα της Αιγύπτου, η οποία αγόρασε από την Ιταλία πρόσφατα φρεγάτες FREMM που προορίζονταν για το Ιταλικό Ναυτικό και που φέρονται να αγοράστηκαν σε τιμή σαφώς χαμηλότερη εκείνης των Belharra [1,2 δισ. ευρώ για δύο φρεγάτες (Naval News 2021) όταν η Ελλάδα εκτιμάται ότι θα καταβάλλει ποσό που προσεγγίσει τα 3,5 δισ. ευρώ για τις τρεις φρεγάτες· σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία παραμένουν ασαφή τόσο για το ύψος της αιγυπτιακής και της ελληνικής συμφωνίας όσο και για το τι περιλαμβάνει η καθεμία από πλευράς όπλων, τεχνικής υποστήριξης κλπ.].

 

4) Υποτίθεται ότι η Ελλάδα βιαζόταν να παραλάβει άμεσα φρεγάτες για να σωθεί από την τουρκική επιθετικότητα

 

Το στοιχείο του χρονικού ορίζοντα της συμφωνίας είναι κρίσιμο, διότι πάνω σε αυτό βασίστηκε όλη η φιλολογία περί άμεσης ανάγκης αγοράς όπλων λόγω των επιθετικών κινήσεων της Τουρκίας με τις έρευνες κλπ. Η βιασύνη, βέβαια, κάπου κόπασε στην πορεία, αφού η ίδια η απόφαση της κυβέρνησης για την αγορά των φρεγατών πήγαινε από αναβολή σε αναβολή, λόγω και των αμερικανικών πιέσεων για την αγορά των δικών τους φρεγατών. Κι αν δεν ήταν η κρίση του AUKUS, η σφοδρή γαλλική αντίδραση στην ακύρωση του συμβολαίου κατασκευής υποβρυχίων για την Αυστραλία και η συνεννόηση Μακρόν-Μπάιντεν, ίσως ακόμα η επιλογή των φρεγατών να παρέμενε κολλημένη. Αλλά δεν είναι μόνο η καθυστέρηση στην απόφαση. Αναφερόμαστε σε πλοία που θα παραδοθούν στο Π.Ν. μετά από μια …τετραετία με πενταετία (οι δύο πρώτες φρεγάτες το 2025 και η τρίτη το 2026). Τόσο πολύ βιαζόμασταν!

 

Για την ιστορία, οι χώρες που βιάζονται διότι αισθάνονται πραγματικά κάποια απειλή κάνουν ό,τι και η Αίγυπτος στο παράδειγμα που προαναφέραμε, αγοράζοντας ετοιμοπαράδοτες φρεγάτες. Ή, εναλλακτικά, μένουν πιστές στους όρους και στις προϋποθέσεις που οι ίδιες ορίζουν. Στην περίπτωσή μας, η Ελλάδα ζήτησε άμεση «ενδιάμεση λύση» με την παραχώρηση δύο μεταχειρισμένων φρεγατών. Η Γαλλία όμως είχε φρεγάτες απαρχαιωμένες να δώσει που εμείς δεν θέλαμε (κλάσης Cassard) κι αυτές που εμείς θέλαμε δεν τις έδινε (κλάσης Lafayette). Μικρό το κακό: εφόσον δεν είχε διαθέσιμες φρεγάτες να παραχωρήσει, παραγγείλαμε να μας φτιάξει …κορβέτες! Λεπτομέρειες: α) Θα πληρώσουμε έξτρα για τις κορβέτες αυτές – πάνω από 1,5 δισ. β) οι κορβέτες προφανώς δεν είναι ετοιμοπαράδοτες, με την πρώτη να παραδίδεται κάτι λιγότερο από τρία χρόνια μετά από την υπογραφή της συμφωνίας, και γ) η Ελλάδα συμμετέχει σε ένα άλλο πρόγραμμα κατασκευής κορβετών (European Patrol CorvetteEPC) με αναμενόμενο έτος παραγωγής της πρώτης κορβέτας / πρωτοτύπου το 2026.

 

5) Υποτίθεται ότι η συμφωνία θα αφορούσε πλοία που θα κατασκευάζονταν στην Ελλάδα

 

Αυτό που συμβαίνει με την Ελλάδα είναι μοναδικό στα παγκόσμια εξοπλιστικά χρονικά: μια χώρα με ασύλληπτα υψηλές στρατιωτικές δαπάνες που δεν παράγει όχι όπλα, αλλά ούτε …βίδα για όπλα! Πρόκειται για στοιχείο που επικυρώνει την απόλυτα εξαρτημένη, αποικιακή θέση της χώρας στο παγκόσμιο σύστημα. Άλλες χώρες με παρεμφερή αφετηρία με την Ελλάδα (έλλειψη βιομηχανικών υποδομών παράλληλα με υψηλές αμυντικές δαπάνες) κατέληξαν να αναδειχθούν σε αξιοσημείωτες εξοπλιστικές δυνάμεις· μην πάτε μακριά, δείτε απλώς πώς η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε τις δικές της αγορές για να εξασφαλίσει μεταφορά τεχνογνωσίας και να καταλήξει να καλύπτει σχεδόν το σύνολο των εγχώριων εξοπλιστικών της δαπανών με εγχώρια παραγωγή, εξασφαλίζοντας παράλληλα και εξαγωγές. Η Σερβία είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα και πολύ πιο πρόσφατη περίπτωση χώρας που μερίμνησε για να καλύψει τις αμυντικές της ανάγκες όχι μόνο σε στρατιωτικό αλλά και σε βιομηχανικό – παραγωγικό επίπεδο. Όσο για την Ελλάδα; Δαπανά σχεδόν 3,5 δισ. ευρώ για φρεγάτες που θα κατασκευασθούν στη Γαλλία, κι άλλα 3,5 δισ. ευρώ για μαχητικά αεροσκάφη που επίσης θα κατασκευασθούν στη Γαλλία. Εξ ολοκλήρου!

 

Αυτή είναι και η ρίζα της νεο-αποικιακής κατάστασης σήμερα: η απόλυτη έλλειψη παραγωγικών δομών, και η συνεπακόλουθη τεχνολογική και βιομηχανική εξάρτηση από το εξωτερικό. Στην περίπτωση της Ελλάδας και των όπλων, όμως, η κατάσταση αυτή αποκτά εξοργιστικό χαρακτήρα δεδομένου του ύψους των στρατιωτικών δαπανών. Η σύμβαση για τις φρεγάτες παρατείνει αυτό το φαινόμενο, όσες «χάντρες» κι αν προσφέρονται απλόχερα στον πληθυσμό από «ειδικούς» και «δημοσιογράφους».

 

6) Υποτίθεται ότι η ασφάλεια και η άμυνα της χώρας είναι εξασφαλισμένες από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ

 

Όποτε η ριζοσπαστική Αριστερά μιλάει για έξοδο από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, η απάντηση του καθεστώτος είναι ότι πρόκειται για συμμαχίες στις οποίες πρέπει να συμμετέχουμε ώστε να μας προστατέψουν σε μια στρατιωτική κρίση. Πράγματι, τόσο το ΝΑΤΟ όσο και η ΕΕ εμπεριέχουν πρόβλεψη για στρατιωτική συνδρομή σε κράτος-μέλος που δέχεται ένοπλη επίθεση (Άρθρο 5 της Βορειοατλαντικής Συνθήκης, Άρθρο 42 της Συνθήκης για την ΕΕ αντίστοιχα). Αλλά τότε, γιατί χρειαζόμαστε μια διμερή συμφωνία στρατιωτικής συνδρομής με τη Γαλλία; Από μόνη της, η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία συνιστά κορυφαία δικαίωση της θέσης υπέρ της εξόδου από ΝΑΤΟ και ΕΕ, τουλάχιστον όσον αφορά την υποτιθέμενη ασφάλεια που μας παρέχουν. Δεν την παρέχουν, εφόσον το ΝΑΤΟ ρητά δεν ασχολείται με επίθεση από κράτος-μέλος του (Τουρκία) σε άλλο κράτος-μέλος (Ελλάδα), και εφόσον η ΕΕ δεν έχει κανένα κοινό στρατηγικό συμφέρον που θα βάλει 27 χώρες να υποστηρίξουν την Ελλάδα απέναντι σε ένα πολεμικό επεισόδιο με την Τουρκία. Εάν οι οργανισμοί αυτοί παρείχαν πράγματι την ασφάλεια που δήθεν παρέχουν, καμία διμερής συμφωνία δεν θα ήταν αναγκαία.

 

Όσο για την ιδέα ότι μια διμερής συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας προωθεί το όραμα μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας, όπως έσπευσε να διαφημίσει ο Έλληνας αντιπρόεδρος της Κομισιόν; Πρόκειται για μια προπαγανδιστική ανοησία ώστε και το γόητρο της ΕΕ να μην πληγεί, και το ελληνο-γαλλικό love story να νομιμοποιηθεί στα μάτια του λαού μέσω της ευρωπαϊκής οδού κι ενός ευρύτερου οράματος (της δήθεν «στρατηγικής αυτονομίας» της ΕΕ). Η διμερής συμφωνία συνιστά επικύρωση της παντελούς απουσίας ευρωπαϊκής άμυνας, κι αυτό είναι μια παράπλευρη απώλεια για τους ευρωπαϊστές και μία δικαίωση για τους επικριτές τους.

 

7) Η οικονομική αφαίμαξη και το δημόσιο χρέος λόγω των εξοπλισμών συνιστούν εθνική απειλή μεγαλύτερη κι από τη στρατιωτική

 

Το εξοπλιστικό αμόκ της κυβέρνησης Μητσοτάκη δείχνει παντελή έλλειψη επαφής με τη δημοσιονομική πραγματικότητα της χώρας και τροφοδοτεί την ήδη οξύτατη οικονομική αιμορραγία των εξοπλισμών. Η χώρα μας είναι πρώτη σε όλο το ΝΑΤΟ σε αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, με 3,82% ως εκτίμηση για το 2021 (NATO, 2021: 3) – ποσοστό εκτοξευμένο σε σχέση ακόμα και με το τεράστιο 2,8% του 2020 (SIPRI, 2021: 13). Μιλάμε για μια χώρα που έχει «πνιγεί» στο χρέος, με το ποσοστό του δημοσίου χρέους επί του ΑΕΠ να διεκδικεί μια θλιβερή πρωτιά παγκοσμίως και με το ΑΕΠ να καταγράφει πτώση το 2020 άνω του 8%. Σε τέτοιες συνθήκες οικονομικής διάλυσης έρχεται το πάρτι των εξοπλισμών να βάλει την ταφόπλακα, με την υπογραφή όσων υποκριτικά δήθεν κόπτονται για το δημογραφικό ή για την ανεργία ή για την παιδεία και τους νέους και την ίδια στιγμή διοχετεύουν ασύλληπτους πόρους στον παρασιτισμό των όπλων.

 

8) Η αγορά εξοπλισμών δεν πρέπει να υπηρετεί την «αγορά» συμμαχιών

 

Για την ακρίβεια, το να αγοράζεις συμμαχίες μέσω εξοπλισμών είναι ο ορισμός της εξάρτησης, η απόλυτη επικύρωση της απουσίας ανεξάρτητης εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Είναι κακό τόσο για την εξωτερική πολιτική (αφού αποπνέεται η εικόνα μιας αδύναμης χώρας που προσπαθεί να εξευμενίσει τους ισχυρούς) όσο και για την αμυντική πολιτική (αφού υποτάσσονται οι εξοπλιστικές αποφάσεις σε μη τεχνο-οικονομικά κριτήρια). Και βέβαια η χώρα καταλήγει να αιμορραγεί οικονομικά επειδή ως προτεραιότητα θέτει την εξασφάλιση της εύνοιας των διεθνών προστατών της μέσω του εξοπλιστικού «φόρου» που καταβάλλει. Ο στόχος της τεχνικά αποτελεσματικής και οικονομικά ορθολογικής αμυντικής θωράκισης είναι αυθύπαρκτος – δεν γίνεται να υποτάσσεται στην τήρηση πολιτικών ισορροπιών και στην εξασφάλιση πολιτικών ή διπλωματικών ανταλλαγμάτων. Αλλιώς, καταλήγουμε στο ελληνικό παράδοξο να παραγγέλνονται μαχητικά αεροσκάφη σε …δόσεις με διαφορά ενός έτους, με 18 Rafale να αγοράζονται πέρυσι και άλλα έξι να αγοράζονται φέτος, αντί να προγραμματίζουμε οργανωμένα τις ανάγκες μας και να διεκδικούμε τους καλύτερους όρους και τις εκπτώσεις που προκύπτουν από τη μεγαλύτερη κλίμακα. Αλλά θα μου πείτε… γιατί να κάνουμε μία μόνο φορά χαρούμενους τους συμμάχους μας όταν μπορούμε να τους κάνουμε δύο;

 

Η «αγορά» ασφάλειας και συμμαχιών μέσω της αγοράς εξοπλισμών αποκαλύπτει ότι ο βασιλιάς είναι εν τέλει γυμνός: υποτίθεται ότι μια χώρα εξοπλίζεται για να αμυνθεί η ίδια, αλλά εν τέλει εμείς εξοπλιζόμαστε ώστε να εμπλακούν άλλοι για να μας σώσουν. Μα γιατί να πρέπει να μας σώσουν οι άλλοι εάν οι φρεγάτες μας και τα μαχητικά μας είναι όλα τόσο τέλεια και σύγχρονα; Το παράδοξο της κυρίαρχης επιχειρηματολογίας υπέρ των εξοπλισμών είναι κάτι παραπάνω από εμφανές… σαν να αγοράζετε από κάποιον ένα αυτοκίνητο για να σας πηγαίνει αυτός στη δουλειά σας με το λεωφορείο. Και βέβαια, τώρα που η ταμπέλα απ’ έξω γράφει «ανοίξαμε και σας περιμένουμε», το πιθανότερο είναι ότι θα έρθει σύντομα και ο άλλος τακτικός επισκέπτης – οι ΗΠΑ - με τα δικά του …καλούδια προς πώληση. Να είστε έτοιμοι για να βάλετε ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη.

 

9) Η συμφωνία δίνει πάτημα για τυχοδιωκτικές κινήσεις στις πιο επιθετικές φωνές σε Ελλάδα και Γαλλία

 

Η αγορά πανάκριβων όπλων εις βάρος της οικονομίας και της ευρύτερης αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας είναι επιβλαβής· ο εγκλωβισμός σε μια επιθετική, τυχοδιωκτική λογική κούρσας εξοπλισμών και θερμών επεισοδίων με τις πλάτες της α’ ή β’ μεγάλης δύναμης είναι απολύτως επικίνδυνος και καταστροφικός. Η ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας που θα προσφέρει η συμφωνία με τη Γαλλία μπορεί να ενθαρρύνει απερίσκεπτες κινήσεις εκ μέρους της Ελλάδας, η οποία με κινήσεις όπως η αποστολή πυραύλων Patriot στη Σαουδική Αραβία μοιάζει ήδη να έχει αρχίσει χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, με τις ευλογίες των συμμάχων. Κοινώς, κινδυνεύουμε, με την ενθάρρυνση ξένων δυνάμεων, να εμπλακούμε σε πολεμικές περιπέτειες για να εξυπηρετήσουμε τα τεράστια διεθνή γεωοικονομικά συμφέροντα που κρίνονται αυτή τη στιγμή στη Μεσόγειο, και τα οποία ελάχιστη σχέση έχουν με το συμφέρον του ελληνικού και των γειτονικών λαών. Μέχρι τώρα, αυτά τα συμφέροντα πήγαζαν κυρίως από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Τώρα, η τούρτα του τυχοδιωκτισμού αποκτά και γαλλικό κερασάκι.

 

10) Αν η Αριστερά δεν εναντιωθεί στο εξοπλιστικό πάρτι, σε τι ακριβώς θα εναντιωθεί;

 

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η Αριστερά δεν τα πάει καλά με τους εξοπλισμούς – νοιώθει έξω από τα νερά της όταν έχει να ασχοληθεί με αυτούς. Ένας λόγος είναι η τεχνική πολυπλοκότητα που συνοδεύει κάθε εξοπλιστική απόφαση και επιλογή. Ένας άλλος λόγος είναι η γενική αποστροφή προς τα μέσα ένοπλης βίας και προς τον πόλεμο. Και ένας τρίτος λόγος είναι η (λανθασμένη) ιδέα ότι η ενασχόληση με τους εξοπλισμούς συνεπάγεται σώνει και καλά την εκ των προτέρων αποδοχή τους. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η ατζέντα των εξοπλισμών αξίζει την ενδελεχή προσοχή κάθε κριτικά σκεπτόμενου πολίτη, όχι μόνο επειδή ακόμα και η πιο ριζοσπαστική κυβέρνηση θα κληθεί να ασχοληθεί με την άμυνα της χώρας, αλλά και επειδή οι εξοπλισμοί ακουμπάνε στην καρδιά της εξουσίας – εξουσίας πολιτικής και οικονομικής, στρατιωτικής και διπλωματικής, τεχνολογικής και βιομηχανικής, εγχώριας και διεθνούς. Η μη ενασχόληση της Αριστεράς με τους εξοπλισμούς σημαίνει, στο βάθος της, ότι δεν ενδιαφέρεται να ασχοληθεί και με την εξουσία. Και αντίστοιχα, η άκριτη αποδοχή των εξοπλιστικών επιλογών του καθεστώτος συνεπάγεται και άκριτη επιλογή του ίδιου του καθεστώτος και του πλέγματος εξουσίας που εκφράζει.

 

Το ΚΚΕ, το ΜέΡΑ25 και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έσπευσαν να ασκήσουν δριμεία κριτική και στις δύο πτυχές της ελληνο-γαλλικής συμφωνίας (αγορά φρεγατών και αμυντική συνδρομή), ορθά, ορθότατα, επισημαίνοντας τόσο τις πολεμικές περιπέτειες στις οποίες μπλέκει βαθύτερα τη χώρα, όσο και το δυσβάσταχτο οικονομικό βάρος. Αντιθέτως, συνεχίζοντας την κακή παράδοση που ξεκίνησε ως κυβέρνηση (ανεκδιήγητη συμφωνία ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ για τον εκσυγχρονισμό των υπέργηρων αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας P-3 Orion, διεύρυνση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ελλάδα) και ως αντιπολίτευση με τα Rafale (θετική ψήφος στη Βουλή), ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε επί της αρχής θετικός ως προς το εξοπλιστικό σκέλος των συμφωνιών. Η κριτική του περιορίστηκε στις δήθεν «παλινωδίες» του Μητσοτάκη που «έχουν κοστίσει πολλά δισ. σε εξοπλισμούς» ενώ εξέφρασε την αντίθεσή του προς τα άρθρα 2 και 18 της συμφωνίας αμυντικής συνδρομής. Συγκεκριμένα, επεσήμανε ότι από το άρθρο 2 απουσιάζει η ρητή αναφορά στην παραβίαση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας ως λόγος ενεργοποίησης της συμφωνίας, ενώ το άρθρο 18 προβλέπει την κοινή ανάπτυξη δυνάμεων σε θέατρα επιχειρήσεων όπως το Σαχέλ (ζώνη χωρών γαλλικού ενδιαφέροντος όπως το Μάλι και το Τσαντ), γεγονός που «θα εξέθετε ελληνικές σε αποστολές σε εμπόλεμες περιοχές».

 

Η αποδοχή της συμφωνίας αγοράς των φρεγατών από τον ΣΥΡΙΖΑ καταδεικνύει την εκ μέρους του απουσία οποιασδήποτε διάθεσης σοβαρής αμφισβήτησης του συστήματος οικονομικής, πολιτικής, βιομηχανικής και στρατιωτικής εξουσίας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Όσο για την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή είναι προσχηματική. Καμία παλινωδία δεν επιδεικνύει ο Μητσοτάκης, παρά μόνο μια αξιοθαύμαστη συνέπεια στην εξυπηρέτηση των εξοπλιστικών συμφερόντων υποθηκεύοντας το οικονομικό μέλλον της χώρας. Και όχι, δεν κοστίζουν δισεκατομμύρια οι κυβερνητικές παλινωδίες αλλά οι ίδιοι οι εξοπλισμοί, τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψηφίζει – βλέπε Rafale. Τέλος, δεν γίνεται να αποδέχεσαι τις στρατιωτικές επεμβάσεις της Ευρ. Ένωσης και τη συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτές, κι ύστερα να απορρίπτεις τη συμμετοχή της Ελλάδας στις επεμβάσεις της Γαλλίας. Κι ούτε είναι εποικοδομητικό να ζητάς να υπάρξει αναφορά σε παραβίαση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας ως αιτία ενεργοποίησης της αμυντικής συνδρομής. Δηλαδή τι προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, τη διενέργεια πολεμικού επεισοδίου ως απάντηση στην επόμενη παραβίαση της Τουρκίας;

 

Η ρητή και δίχως υποσημειώσεις απόρριψη της ελληνογαλλικής συμφωνίας, τόσο στο εξοπλιστικό όσο και στο στρατηγικό της σκέλος, είναι η μόνη στάση που υπηρετεί τόσο το αριστερό ειρηνιστικό και διεθνιστικό πρόταγμα, όσο και το «εθνικό» συμφέρον διάσωσης της οικονομίας, έξυπνης αμυντικής θωράκισης και αποφυγής πολεμικών τυχοδιωκτισμών.

 

Σημειώσεις

 

NATO (2021), ‘Defence Expenditure of NATO Countries (2014-2021), Communique PR/CP (2021)094, 11 Ιουνίου 2021. Διαθέσιμο σε:

https://www.nato.int/nato_static_fl2014/assets/pdf/2021/6/pdf/210611-pr-2021-094-en.pdf

 

Naval News (2021), ‘Second Italian-Built FREMM Delivered to Egypt Reaches Alexandria’, 20 Απριλίου 2021. Διαθέσιμο σε:

https://www.navalnews.com/naval-news/2021/04/second-italian-built-fremm-delivered-to-egypt-reaches-alexandria/

 

SIPRI (2021), ‘Military expenditure by country as percentage of gross domestic product’. Διαθέσιμο σε:

https://sipri.org/sites/default/files/Data%20for%20all%20countries%20from%201988%E2%80%932020%20as%20a%20share%20of%20GDP%20%28pdf%29.pdf